24/12/16

Τα Χριστούγεννα του Προμηθέα

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

 «Τοιούδε μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα πριν αν θεών τις διάδοχος των σων πόνων φανή, θελήση τ’ εις αναύγητον μολείν Άϊδην κνεφαία τ’ αμφί Ταρτάρου βάθη».
[Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης, 1026]

Όταν πέθανε ο παπα-Ερμόλαος, στο μικρό νησί του Αιγαίου –τριακόσιοι άνθρωποι όλοι κι όλοι το χειμώνα–, μ’ ένα στόμα κι ένα νου άρχισαν ν’ αναρωτιούνται πώς θα κάνουν Χριστούγεννα. Να μείνουν πρώτη φορά αλειτούργητοι δεν το ’χαν για καλό κι η τηλεόραση, που κάποιος είπε πως θα ήτανε μια κάποια λύσις, σκανδάλιζε ακόμη κι αυτούς που περνούσαν όλη τη μέρα μπροστά της. Πώς θα νιώθανε γιορτή αν κάτι δεν άλλαζε σε όσα συνήθιζαν τις καθημερινές; Μέχρι κι αυτοί που δεν πατάγανε στην εκκλησιά, έλεγαν πως κάτι ανάρμοστο σήμαινε αυτή η έλλειψη, αυτή η εγκατάλειψη.
Οι μέρες περνούσανε και ο επιχώριος δεσπότης απάντηση δεν έστελλε στις εκκλήσεις του προέδρου του νησιού. Ο γραμματέας του αποκρινόταν στο τηλέφωνο μετά λύπης του πως δυστυχώς δεν υπάρχει πλεονάζον ιερατικό προσωπικό στην χειμαζόμενη επαρχία. Ο μικρός γιος του προέδρου, ο Προμηθέας, απορούσε γιατί θυμότανε καλά από τις εικόνες που έβλεπε στις προεόρτιες επαναλήψεις του τοπικού τηλεοπτικού δικτύου, ένα πλήθος στολισμένων παπάδων να περιστοιχίζει τον άξιο ποιμενάρχη στη μητρόπολη της πρωτεύουσας. «Είναι και το μνημόνιο, βλέπετε, και δεν επιτρέπονται νέοι διορισμοί» προσέθετε ο γραμματέας πριν καταλήξει χαμηλώνοντας τη φωνή, στην άτυπη οδηγία. «Βάλτε μια τηλεόραση μπροστά από το ιερό βήμα, ψάλλετε κι εσείς και θα δείτε τι αξέχαστη Γέννηση θα κάνετε».
Πού να το πει αυτό ο πρόεδρος; Καθόταν κι έψηνε ξερά ρεβίθια, να γίνουν στραγάλια στο μαντέμι της ξυλόσομπας, και πάσχιζε να βρει τη λύση ενώ πλάι του ο μικρός του γιος δεν προλάβαινε να καταβροχθίζει λαίμαργα τους ψημένους καρπούς γιατί οι μυρωδιές από τα γλυκά που φούρνιζε η μάνα είχαν εξάψει την πείνα του, όχι τόσο πολύ ωστόσο για να υποκύψει στη γεύση της πηχτής που ήταν έτοιμη στο ψυγείο. Αυτή τη ζελατίνα δεν την άντεχε, άσε που θυμόταν και το γουρουνάκι.
Ήταν ήσυχη η νύχτα, το φεγγάρι έπαιζε στη γαλήνια θάλασσα, τα παιδιά χαίρονταν τις διακοπές των Χριστουγέννων. «Δεν κάνεις καμιά επανάληψη στα ελληνικά σου;» είπε ο πατέρας. Κι ο μικρός που η γονική ιδιορρυθμία τού είχε δώσει αυτό το σπάνιο όνομα –«άκου Προμηθέας!», είπαν στο νησί όταν βαφτίστηκε και πάλι καλά δηλαδή που ο παπα-Ερμόλαος δεν είχε αντιρρήσεις, υπέφερε άλλωστε κι αυτός από το όνομά του–, σηκώθηκε να πάρει τον «Προμηθέα» που διδασκόταν πότε σαν ποίημα και πότε σαν παραμύθι, για να διαβάσει πάλι για τον Ήφαιστο, τη Βία και το Κράτος που καρφώσανε τον φιλάνθρωπο Τιτάνα στο βράχο του Καύκασου, για την ερημιά του εγκάθειρκτου προπάτορα στου Σκύθη τα περάσματα, για τα αδαμάντινα δεσμά.

Άκουγε ο πατέρας τον μικρό να διαβάζει μεγαλόφωνα και στοχαζόταν πώς είχε ξεμείνει κι αυτός σε τούτη την ερημιά. Ή μήπως ήταν κάποια τιμωρία; Καμιά αγάπη δεν σε ξεγελά στον τόπο που Κράτος και Βία σε οδηγούν, παρά μόνο η θυσία. Στα βρόχια, στα ψηλόγκρεμνα βράχια, έβλεπε πάλι αυτόν που χάρισε στους εφήμερους του παντέχνου πυρός το σέλας και απορούσε με τους αφελείς μεσολαβητές που φαντάστηκαν ότι θα πάψει το φιλάνθρωπο τρόπο του, ότι θα στέρξει ποτέ του Διός την τυραννίδα. Ένας ευεργέτης πώς δένεται σε δυσχείμερο φαράγγι κι ούτε φωνή ούτε μορφή ξαναβλέπει ανθρώπου; Ας λένε ότι θέλουν για την υπέρβιον ύβριν αυτοί που προσκυνούν θεούς. Η φοίβη φλόγα χάνονταν στη νύχτα αλλά αυτός που κρύβεται στην πάχνη της αυγής, υποδεχόταν πάλι τον πόνο που τρυπά. Αναίτια εξόριστος, τον λιώνει αυτό που είπαν κρίμα κι ο Λυτρωτής δεν θα λάβει τη φύση του εφέτος. Πέραν δίκης. Πέραν δίκης, λέει, οι τιμές που έδωσε στους ανθρώπους. Για τη λίαν φιλότητα στους ανθρώπους, απέχθεια των θεών κερδίζει. Ορθοστάδην λοιπόν στην ατερπή πέτρα, με άκαμπτο γόνυ ο έχθιστος στους θεούς αρνιόταν ότι «ελεύθερος ούτις εστί πλην Διός». Δέθηκε. Και η σφήνα στο στέρνο.
Μια φωνή, ύστερα κι άλλη και μετά πλήθος έκοψαν την ανάγνωση, το στοχασμό, τα μαγειρέματα. Πριν μιλήσουν χτύπησε το τηλέφωνο. «Πρόεδρε, μια βάρκα βγήκε στο ψαραδολίμανο. Άντρες, μωρά, γυναίκες». Κατάλαβε. Φόρεσε το παλιό πανωφόρι και βγήκε. Βούτηξαν στα νερά, κόπηκαν στα βράχια, ίδρωσαν μες το καταχείμωνο…
… Στη μικρή εκκλησία πενήντα άνθρωποι είχαν στρώσει με μια τάξη που φανέρωνε το σεβασμό και τη γνώση που έφερναν από τη γη που ξεριζώθηκαν. Ένας γέρος με βιβλική γενειάδα, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, φαινόταν να συντονίζει τους πρόσφυγες που ήταν όλοι από μια μικρή πόλη Ασσυρίων έξω από το Χαλέπι. Είχαν προλάβει να ξεφύγουν την τελευταία στιγμή πριν μπουν οι αντάρτες. «Γιουσούφ… Ιωσήφ…» είπε ο γέρος κι έδωσε το χέρι στον πρόεδρο. Τον κοίταξε στα μάτια. Ήθελε να του πει πως ήρθε τη βραδιά που μιλούσε στο γιο του για τον δίο αιθέρα, τις ταχύπτερες πνοές, των ποταμών τις πηγές, το γέλιο των κυμάτων, την παμμητέρα γη και τον παντεπόπτη ήλιο. Να του μιλήσει για τον αθλοφόρο θεό ενός μυριετούς χρόνου, τον απαράμυθο γιο του Κρόνου που κάποτε κυβερνούσε αυτόν τον κόσμο και δεχόταν κάθε ξένο, μα και για τους νέους οιακονόμους του Ολύμπου που είχανε δέσει με ασύντριφτα δεσμά κάθε άνθρωπο, κάθε Προμηθέα. Τον κοίταζε κι έβλεπε τα πιο μεγάλα ποτάμια του κόσμου, τον Τίγρη και τον Ευφράτη, να έχουν πετρώσει στα μάτια του. Η αρχαία δροσιά τους είχε γίνει ξερή γη και μονάχα η υγρασία της βροχής γύρω θύμιζε πως υπάρχει ακόμη νερό στη γη.
Δυο αυγές μετά, στη μικρή εκκλησιά του νησιού ο Γιουσούφ φόρεσε το πετραχήλι του παπα- Ερμόλαου και λειτούργησε τον προαιώνιο λόγο που γεννούσε η Παρθένος, στη γη που προσήγε σπήλαιο στον Απρόσιτο. Αδήριτο το σθένος της ανάγκης. Ήταν Ιακωβίτης ιερέας ο Γιουσούφ και ο πρόεδρος δεν δίστασε να πάρει την απόφαση. Κάποιος πήγε να πει «μα είναι αιρετικοί, μονοφυσίτες οι Ιακωβίτες» μα τον κοίταξε μ’ εκείνο το βλέμμα που σε πάγωνε και άλλος δεν τόλμησε να βγάλει μιλιά. Είχε ξαγρυπνήσει μέχρι την ώρα που άρχισε να χτυπά χαρούμενα η καμπάνα. Η εκκλησία γέμισε αγουροξυπνημένους ανθρώπους, μέχρι κι ο γερο Θεριανός που δεν πάταγε σε εκκλησιά εμφανίστηκε. Δυο μωρά κλαίγανε για το ίσο. Τα κορίτσια καμαρώνανε με τα καινούργια τους φορέματα. Όλοι μαζί με φάλτσες φωνές λέγανε το «Σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Κι ήταν σαν αύρες που λύτρωναν την προσμονή οι φωνές, σαν την αγάπη που φυσά και περνά τις αστραφτερές πόρτες με το απέραστο κατώφλι, κι ήταν σαν να φώτιζαν και να ζέσταιναν τους κρυερούς και μουχλιαστούς τόπους, τον χάλκινο φραγμό τρυπώντας και την τριπλή σειρά του σκοταδιού.
Χαίρονταν όλοι. Κι ας ήξεραν πως οι τυφλές ελπίδες που μοίραζε η γέννηση και η γλώσσα με την υψηγορία της δεν αρκούσαν για να φωτίσουν τον κόσμο. Οι έποικοι της αγνής Ασίας, της Κολχίδας οι παρθένες, ο Σκύθης όμιλος και της Αραβίας το άρειον άνθος, πάντα θα θρηνούν, θα βογκάει του πόντου ο κλύδωνας, δεν θα πάψει να στηθοκοπιέται ο βυθός, να τρέμει ο κελαινός ο Άδης. Ασήκωτη η θλίψη στις πηγές των ποταμών που οδηγούν εδώ αυτά τα ανθρώπινα κύματα κι η τέχνη θα είναι πάντα ασθενέστερη της ανάγκης. Μα πάντα, όσο πάσχει ο φιλάνθρωπος Τιτάνας, πάντα θα συνταράσσεται η κτίση. Μέχρι να πάει στον Καύκασο κάποιος Ηρακλής για να τον λύσει.
«Η προφητεία του Ερμή» είπε κάποια στιγμή ο μικρός Προμηθέας κι ο πατέρας του έκλεισε το μάτι. Γύρω κοίταζαν απορημένοι. «Να, διαβάζαμε τις προάλλες Αισχύλο» εξήγησε, «και όσα έλεγε ο αγγελιοφόρος των θεών στον καρφωμένο στον Καύκασο Προμηθέα. Πως τέρμα σε αυτά τα μαρτύρια μην προσδοκάς πριν φανεί κάποιος θεός που θα διαδεχθεί τους δικούς σου πόνους και κατεβεί στον αφώτιστο Άδη και στα ζοφερά του Τάρταρου βάθη».
«Καλά Χριστούγεννα Προμηθέα!» ακούστηκε η φωνή του Γιουσούφ που έλαμπε από χαρά μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά.

Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Inhabitants No4, 2016, έπιπλα, ρητίνη και εποξικό χρώμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου