ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Η κρίση των περισσοτέρων εφημερίδων, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε όλο
τον δυτικό και δυτικότροπο κόσμο, δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της οικονομικής
κρίσης, ούτε επακόλουθο της αλλαγής του τρόπου ζωής και των ρυθμών της
καθημερινότητας.
Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν ενημερώνεται πλέον από τις εφημερίδες, ούτε
για τις καθημερινές του ανάγκες, όπως είναι οι κινηματογράφοι, τα θέατρα ή τα
εφημερεύοντα νοσοκομεία, ούτε βέβαια για τις πολιτικές και άλλες ειδήσεις, αφού,
με την ταχύτητα διάχυσης της πληροφορίας, μέχρι να τυπωθούν οι εφημερίδες, να
αποσταλούν και να φθάσουν στα χέρια του αναγνώστη, αυτός γνωρίζει ήδη τις
ειδήσεις από το ίντερνετ, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο. Και μάλιστα η είδηση
αποτελείται πια από τρία στοιχεία, ήτοι λόγο, βίντεο, ήχο(στοιχεία που αδυνατεί
να τα ενσωματώσει και τα τρία μαζί η έντυπη εφημερίδα), ενώ ο δέκτης μπορεί να
«μετάσχει» σε αυτό τον ορυμαγδό πληροφορίας με ένα Like ή ένα σχόλιο, διευρύνοντας επ’
άπειρον το ίδιο το πεδίο.
Η είδηση, λοιπόν, δηλαδή το τι
συνέβη, είναι γνωστό σε όλους μας, και μάλιστα έχει την έννοια του τι συμβαίνει, τώρα, αυτή τη στιγμή, αφού
κανείς δεν περιμένει την έκδοση των εφημερίδων την επόμενη μέρα για να το μάθει.
Ακόμα κι όταν οι ημερήσιες εφημερίδες έχουν μια αποκλειστική είδηση, αυτή πρωί
πρωί θα έχει αναπαραχθεί από το ίντερνετ, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, ενώ
αν πρόκειται για κυριακάτικη έκδοση, η αποκλειστική είδηση θα έχει αναπαραχθεί
ήδη από το Σάββατο το βράδυ.
Φυσικά, οι διαφορές στην παρουσίαση μιας είδησης είναι σημαντικές, και
φωτίζουν αλλιώς το κάθε γεγονός, όμως ο ηλεκτρονικός αναγνώστης λύνει, ή μπορεί
να λύσει, ή έστω νομίζει ότι μπορεί να λύσει, και το πρόβλημα της
«αντικειμενικότητας», προσφεύγοντας σε περισσότερες της μίας πηγές ηλεκτρονικής
πληροφόρησης.
Ποιος είναι, λοιπόν, μέσα σε αυτή τη συνθήκη, ο ρόλος των εφημερίδων;
Όπως ισχυρίζονται οι δημοσιογράφοι, όταν γράφουν για τον αναντικατάστατο ρόλο
των εφημερίδων, μόνο αυτές προσφέρουν την έγκυρη ενημέρωση. Αν όμως ρίξουμε μια
ματιά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, όπως κρέμονται στα περίπτερα, θα δούμε
μια εικόνα ανάλογη εκείνης που μας δίνει η πανσπερμία των ειδησεογραφικών σάιτ
στο ίντερνετ.
Κατά τη γνώμη μου, οι έντυπες εφημερίδες δεν μπορούν να ανταγωνιστούν
τα άλλα Μέσα στο πεδίο της πληροφόρησης.
Δεν κομίζω βέβαια γλαύκα, όμως το ερώτημα παραμένει: γιατί αυτό δεν το
καταλαβαίνουν οι εφημερίδες; Μια πρώτη απάντηση είναι πως κινούνται μέσα στην
αδράνεια της μακράς διάρκειας, που τους παρέχει η πολύχρονη ιστορία της έντυπης
είδησης.
Αλλά η φθίνουσα πορεία συνολικά των έντυπων Μέσων συνεχίζεται,
αγγίζοντας πια τα όρια επιβίωσης, έστω και αν επιχειρήθηκε, και ακόμα
επιχειρείται η «αξιοποίησή» τους, δηλαδή η υποβάθμισή τους, ως δικτύων διανομής διαφόρων προϊόντων,
όπως βιβλίων και CD,ή
και εμπορικών κουπονιών.
Ο δεύτερος λόγος που αναπαράγει αυτή την αδράνεια είναι πως οι
εφημερίδες, από τους ιδιοκτήτες τους μέχρι τον τελευταίο μαθητευόμενο συντάκτη,
σκέφτονται «δημοσιογραφικά». Δεν μπορούν να φανταστούν άλλο χαρακτήρα και άλλο
ρόλο των εφημερίδων. Για την ακρίβεια, μέσα στην υπάρχουσα συνθήκη του
δημοσιογραφικού λόγου, δεν επιτρέπεται να φανταστούν άλλο χαρακτήρα των
εφημερίδων, με αποτέλεσμα κι ένα μεγάλο μέρος των νεαρότερων συντακτών, που
διαθέτουν και γνώσεις και ταλέντα, να ακυρώνονται, ακυρώνοντας έτσι την πολιτισμική δυνατότητα αναβάθμισης του
δημοσιογραφικού λόγου.
Και όμως, όλα αυτά δεν είναι αυτονόητα. Σχεδόν μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο
πόλεμο, ο χαρακτήρας των εφημερίδων ήταν λιγότερο ειδησεογραφικός και
περισσότερο ευρύτερα μορφωτικός, πάντα με τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής
εκείνης. Ακόμα και η σύνταξη της είδησης σε γραπτό κείμενο, η γλώσσα της, η
εποπτεία επί των συμβάντων που προϋπέθετε, ενείχε μια πολιτισμική υπεροχή του
γράφοντος σε σχέση με τον «μέσο» αναγνώστη, και μια επί ίσοιςόροιςαπεύθυνση
προς τον μορφωμένο αναγνώστη. Η ίδια η κοινωνική κατηγορία αυτών που έγραφαν
στις εφημερίδες ανήκε στην πνευματική ελίτ, και ως τέτοια απευθυνόταν στο
αναγνωστικό κοινό, το οποίο με τη σειρά του αποτελούνταν, στη μεγάλη του
πλειοψηφία, από αποφοίτους μέσης ή ανώτατης εκπαίδευσης, καθώς και από
αυτομορφωμένους αριστερούς.
Σήμερα, παρά τις λαμπρές εξαιρέσεις, ο δημοσιογραφικός λόγος
υπολείπεται πολιτισμικά από το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνονται οι
εφημερίδες. Για να είναι κανείς καλός δημοσιογράφος,
αρκεί να μπορεί να γράφει γρήγορα και πολλά, να γνωρίζει τις πηγές γρήγορης
πληροφόρησης (πηγές της εξουσίας) και να μην έχει αναστολές. Το τι ακριβώς γράφει,
και πώς το γράφει, δεν ενδιαφέρει τις εφημερίδες.
***
Ο μόνος ρόλος που μπορεί να έχουν οι έντυπες εφημερίδες σήμερα, δεν
είναι η καθυστερημένη, ήτοι μπαγιάτικη πληροφόρηση, δηλαδή το τι συνέβη, αλλά το γιατί συνέβη, τι συνεπάγεται, σε ποιο ευρύτερο πλαίσιο συμβαίνει.
Ήτοι, κείμενα άποψης και ανάλυσης, που ο αναγνώστης δεν θα τα βρει κάπου αλλού.
Αλλά όχι μόνο αυτό. Αν σκεφτούμε το μορφωτικό πλαίσιο στο οποίο
λειτουργούσαν κάποτε οι εφημερίδες, θα εντοπίσουμε και το εν δυνάμει σημερινό
αναγνωστικό κοινό τους. Γιατί δεν είναι νομοτέλεια ότι εφημερίδες πια διαβάζουν
μόνο οι μεγαλύτερης ηλικίας «εθισμένοι», ενώ οι νεώτερες γενιές δεν διαβάζουν
εφημερίδες αλλά αρκούνται στα άλλα Μέσα. Ναι, αυτή είναι η εικόνα, όμως δεν
φταίνε οι νέοι, αλλά οι ίδιες οι εφημερίδες. Πάρα πολλοί νέοι διαβάζουν εν
γένει, και μάλιστα διαβάζουν πολύ, όμως δεν διαβάζουν εφημερίδες, δηλαδή αυτές τις εφημερίδες.
Όμως, τι ακριβώς είναι αυτοί οι νέοι; Ποια είναι αυτή η κοινωνική
κατηγορία των εν δυνάμει νέων αναγνωστών που σήμερα δεν αγοράζουν
εφημερίδα;Είναι εκείνη η αθέατη κοινωνική κατηγορία που αποτελείται από τους
κάτω των 45 ετών διδάκτορες και υποψήφιους διδάκτορες, σε όλα τα επιστημονικά
πεδία, που στη χώρα μας πλησιάζουν τις 50.000, είναι οι πενταπλάσιοι κάτοχοι
μεταπτυχιακού, είναι πολλοί εγγράμματοι άνθρωποι διαφόρων κοινωνικών
κατηγοριών. Όλοι αυτοί δεν αγοράζουν έντυπες εφημερίδες, όσο αυτές περιέχουν
ειδήσεις που ήδη γνωρίζουν και πολιτισμικά
υπολείπονται από αυτούς τους εν δυνάμει αναγνώστες.
Επίσης, με την αλματώδη ανάπτυξη της γνώσης και των επιστημονικών
πεδίων, αυτή η πολυπληθής κοινωνική κατηγορία αναγνωστών θα ήθελε να διαβάζει
όχι μόνο απόψεις και αναλύσεις επί της πολιτικής επικαιρότητας, αλλά και
κείμενα που να συνομιλούν, με τον τρόπο
του δημόσιου λόγου, με το τρομακτικά μεγάλο γνωσιακό κεφάλαιο που έχουν
συσσωρεύσει τα τελευταία χρόνια τα πολυπληθή επιστημονικά πεδία. Δεν αναφέρομαι
σε εξειδικευμένες επιστημονικές γνώσεις, ούτε στην παροιμιωδώς αδέξια
«εκλαΐκευσή» τους, αλλά στην κοινωνική λειτουργία αυτού του τεράστιου πολιτισμικού
κεφαλαίου, που ήδη υπάρχεικαι διαχέεται μέσα στις κοινωνικές διεργασίες, αλλά
δεν περιλαμβάνεται στην ύλη των εφημερίδων. Αυτός είναι σήμερα ο «μέσος
αναγνώστης», δηλαδή ο εν δυνάμει αναγνώστης, στον οποίο πρέπει να απευθυνθούν
οι εφημερίδες.
Γιατί οι κοινωνίες δεν υπάρχουν χωρίς Λόγο. Ούτε και οι εφημερίδες.
Και αν συνεχίσουν την προδιαγεγραμμένη φθίνουσα πορεία τους, όχι μόνο θα
αυτοκαταστραφούν αλλά και θα καταστρέψουν μια συνθήκη δημόσιου λόγου μερικών αιώνων.
Βεβαίως η συνθήκη του Λόγου δεν καταργείται, και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, με
άλλους τρόπους, αφού οι άνθρωποι συνεχίζουν να σκέπτομαι και να μαθαίνουν,
γιατί η συνθήκη του δημόσιου λόγου αφορά την ποιότητα της κοινωνικής ζωής, της
κοινωνικής οργάνωσης, της κοινωνικής μας ύπαρξης.
Η πρότασή μου λοιπόν είναι: λιγότερες ειδήσεις, περισσότερες απόψεις
και αναλύσεις, περισσότερα θέματα πέραν της πολιτικής επικαιρότητας.
Καλογραμμένα κείμενα, αισθητική αναβάθμιση της έντυπης εφημερίδας, πολιτισμικός
χαρακτήρας της. Και βέβαια, λιγότερες νεκρές τυπωμένες σελίδες, που ο
αναγνώστης τις ξεφυλλίζει αδιάφορα. Ένα ημερήσιο φύλλο, ακόμα και 20 σελίδων,
μπορεί να περιέχει 30 θέματα, απ’ τα οποία ο κάθε αναγνώστης θα διαβάσει τα 10,
ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του. Ένα κυριακάτικο φύλλο 50 σελίδων μπορεί να
περιέχει 70 θέματα, με τα οποία ο αναγνώστης θα ασχοληθεί όλη την εβδομάδα, διαβάζοντας
ο καθένας τα 25. Δεν αναφέρομαι σε κάποιες ιδανικές εφημερίδες του μέλλοντος,
αλλά σε μια σημερινή αναγκαιότητα και δυνατότητα.
Καλή χρονιά
Μάρτιν Ντόνεφ, Selfie, 25 x 35cm, μελάνι σε χαρτί |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου