31/1/09

Για την εξέγερση των νέων

Μια πρώτη προσπάθεια θεωρητικής αποτίμησης
Αφιέρωμα, επιμέλεια Άλκης Ρήγος
τχ. 316, 11/1/2009



Εισαγωγικό
Εν μέσω των κινητοποιήσεων, ήδη από την πρώτη εβδομάδα τους, ως «Αναγνώσεις» αναγγείλαμε αυτό το αφιέρωμα. Αποφασίσαμε δηλαδή να επιχειρήσουμε μια προσέγγιση του κοινωνικού φαινομένου της Εξέγερσης των Νέων που μας συγκλονίζει, απ’ τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου μέχρι σήμερα. Αξιοποιώντας το πλούσιο περιγραφικό και εμπειρικό υλικό, που ήδη έχει συσσωρευτεί και καταγραφεί, θα επιχειρήσουμε μια προσέγγιση μέσα από την θεωρητική οπτική που μας προσφέρει κυρίως η «Συγκρουσιακή Πολιτική», αυτός ο σχετικά νέος κλάδος της Συγκριτικής Πολιτικής Ανάλυσης.
Έχουμε πλήρη επίγνωση της δυσκολίας του εγχειρήματος, μα ακριβώς και για τούτο του ευρύτερου ενδιαφέροντός του. Σπάνια άλλωστε η θεωρητική ανάλυση στις κοινωνικές επιστήμες επιχειρεί την προσέγγιση ενός γεγονότος την ώρα που αυτό βρίσκεται σε εξέλιξη και μάλιστα σε συνθήκες κοινωνικού βρασμού.



Για την εξέγερση των νέων

Του Άλκη ΡΗΓΟΥ


Οι συλλογικές δράσεις, τα ευφάνταστα ρεπερτόρια, που ζήσαμε σ’ όλη τη χώρα και είδαμε με διαβαθμίσεις να εξαπλώνονται σε πόλεις και χώρες μακρινές, κατ’ αρχήν ως εκδηλώσεις συμπαράστασης, η προκλητική βία των Κατασταλτικών Μηχανισμών του Κράτους, καθώς και η συνακόλουθη άλογη εν πολλοίς βία ετερόκλητων στοιχείων και η άδολη οργή, που σε κάθε κοινωνική εξέγερση εμφανίζονται στην ιστορική διαδρομή των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων, αλλά και η υπεύθυνη στάση αλληλεγγύης μεγάλου τμήματος της κοινωνίας -παρά τις περί του αντιθέτου προσπάθειες της κυρίαρχης «εικονολογίας» και τους συντηρητικούς έως ακροδεξιούς κρωγμούς- καθώς και μεγάλου αριθμού διανοουμένων, όπως και ο Λόγος του Προέδρου της Δημοκρατίας και, ακόμη σπανιότερο, ίσως μοναδικό στην εκκλησιαστική μας ιστορία, ο ρηξικέλευθος Λόγος επί της ουσίας του Ορθόδοξου Αρχιεπισκόπου, αποτελούν ένα συνδυασμό ευκαιριών και απειλών, οι οποίες επιδρούν με τρόπο καταλυτικό, πρωτογενώς ή δευτερογενώς, στην ανάληψη των συλλογικών δράσεων των νέων συμπολιτών και απαιτούν μια ευρύτερη προσπάθεια κατανόησης.
Και όλα αυτά μέσα στο δύσοσμο κλίμα της περιόδου, εσμού συνεχών σκανδάλων, σχέσεων πολιτικών με εκβιαστές και μοναχούς επιχειρηματίες, ενσυνείδητης διάλυσης και των πιο στοιχειωδών υπηρεσιών κοινωνικού κράτους, κυβερνητικής απαξίωσης Θεσμών και Ανεξάρτητων Αρχών, ανοικτής εμπλοκής της Δικαιοσύνης στις κυβερνητικές επιλογές, παράκαμψης των δεσμεύσεων του άρθρου 16 του Συντάγματος, την επελαύνουσα οικονομική κρίση, τη συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας και των λεγόμενων «ευέλικτων» μορφών υποαπασχόλησης, την κατάρρευση των νεοφιλελεύθερων αγοραίων προταγμάτων, που έχουν ως άμεση συνέπεια την ένταση της ανασφάλειας και αβεβαιότητας για το αύριο, κυρίως των νέων. Τη σκληρή διαπίστωση ότι για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ιστορία το αύριο που χτίζουν οι ενήλικες για τα παιδιά τους είναι χειρότερο από το παρόν που ζούνε, την ίδια ώρα που τα μεγαλώνουν ως πρίγκιπες-καταναλωτές...
Τα προμηνύματα της έκρηξης του αυθόρμητου αυτού Κινήματος πολλά, η ανικανότητα ανάγνωσής τους από το οικονομικό-πολιτικό σύστημα ακόμη πιο μεγάλη. Τα περσινό καίριο και σκληρό μήνυμα του κουκουλοφόρου έφηβου της Greenpeace ξεχάστηκε σύντομα, το ξέσπασμα των Παρισινών προαστίων επίσης.
Χρειάστηκε το γεγονός της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου, για να δούμε μπρος τα μάτια μας την πραγματικότητα της Κοινωνικής Εξέγερσης. Το αυθόρμητο δηλαδή ξέσπασμα κάτω από αυτές τις ιστορικές συνθήκες –όπως θα μας θύμιζε, αν την διαβάζαμε, η Ρόζα Λούξεμπουργκ– του Κινήματος των Νέων που όπως επιβεβαιώνει και η ιστορία για όλα τα εξεγερσιακά κινήματα, ποτέ δεν «κατασκευάζεται» ούτε μπορεί να είναι αποτέλεσμα σχεδιασμού οποιουδήποτε.
Κάποιοι, και από δεξιά και από αριστερά, είτε δεν διαθέτουν πια κεραίες πρόσληψης, ή, ορθότερα, αδυνατούν να βρουν έδαφος προσέγγισης-κατανόησης, μη συμβατικών συλλογικών δράσεων, μέσα στα δομημένα αυστηρά ιεραρχημένα και θεσμικά τακτοποιημένα συστημικά τους πλαίσια. Γι’ αυτό και έσπευσαν να μιλήσουν για «απολίτικες» πράξεις ανομίας, για άναρχο ξέσπασμα, χωρίς συγκεκριμένα αιτήματα κ.λ.π. Όμως ο Λόγος που εξέπεμψε η Εξέγερση, μέσα στη δράση των υποκειμένων που την συγκροτούν –σε πείσμα των εύκολων αναλύσεων- είναι βαθιά, επί της ουσίας πολιτικός, μόνο που είναι επίσης επί της ουσίας αντισυστημικός!
Και ακριβώς ίσως γι’ αυτό, συνένωσε, σε μια νέα Συλλογική Ταυτότητα, τόσο διαφορετικές και σχετικά απομονωμένες μεταξύ τους διαταξικές ομάδες, μαθητών, φοιτητών, νέων ανέργων ή «ελαστικά» υποαπασχολούμενων, νέων οικονομικών μεταναστών, περιθωριοποιημένων μα και πολιτικά συγκροτημένων ακτιβιστών, σε μια νέα διακεκριμένη κοινωνική κατηγορία -όπως θα έλεγε και ο Νίκος Πουλαντζάς- που το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι η υπερπροσδιοριστική της σχέση με την ιδεολογικό-πολιτική σφαίρα. Γεγονός που της επέτρεψε, μέσα από τη βιωματική δυναμικότητα της σχέσης ιδιωτικού και δημόσιου, στο δρόμο της διαδήλωσης, να κατανοήσει με μια εκπλήσσουσα ταχύτητα –πάντα η πύκνωση του ιστορικού χρόνου σε παρόμοιες καταστάσεις είναι εντυπωσιακή– τη συνολική αξιακή αμφισβήτηση του κυρίαρχου συστήματος. Γι’ αυτό και απαιτεί την Υπέρβασή του. Αμφισβητεί τις ιεραρχήσεις του. Απορρίπτει τους έτσι και αλλιώς αφερέγγυους θεσμούς του και τα Πολιτικά Υποκείμενα διαχείρισης τους και τολμά να... ονειρεύεται, αναζητώντας να ξαναδώσει αξιακό νόημα στην καθημερινότητα της ζωής.
Και επειδή οι Κοινωνικές Εξεγέρσεις δεν γίνονται σε αποστειρωμένες συνθήκες χημείου, ούτε ακολουθούν προδιαγεγραμμένες μορφές δράσης, όλα αυτά εμφανίστηκαν μέσα από φαινομενικά ετερόκλητα, ποικίλα και αντιφατικά ρεπερτόρια δράσης, συγκροτώντας οριζόντια δίκτυα επικοινωνίας, που εξαπλώθηκαν επίσης σε μηδέν χρόνο –οι διαδικτυακοί τόποι και τα μηνύματα των κινητών τηλεφώνων μηδενίζουν αποστάσεις και επιτρέπουν την άμεση διάχυση πληροφοριών και εικόνων- παντού της χώρας, της Ευρώπης, του πλανήτη.
Ενώ η αμεσοδημοκρατική ευφάνταστη λειτουργία και οργάνωσή της, που επίσης εμφανίζεται σε κάθε κοινωνική εξέγερση, κατανοήθηκε (επίσης σημαντικό στοιχείο ωριμότητας) όχι ως αυτοσκοπός αλλά ως μέσο για τη συνέχεια, εμπλουτισμό και εμβάθυνση του ρεπερτορίου των ρήξεων και ανατροπών και σε άλλα πολιτιστικά πεδία π.χ. θεατρικές παραστάσεις, μουσικές εκδηλώσεις, ακόμη και στο... αστικό άβατο του Μεγάρου Μουσικής.
Και είναι ακριβώς όλα αυτά που συνιστούν το γεγονός της υπέρβασης των ορίων και ρεπερτορίων των συμβατικών συλλογικών δράσεων των συστημικών δυνάμεων –εδώ η βαθύτερη εξήγηση της «υπεύθυνης» στάσης του ΚΚΕ- που για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση ένοιωσαν φόβο, και με το δίκιο τους, απέναντι σ’ αυτή την Εξέγερση που τολμά να επαναεπικαιροποιεί άλλες αξίες, εκτός από τις αγοραίες αυτοδιαψευδόμενες ρητορείες τους. Κάτι που όμως ενδόμυχα συνειδητοποίησε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, το οποίο για άλλη μια φορά στην Ιστορία μας –η προηγούμενη αφορούσε το αντιδικτατορικό Φοιτητικό Κίνημα– φαίνεται να ακουμπά στις πλάτες της Νεολαίας μια ιδιότυπη εξουσιοδότηση ελπίδας. Γεγονός που δεν επέτρεψε –τουλάχιστον στην καθολικότητα που προσδοκούσαν οι συστημικές δυνάμεις- τη δημιουργία συντηρητικών μικροαστικών αντανακλαστικών.
Βέβαια, η προσπάθεια θα συνεχισθεί, ελπίζοντας στην κάμψη της αγωνιστικότητας, στον κορεσμό, στη συνεχή προβολή και μεγέθυνση των όποιων ανομικών συμπεριφορών, στη δημιουργία όρων «συναίνεσης» και «κοινωνικού φρονηματισμού», στη στοχοποίηση των πιο αδύναμων κρίκων του νέου συλλογικού Υποκειμένου –κυρίως τους οικονομικούς μετανάστες και υποαπασχολούμενους– στο πλαίσιο της κυρίαρχης «πραγματικής οικονομίας», των Διεθνών εξελίξεων, της επανεμφάνισης της ντόπιας τρομοκρατίας...
Κι εδώ ο ρόλος της Ριζοσπαστικής Ανανεωτικής Αριστεράς –που δεν υπέκυψε στις ενορχηστρωμένες προσπάθειες μετατροπής της σε αποδιοπομπαίο τράγο του πολιτικού συστήματος– οφείλει να παραμείνει σταθερός: με τη συνέχιση της συμμετοχής και στήριξης του αυθόρμητου ιστορικού ξεσπάσματος της εξέγερσης, κατανοώντας τη δυναμική αντιφατικότητα της εξέλιξής της, αναλαμβάνοντας το κόστος ευθύνης για αυτή τη στάση της και, αν το κατορθώσει, να επιχειρήσει όχι να υποκαταστήσει το κίνημα αλλά να βοηθήσει στην ουσιαστική συνέχεια και διεύρυνση των επιδράσεών του στο κοινωνικό-πολιτισμικό αύριο.
Για έναν κόσμο χωρίς αλλοτρίωση και εκμετάλλευση. Για ένα συνεχώς διευρυνόμενο, Δημοκρατικό επί της ουσίας, αύριο, σε όλους τους κοινωνικούς αρμούς. Για την αξία της προσωπικής αξιοπρέπειας που απαιτούν οι Νέοι συμπολίτες μας.



Η ερμηνεία του κόσμου και η αλλαγή του...

Του Σεραφείμ Ι. ΣΕΦΕΡΙΑΔΗ


Στις φίλαυτες (και συχνά φλύαρες) αναλύσεις των ημερών, αποκαλύπτονται τρόποι σκέψης που σε άλλες, ηρεμότερες συγκυρίες παραμένουν λανθάνοντες και συγκαλυμμένοι. Ενδόμυχα και δραματικά, η κοινωνία διαισθάνεται τη σημαίνουσα εξέλιξη, όμως, καθώς η πραγματικότητα είναι πολύπλευρη και ρευστή, η συνειδητοποίησή της (που αποτελεί και βασική προϋπόθεση για το μετασχηματισμό της σε πολιτικό κεφάλαιο) απαιτεί ακριβή περιγραφή και ονοματισμό. Αλλιώς, ελλοχεύει ο κίνδυνος της εννοιακής απροσδιοριστίας, με όλα τα αρνητικά παρεπόμενα: nomina si nescis perit et cognitio rerum (αγνοώντας το όνομα χάνεται και η γνώση του αντικειμένου). Προτού επιχειρηθεί η θεωρητική αποτίμηση, πρέπει κανείς να μιλήσει απλά: να αποδώσει την εμπειρία όπως αυτή βιώνεται συγχρονικά. Τι έχουμε εδώ;
Εύκολα γίνεται αντιληπτό, σε όποιον παρατηρεί τις εξελίξεις, πως η πραγματικότητα της νεολαιίστικης εξέγερσης έγινε (και γίνεται) αντιληπτή μέσα από δυο αντιτιθέμενα πρίσματα. Η διαφορά τους δεν έγκειται τόσο (ή κυρίως) στην επισήμανση αιτιωδών παραγόντων: ούτε στην καταδίκη της διάχυτης διαφθοράς του συστήματος, ούτε στη στηλίτευση της αστυνομικής βίας (και εν γένει ανεπάρκειας), ούτε καν στην διεκτραγώδηση των προοπτικών της νεολαίας στα χρόνια του καπιταλισμού της καταστροφής. Αντίστοιχες καταγγελίες αποπέμφθηκαν από όλες τις πτέρυγες της Βουλής και ιδεολογικές αποχρώσεις (παραδόξως ακόμη και από την ίδια την κυβέρνηση, που συχνά προσεγγίζει τα προβλήματα λες και δεν είναι αυτή που κυβερνά). Η βασική διαχωριστική γραμμή της συγκυρίας δεν βρίσκεται λοιπόν εδώ, αλλά σε μια διάσταση πρότερη και, ως εκ τούτου, θεμελιωδέστερη: στο αν και κατά πόσον οι καταγγέλλοντες επιθυμούν αλλαγή της ζοφερής πραγματικότητας ή όχι.
Ίσως αντιταχθεί —και σωστά— ότι όλοι όσοι «καταγγέλλουν» διακηρύττουν ταυτόχρονα ότι επιθυμούν αλλαγές και μάλιστα, κατά περίπτωση, ριζικές (π.χ. ΚΚΕ). Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η ιδιαιτερότητα της κινηματικής συγκυρίας: στο ότι θέτει κάθε τέτοια διακήρυξη ενώπιον άμεσων πραξιακών ευθυνών. Δεν αρκεί πλέον η διατύπωση προθέσεων, απαιτούνται δράσεις. Εδώ είναι που ανακύπτουν οι διαφορές ανάμεσα στα δυο βασικά αναλυτικά πρίσματα.

Η «ορθοφρονούσα» σύμβαση...

Όσοι παρατηρούν και ερμηνεύουν τα γεγονότα μέσα από το πρώτο πρίσμα, χρησιμοποιούν τα βίαια παρεπόμενα της έκρηξης —τις «κουκούλες»— ως αφορμή για την εν γένει καταγγελία των μαχητικών συλλογικών δράσεων. Δεν το κάνουν βέβαια γιατί ενδιαφέρονται για μια πιο αποτελεσματική απάντηση στα αδιέξοδα των καιρών, αλλά για το ακριβώς αντίθετο: διότι ενδόμυχα και αδιάψευστα διαισθάνονται ότι αυτές οι μαχητικές δράσεις (με όλες τους τις κληροδοτημένες και επίκτητες ανεπάρκειες) ενδέχεται και να αποτελούν πρώτα σκιρτήματα καθ’ οδόν προς μια τέτοια αποτελεσματική απάντηση —που θα αναδεικνύει τις συστημικές καταβολές των προβλημάτων και με μεστό προγραμματικό λόγο θα κινητοποιεί δράσεις ώριμες και μαζικές. Κάποιοι ενδέχεται και να μην το συνειδητοποιούν, όμως αυτό αποτελεί και τη μεγάλη τους ανομολόγητη ανησυχία: μην τυχόν και τα βίαια παρεπόμενα εξαλειφθούν και οι μαζικές —πλην όμως μαχητικές— συλλογικές δράσεις καταστούν ο διεκδικητικός κανόνας. Συναφώς, και η μεμψιμοιρία τους ότι η νεολαία δεν διαθέτει πλήρως επεξεργασμένες «προτάσεις», δεν αποτελεί παρά συγκαλυμμένη αντίδραση στο μεγάλο αίτημα για ριζικές αλλαγές —στην παιδεία, την υγεία και την ασφάλιση κτλ— που εκ των πραγμάτων αναδύεται.
Είναι άραγε η συμπεριφορά αυτή —η εκπομπή προσχηματικού αντιπολιτευτικού λόγου— φαινόμενο καινοφανές ή παράδοξο; Για όποιον διαθέτει έστω και στοιχειώδεις αναλυτικές ικανότητες (και ιστορική γείωση), καθόλου. Κάθε θεσμικός διακανονισμός περιλαμβάνει προσεκτικά διαμορφωμένους «αντιπολιτευτικούς» θύλακες, ρόλους που ψέγουν όχι για να επιφέρουν αλλαγές, αλλά για να κατοχυρώσουν τη θεσμική τους θέση στο πλαίσιο των καθεστωτικών λειτουργιών. Στη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων πρόκειται για τις λεγόμενες συμβατικές συλλογικές δράσεις —πρακτικές πλήρως ενσωματωμένες στις υφιστάμενες συστημικές λειτουργίες, από τις οποίες είναι εντελώς απίθανο να προκύψουν ουσιώδεις αλλαγές: κινητοποιήσεις χωρίς προοπτική κλιμάκωσης ή συνέχεια, πορείες... στη Βαρυμπόμπη (όπως καταπληκτικά πρότεινε και μια λαλίστατη δημοτική σύμβουλος), που δεν σκοπεύουν παρά στην εκτόνωση (δράσεις-αναγκαίο κακό ή, στην καλύτερη περίπτωση, φετίχ).
Αυτές οι καθεστωτικές εμμονές είναι που εξηγούν και την τάση των «ορθοφρονούντων» αναλυτών να προσλαμβάνουν τις πρόσφατες συλλογικές δράσεις ως φαινόμενα κατά βάση —αν όχι αποκλειστικά— παθολογικά (συχνά με επιχειρήματα του τύπου όπερ έδει δείξαι). Αγνοούν βέβαια πόσο παλιά και προβλέψιμη είναι η ιερή τους αγανάκτηση —κυριολεκτικά σύμφυτη με την ιστορία της μελέτης των συλλογικών δράσεων και των κοινωνικών κινημάτων. Η σχολή που μέχρι πρότινος δέσποζε στις συναφείς αναλύσεις ήταν η «συλλογική συμπεριφορά» (συνδυαστικά με την αλήστου μνήμης «ψυχολογία του όχλου»): χονδρικά, η άποψη πως οτιδήποτε διεκδικεί μαχητικά και πέρα από τους υφιστάμενους θεσμούς με στόχο το μετασχηματισμό τους (γνώρισμα που, ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί λυδία λίθο της κινηματικής υπόστασης) δεν αποτελεί παρά τεκμήριο κοινωνικής ανομίας. Παρακάμπτοντας το γεγονός ότι ο εκδημοκρατισμός του δημόσιου βίου επήλθε (και πάντα επέρχεται) ακριβώς μέσα από τέτοιες μαχητικές —αλλά, στα αρχικά τους στάδια, αναγκαστικά άναρθρες— διεκδικήσεις, οι αναλυτές-θιασώτες του συμβατικού ρεπερτορίου προδίδουν, στην καλύτερη περίπτωση, έλλειψη ιστορικής προοπτικής.
Οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της συμβατικής επιχειρηματολογίας αποτελεί βέβαια και η ρομαντική επίκληση ενός μυθικού (δηλαδή ανύπαρκτου) παρελθόντος —όπου οι επαναστάτες φορούσαν μόνο προλεταριακές τραγιάσκες, έτρωγαν «φρέσκα φασολάκια» (κατά την αιχμηρή Σαββοπουλική σάτιρα) και διεξήγαγαν την πολιτική τους αποκλειστικά μέσω δοκιμίων. Στόχος εδώ δεν είναι βέβαια ο εξωραϊσμός του παρελθόντος, αλλά η καταγγελία του παρόντος. Η συνήθης επίκληση των αγωνιστών του Πολυτεχνείου, λ.χ., δεν γίνεται για να προβληθούν τα δικά τους πολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά για να συκοφαντηθούν οι αγωνιστές του σήμερα. (Και βέβαια το ίδιο γινόταν και παλιά —όταν οι επικλήσεις της εθνικής αντίστασης αποτελούσαν πρόσχημα για να χαρακτηριστεί η εξέγερση του Πολυτεχνείου «προβοκάτσια», κ.ο.κ. μια παραληρηματικά ατέρμονα reductio ad absurdum).


...και η διεκδίκηση της κοινωνικής αλλαγής

Οι διαπιστώσεις αυτές στρέφουν την προσοχή μας στο εναλλακτικό πρίσμα της κινηματικής παρεμπόδισης —που αντιλαμβάνεται τις συλλογικές δράσεις όχι ως απλές τελετουργίες για την επιτέλεση προκαθορισμένων καθεστωτικών ρόλων, αλλά ως μοχλούς πολιτικής ενεργοποίησης (ακριβώς επειδή οι υφιστάμενοι θεσμοί δεν αρκούν για την επεξεργασία των αναγκών και των αιτημάτων της κοινωνίας). Στην προσέγγιση αυτή δεσπόζει μια δυναμική επιστημική θέαση των πραγμάτων και των προβλημάτων που αέναα ανακύπτουν, καθώς αναδύεται δεσπόζων ο κομβικός ρόλος της πολιτικής —όπου προδικασμένες νομοτέλειες και βεβαιότητες δεν υπάρχουν, και οι κρίσιμες εκβάσεις είναι προϊόν εμπρόθετων, συνειδητών παρεμβάσεων. Η παρεμπόδιση δεν επιδιώκει τον εθιμοτυπικό κατευνασμό της κοινωνικής διαμαρτυρίας, αλλά την άσκηση πραγματικής και ουσιαστικής πίεσης (: παρεμπόδισης), με στόχο ακριβώς το θεσμικό και συστημικό μετασχηματισμό. Στόχος της δεν είναι απλώς η «ερμηνεία» του κόσμου, αλλά η αλλαγή του.
Στη δύσκολη συγκυρία που διανύουμε, σκόπιμο είναι επίσης να αναλογιστούμε ένα εξαιρετικής σημασίας πόρισμα της θεωρίας των κοινωνικών κινημάτων (βλ., κυρίως, Sidney Tarrow, Democracy and Disorder: Protest and Politics in Italy 1965-1975, Oxford: Claredon Press, 1989): Ότι η ανερμάτιστη βία —της βλαπτικής και ατελέσφορης ατομικής τρομοκρατίας συμπεριλαμβανομένης— ιστορικά γνωρίζει έξαρση όχι στον αντίποδα, αλλά στην προέκταση της σύμβασης —ως διαφορετική εκδοχή και έκφανση της ίδιας πολιτικής απελπισίας. Η συγκρουσιακή παρεμπόδιση δεν την υποδαυλίζει, αλλά την αποτρέπει.
Καταλήγοντας, όμως, ας σκεφτούμε το παρακάτω παράθεμα (Sidney Tarrow «Cycles of Collective Action: Between Moments of Madness and the Repertoire of Contention», στο Mark Traugott, (επιμ.) Repertoires & Cycles of Collective Action, Durham/ Λονδίνο: Duke University Press, 1995, σ. 110-11):
«Λίγοι άνθρωποι τολμούν να διαρρήξουν την κρούστα της σύμβασης. Όταν το επιχειρούν... δημιουργούν ευκαιρίες και υποδείγματα για τους άλλους. Οι [συγκυρίες αυτές]...εμφανίζονται ως απότομες κορυφώσεις στη μακρά καμπύλη της ιστορίας. Όσο διαρκούν, εμφανίζονται νέες μορφές διεκδίκησης, σαν εκλάμψεις, ...ενώ ο ρυθμός απορρόφησής τους στις υφιστάμενες διεκδικητικές ρουτίνες είναι αργός και μερικός. Όμως οι συγκρουσιακοί κύκλοι που προκαλούνται διαρκούν πολύ περισσότερο και έχουν [πολύ] ευρύτερη επίδραση[:]...είναι...σαν ένα παλιρροϊκό κύμα που λειαίνει το έδαφος και αφήνει προσχωματικά αποθέματα στο διάβα του...»


Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι επίκουρος καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) και γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης



Οργάνωση, Λόγος και Ρεπερτόριο της εξέγερσης Μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα


Του Δημήτρη ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

Για να καταλάβουμε τη δυναμική της κινητοποίησης, πρέπει να εστιάσουμε, εκτός από τα γενεσιουργά αίτια της εξέγερσης, στην οργάνωση, τον πολιτικό και προγραμματικό λόγο των εξεγερμένων, καθώς και στο ρεπερτόριό τους. Τα γενεσιουργά αίτια μπορούν να εξηγήσουν γιατί ξεσπά μια εξέγερση και ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που την τρέφουν στη συνέχεια, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει την εξέλιξη και τα αποτελέσματά της. Η εξέλιξη εξαρτάται από παράγοντες σαν αυτούς που αμέσως θα εξετάσουμε.
Όσον αφορά στην οργάνωση, πρέπει να τονίσουμε ότι τους κρίσιμους οργανωτικούς πόρους προσέφεραν στην εξέγερση αυτοί που προσέφεραν και τον κρίσιμο όγκο των διεκδικητών, δηλαδή οι μαθητές και οι φοιτητές. Συγκεκριμένα, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια διαθέτουν τα ίδια δομές που συγκεντρώνουν και οργανώνουν τους μαθητές και τους φοιτητές αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η οργάνωσή τους. Το κρίσιμο βέβαια ήταν να οργανωθούν οι μαθητές, καθώς οι φοιτητές, όντας οργανωμένοι στους συλλόγους τους και με την οργανωτική ετοιμότητα την κληρονομημένη από τον πρόσφατο αγώνα για την υπεράσπιση του άρθρου 16, έμοιαζαν «σαν έτοιμοι από καιρό». Οι μαθητές λοιπόν οργανώθηκαν γύρω από δύο Συντονιστικά, το Συντονιστικό «Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος», που συσπειρώνει την πλειοψηφία των σχολείων και αποτέλεσε απότοκο της κινητοποίησης, και το ΣΑΣΑ, που συνδέεται με το ΚΚΕ. Οργανωτικούς πόρους προσέφεραν και τα κόμματα και οι οργανώσεις της Αριστεράς, εξωκοινοβουλευτικής ή μη. Στην πορεία των κινητοποιήσεων δημιουργήθηκαν δύο μπλοκ. Το πρώτο, το οποίο συγκέντρωνε τη μεγάλη πλειοψηφία των εξεγερμένων, αποτελούνταν από το Συντονιστικό μαθητών «Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος», το Συντονιστικό Φοιτητικών Συνελεύσεων και Καταλήψεων, οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και κάποια πρωτοβάθμια σωματεία εργαζομένων. Σε αυτό το μπλοκ τοποθετούνται και οι αντιεξουσιαστές, μαζί με όλους όσους υιοθετούν τα σύμβολα (κουκούλες) και τις πρακτικές τους, για τους οποίους πρέπει ωστόσο να υπογραμμίσουμε ότι σπανίως βρέθηκαν σε συντονισμό με το υπόλοιπο μπλοκ. Το δεύτερο μπλοκ, το οποίο ελέγχεται από το ΚΚΕ, αποτελούταν από το ΣΑΣΑ, φοιτητικούς συλλόγους που ελέγχονται από την ΠΚΣ και πρωτοβάθμια σωματεία του ΠΑΜΕ.
Τα οργανωτικά χαρακτηριστικά των δύο μπλοκ ήταν αρκετά διαφορετικά. Το πρώτο χαρακτηρίζεται από το δικτυακό τρόπο οργάνωσης, γεγονός που βοηθά το συντονισμό ετερόκλητων στοιχείων, ενώ το δεύτερο εγγράφεται στο κλασικό πρότυπο του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Ο δικτυακός τρόπος οργάνωσης απ’ τη μια και ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός από την άλλη, συνδέονται με έναν κρίσιμο παράγοντα: τη μαζικότητα. Ο δικτυακός τρόπος οργάνωσης επιτρέπει σε άτομα, ομάδες και οργανώσεις να συμμετάσχουν χωρίς αυστηρές προϋποθέσεις, αφήνοντας στα ίδια και στις ίδιες να επιλέξουν το βαθμό και το χρόνο εμπλοκής τους. Σέβεται μ’ άλλα λόγια την αυτονομία τους. Επιπλέον, μειώνει τους πόρους και το γραφειοκρατικό χρόνο που χρειάζονται, φέρνοντας τα άτομα, τις ομάδες και τις οργανώσεις πιο κοντά στην απόφαση και τη δράση, βοηθώντας τους μ’ αυτό τον τρόπο να τις επανοικειοποιηθούν. Τέτοιες αρετές, που είναι κρίσιμες για την εποχή που διανύουμε, δεν διαθέτει ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός και αυτό ερμηνεύει το γεγονός ότι το πρώτο μπλοκ ήταν πολύ πιο μαζικό από το δεύτερο. Απ’ την άλλη, βέβαια, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός επιτρέπει μεγαλύτερο συντονισμό και οιονεί μεγαλύτερο έλεγχο του αποτελέσματος της κινητοποίησης. Η αρετή αυτή όμως, η έλλειψη της οποίας από την πλευρά του πρώτου μπλοκ προκάλεσε την κατηγορία τεσσάρων κοινοβουλευτικών κομμάτων για υπαιτιότητα όσον αφορά στις καταστροφές, δεν χρησιμοποιήθηκε προς όφελος της συγκρουσιακότητας των διεκδικητών, αλλά με σκοπό τον έλεγχό τους.
Ως εκ τούτου, όσον αφορά στη συγκρουσιακότητα, το πρώτο μπλοκ υιοθέτησε πολύ πιο συγκρουσιακές μορφές δράσης. Συνολικά, το ρεπερτόριο των διεκδικητών αποτελούταν από συγκεντρώσεις, ακτιβισμούς (ΕΡΤ, Ακρόπολη, θέατρα κλπ), καθιστικές διαμαρτυρίες (ΓΑΔΑ, Δικαστήρια, Βουλή κλπ), διαδηλώσεις (σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, σε πολλούς δήμους του Λεκανοπεδίου, αυθόρμητες και οργανωμένες), κλεισίματα δρόμων (λίγα), καταλήψεις (αυτή τη φορά ταυτόχρονα σε σχολεία και πανεπιστήμια, αλλά και στο κτίριο της ΓΣΕΕ), επιθέσεις σε Αστυνομικά Τμήματα (πρώτη φορά ενταγμένες στο κύριο ρεπερτόριο των διεκδικητών), συγκρούσεις με την αστυνομία (εκτεταμένες), καταστροφές (πιο μεγάλες από κάθε άλλη φορά). Απ’ ότι βλέπουμε, οι διεκδικητές υιοθέτησαν ένα αρκετά πλούσιο ρεπερτόριο δράσης, το οποίο περιέχει τόσο συμβατικές όσο και βίαιες μορφές δράσης, καλύπτοντας ταυτόχρονα τον ενδιάμεσο χώρο της παρεμπόδισης. Παρατηρούμε επίταση της χρήσης καθιερωμένων μορφών δράσης (διαδηλώσεις, καταλήψεις, συγκρούσεις με την αστυνομία), αλλά και ένταξη στο κύριο ρεπερτόριο μορφών δράσης που ήταν μέχρι τώρα περιθωριακές (ακτιβισμοί, καθιστικές διαμαρτυρίες, επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα, καταστροφές). Η εξέλιξη αυτή στο ρεπερτόριο δράσης αποτύπωσε αλλά και επέτρεψε την άνοδο της συγκρουσιακότητας των διεκδικητών. Αυτό βέβαια, όπως ήδη τονίσαμε, δεν αφορά εξίσου και τα δύο μπλοκ, μιας και το μπλοκ του ΚΚΕ υιοθέτησε σχεδόν αποκλειστικά συμβατικές μορφές δράσης. Το πρώτο μπλοκ αντιθέτως υιοθέτησε εξίσου όλες τις μορφές δράσης που καλύπτουν το συνεχές σύμβαση-παρεμπόδιση-βία. Αν και είναι νωρίς να κρίνουμε την αποτελεσματικότητα αυτών των επιλογών, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι συνήθως η αδυναμία των εκάστοτε διεκδικητών να παρεμποδίσουν τον ομαλό κοινωνικό βίο για τον οποίο είναι υπεύθυνη η κυβέρνηση, εμμένοντας στο συμβατικό ρεπερτόριο, είναι ατελέσφορη. Απ’ την άλλη βεβαίως και η καταστροφική βία, παρόλο το γεγονός ότι μπορεί να δρομολογήσει σημαντικές αλλαγές, δεν σημαίνει ότι αυτές θα είναι προς όφελος των διεκδικητών, μιας και πραγματοποιούνται σε συνθήκες απομόνωσής τους.
Αναφορικά δε με τον πολιτικό λόγο, παρατηρούμε ότι τα δύο προαναφερθέντα μπλοκ διαφοροποιούνται και, ως ένα βαθμό, αντιπαρατίθενται. Το πρώτο υπογραμμίζει τα βαθιά κοινωνικά αίτια της νεανικής εξέγερσης και ζητεί πτώση της κυβέρνησης και αλλαγή πολιτικής, ενώ το δεύτερο αμφισβητεί την εμβέλεια των γεγονότων, την καταλληλότητα του υποκειμένου (οι νέοι ως μαθητές, φοιτητές, εργαζόμενοι, μετανάστες δεύτερης γενιάς) και του μέσου (συγκρουσιακό ρεπερτόριο) να επιφέρουν τις παραπάνω αλλαγές.
Από αυτές τις διαφορές προκύπτουν και οι διαφορές στον προγραμματικό λόγο. Το πρώτο μπλοκ εκφέρει πολύ πιο πλούσιο προγραμματικό λόγο, στον οποίο και θα σταθώ. Δεν είναι ενιαίος, καθώς εκφέρεται από πολλές πλευρές. Ο δικτυακός τρόπος οργάνωσης και το αμεσοδημοκρατικό πρότυπο λειτουργίας στο εσωτερικό των οργάνων επέτρεψε την καταγραφή μιας πληθώρας αιτημάτων. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι τα συστατικά στοιχεία του προγραμματικού αυτού λόγου δεν είναι συμβατά μεταξύ τους. Ωστόσο, θα έλεγα ότι χαρακτηρίζεται από πλαδαρότητα και έλλειψη κωδικοποίησης. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Αυτό που επέτρεψε την εισαγωγή στη δημόσια σφαίρα όλων αυτών των αιτημάτων είναι αυτό ακριβώς που εμποδίζει και την περαιτέρω επεξεργασία τους. Η απαξίωση της γραφειοκρατικής λειτουργίας των κομμάτων, και δη των κομμουνιστικών, συμπαρέσυρε στην απαξίωση και μια σειρά από κρίσιμες λειτουργίες, που κατά κύριο λόγο αναλάμβαναν τα κόμματα και που οι διεκδικητές αδυνατούν να αναλάβουν. Αναφέρομαι στην άρθρωση του προγραμματικού λόγου μέσω της περιστολής, της συνάρθρωσης, της κωδικοποίησης και της ιεράρχησης των αιτημάτων. Χωρίς να παραγνωρίζω το ρόλο των ΜΜΕ στη διαστρέβλωση και την αποσιώπηση του προγραμματικού λόγου των διεκδικητών, θεωρώ την αδυναμία των τελευταίων να εκφέρουν σαφές προγραμματικό στίγμα ως τη μεγαλύτερη αδυναμία τους.
Φαίνεται λοιπόν ότι η επιτυχία των διεκδικητών θα εξαρτηθεί και από την ικανότητά τους να συνδυάσουν το δικτυακό τρόπο οργάνωσης με το συντονισμό, να εμπιστευθούν μη συμβατικό ρεπερτόριο δράσης, που όμως δεν θα εξοκείλει στη βία, και να επεξεργαστούν σαφή και κωδικοποιημένο προγραμματικό λόγο.


Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας



Η Γλώσσα των Συνθημάτων
(Η εξέγερση της νεολαίας μέσα από τα συνθήματα)


Η πολιτική επικοινωνία σήμερα βρίσκει πολλαπλές εκφράσεις, τόσο γλωσσικές, οπτικές, ηχητικές, μουσικές όσο και μικτές, συνδυάζοντας στην περίπτωση αυτή ένα πολύμορφο σύστημα σημείων, με τη βοήθεια των οποίων δηλώνονται σημασίες ή καλύτερα νοηματοδοτούνται πρακτικές και ιδεολογίες. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για πολιτικό λόγο σε περιόδους κρίσεων, όπου η διαμαρτυρία καθίσταται το πρωταρχικό μέσο έκφρασης και δημόσιας δράσης, ο πολιτικός λόγος, όπως αυτός εκφέρεται μέσα από τα συνθήματα, συμπυκνώνει όλη την ιδεολογικο-πολιτική ένταση της χωρο-χρονικής συγκυρίας, σκιαγραφώντας τον δημόσιο χώρο και τις σχέσεις που αναπτύσσουν τα δρώντα υποκείμενα. Η δράση έτσι των ιστορικών υποκειμένων στην εξέλιξη των γεγονότων εγγράφεται στην κατασκευή του δημόσιου χώρου, στη δημιουργία συλλογικής και ατομικής μνήμης, στην οργάνωση της πολιτικής κουλτούρας και ιδεολογίας.
Το σύνθημα, ως μια μορφή συμπυκνωμένης επικοινωνιακής δράσης, αποκτά λειτουργικότητα μέσα στο δημόσιο χώρο συντελώντας παράλληλα στην αναδιαμόρφωσή του. Το σημείο εντοπίζεται και περιγράφεται μέσα στην ανεξάντλητη ποικιλία της λειτουργικότητάς του, ποτέ καθεαυτό. Από την άποψη αυτή, δηλώνει κοινωνικο-πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές που εμπεριέχουν ερμηνευτικές πτυχές, αποδίδοντας με αυτό τον τρόπο στο υποκείμενο μια ιστορικότητα, από τη στιγμή που «μια εκδήλωση δημόσιου χαρακτήρα φαίνεται να καθορίζει πάντα την παραγωγή ενός χώρου και να τον συνδέει με ένα ιστορικό συμβάν» (M. de Certeau). Η κατασκευή λοιπόν του κοινωνικού και πολιτικού χώρου έχει άμεση σχέση με το συμβολικό και την ικανότητα της μετατροπής του τόπου σε χώρο, εφόσον μόνον μέσω της δράσης των υποκειμένων ο τόπος αποκτά διάσταση και μεταβάλλεται σε δημόσιο χώρο, ενώ το υποκείμενο αποκτά συλλογικότητα. Η πολιτική εμφανίζεται έτσι συνυφασμένη με την έννοια της δράσης, εφόσον πολιτική δραστηριότητα αναπτύσσεται μόνον με την ενεργοποίηση δράσης, στα πλαίσια ανάπτυξης σχέσεων και προσέγγισης με τον άλλον. «Ο πολιτικός λόγος γεννιέται κατευθείαν από την κοινότητα δράσης, από την κοινοποίηση λόγου και πράξεων» (H. Arendt). Άλλωστε, μόνον κάτω από τη θεώρηση της πολιτικής ως δράση γίνεται εφικτή η νοηματοδότηση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας.
Η πολιτική δράση αναφέρεται πάντα σε μια «ολότητα», λιγότερο ή περισσότερο συνειδητοποιημένη και προφανή. Είναι γεγονός πάντως ότι η πολιτική δράση γίνεται αντιληπτή «ως ένα πολύπλοκο σύνολο δημόσιου μηχανισμού και κοινωνίας πολιτών, οικονομικής δομής και πολιτιστικών, διανοητικών και ηθικών σχέσεων» (Α. Τορτορέλα σε ανάγνωση των Τετραδίων του Γκράμσι). Η εξέγερση των νέων στη χώρα μας, με αφορμή τη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου, εγείρει αιτήματα που υπέθαλπαν αγωνίες υπόκωφες, αναζητήσεις καίριες, που αγγίζουν άμεσα όλο το πολιτικο-ιδεολογικό και ηθικό πλαίσιο, το οποίο διαμορφώνει τη σημερινή σχέση των νέων με την πολιτική, και που βρήκαν τη δυνατότητα εκφοράς και έκφρασής τους μέσα από την ιστορικότητα της συγκυρίας, όπως συνδιαμορφώνεται σε μια συνεχή δυναμική εξέλιξη.
Τα συνθήματα που γράφτηκαν στους τοίχους, που ακούστηκαν στις διαδηλώσεις και πορείες τον Δεκέμβρη που πέρασε, νοηματοδοτούν την πραγματικότητα (που παρεμπιπτόντως ενέχει πολλαπλές ερμηνείες), αποκρυσταλλώνουν μέσα σε μια συγκεκριμένη συγκυρία αιτήματα που διαρθρώνουν σαφώς τη στενή αλληλεξάρτηση του ιδιωτικού με το δημόσιο, την αναζήτηση μιας νέας σχέσης με την πολιτική. Ο λόγος των συνθημάτων, συμβολική κατασκευή, όπως άλλωστε κάθε γλωσσική εκφορά, δεσμεύει τα υποκείμενα μέσα στη δράση τους και μάλιστα σε μια δράση που βρίσκεται εν εξελίξει.
«Πλιάτσικο στις κλεμμένες μας ζωές», «Εξέγερση ενάντια στη λεηλασία της ζωής», «Ζωή αντί για επιβίωση», «Δεν ξεχνάμε, δεν συγχωρούμε», «Σάπιε κόσμε, καληνύχτα», «Πεθαίνω, μ’ ακούει κανείς;» «Και τα όνειρα μας με μια σφαίρα τα σκοτώνουν». Συνθήματα έντονα φορτισμένα με συναισθηματισμό, με αγωνία, με οργή αλλά και αναζήτηση μιας ελπίδας, ενός οράματος για μια άλλη ζωή, πιο ουσιαστική, πιο ηθικά αξιόπιστη, πιο πολιτισμικά αξιοπρεπή, πιο πολιτικά συνειδητή. Η ιδιωτική σφαίρα σε συγκρότηση, ο νέος δεν διστάζει με τη ζωτικότητα της ηλικίας του να διαδώσει με κραυγαλέο τρόπο ότι το ιδιωτικό είναι πολιτικό, ότι αυτό που αφορά την υποκειμενικότητα του είναι κατεξοχήν συλλογικό «...είναι αποτέλεσμα μιας κοινωνικής σχέσης. Η ίδια η συνείδηση του ανθρώπου συνιστά το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής διαδικασίας» (Λ. Γκρούππι σε ανάγνωση των Τετραδίων του Γκράμσι). Αυτός ο «συλλογικός άνθρωπος», όπως προκύπτει και πάλι μέσα από το σύνθημα «Τα θέλουμε όλα και για όλους», εμπεριέχει μέσα του την αναζήτηση της ελευθερίας για όλους, συνιστά μια κανονιστική ηθική, δηλαδή την αναγκαιότητα θεμελίωσης της δράσης στη βάση μιας νέας και συνειδητής ηθικότητας «...η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός θα πρέπει οριακά να συμβαδίζει με την ελεύθερη ανάπτυξη όλων» (Α. Τορτορέλα σε ανάγνωση του Γκράμσι).
«Έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι ανοιχτοί», «Η οργή να γίνει συνείδηση και να ισοπεδώσει τα πάντα», «Στο κουφάρι της εξουσίας είναι το μέλλον της ανθρώπινης ελευθερίας», «Χιονίσει, βρέξει εδώ για τον Αλέξη». «Πυροβόλησαν τον συμμαθητή μας, στον δρόμο θα ξεσπάσει η οργή μας», συνθήματα όπου πλέον η σύνδεση του ιδιωτικού με το δημόσιο είναι περισσότερο εμφανής. Το κάλεσμα για δράση, για διαμαρτυρία, για σύγκρουση, εμπεριέχει εξάλλου έντονα τα χαρακτηριστικά μιας κινηματικής εξέγερσης που εναντιώνεται, εγκαλώντας ταυτόχρονα τον πολίτη σε συμμετοχή, προσλαμβάνοντας έτσι τη μορφή ενός «χώρου έκκλησης» (E. Neveu). Η ιδιωτική σφαίρα εμφανίζεται με πιο εμφανή τρόπο σε συνεχή διάλογο με το δημόσιο χώρο, εφόσον η νοηματοδότηση των λόγων και των πράξεων λαμβάνει υπόψη μια πολυμορφία στοιχείων και γίνεται αντιληπτή ως μια σχέση, σε συνεχή αλληλόδραση. Τα συνθήματα λειτουργούν έτσι όχι μόνον ως φορείς μηνυμάτων αλλά συνιστούν παράλληλα συμβολικές υποστάσεις και ταυτότητες, που βρίσκουν έκφραση στο δημόσιο χώρο μέσα από διαδικασίες θέασης, αναπαραστάσεων και αναγνώρισης, όπου ως είναι αυτονόητο εμπλέκεται και η προσωπικότητα του κάθε δρώντος σε μια αέναη συνδιαλλαγή. Μέσω έτσι της αφήγησης και της ερμηνείας το σύνθημα γίνεται λόγος που εγγράφεται στη μνήμη, αποκτά επικοινωνιακή διάσταση και ιστορικότητα, συνδέεται με άλλα γεγονότα και αναπαριστάνει με συμβολικό τρόπο αξίες, ιδέες και κουλτούρα.
«Στο δρόμο σπάμε την τρομοκρατία», «Η δημοκρατία δολοφονεί», «Όλοι στο δρόμο να σπάσουμε τον τρόμο», «Στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες, ήρθε η ώρα για τις δικές μας μέρες», «Η εξέγερση δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις, στον δρόμο γεννιούνται συνειδήσεις». Η κινηματική δράση στην αποθέωση της. Μέσα σε αυτά τα συνθήματα δεν κυριαρχεί προφανώς ο έντονος συναισθηματισμός του υποκειμένου αλλά προκύπτει μια βαθιά πολιτική πράξη, μια πρόταση πέρα για πέρα πολιτική, που αναδεικνύει κυρίαρχο το συλλογικό πλέον υποκείμενο εν δράσει. Μεταθέτοντας τη φράση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, το συλλογικό υποκείμενο ξέρει να «υπερασπίζει τις πράξεις του, απαντά στις κατηγορίες σας και γελά για τις καταδίκες σας». Ο λόγος των συνθημάτων αποκτά μια δυναμική στο πλαίσιο της κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας που παράγεται, ενώ εγγράφει εμφανώς τη συμμετοχή του συλλογικού υποκειμένου στη λεκτική εκφορά, αποδίδει μνήμη και αποκτά έτσι χωρικότητα, χρονικότητα και ιστορικότητα. Η συλλογική δράση, όπως αυτή δηλώνεται μέσα από την κοινωνική εξέγερση της νεολαίας, συνιστά μια καθαρά πολιτική πράξη που ενέχει βαρύτητα μέσα στην συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. «Η δράση έχει κεντρική σημασία για τη διαμόρφωση της ιστορικής αλλαγής... Η ιστορική αλλαγή συντελείται διαμέσου των ανθρώπων που κάνουν τη δική τους ιστορία (E. Hobsbawm στην εισαγωγή του Μανιφέστου). Άλλωστε, είναι αυτονόητο ότι ένα γεγονός εγγράφεται στη μνήμη εφόσον αποτελεί αντικείμενο αναγνώρισης και αντικείμενο νοηματοδότησης. «Το γεγονός δεν είναι παρόν στη μνήμη παρά μόνο όταν κατέχει ένα νόημα» (B. Lamizet). Η επικαιρότητα του διακυβεύματος της εξέγερσης της νεολαίας είναι εμφανής. Ο λόγος των συνθημάτων αποτελεί τρανή απόδειξη.


Η Μαριάννα Ψύλλα διδάσκει Πολιτική Επικοινωνία στο Πάντειο Παν/μιο




Η παράδοξη συνθήκη των νέων
Του Μάκη ΚΑΒΟΥΡΙΑΡΗ

Το 2007 η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ανακοίνωσή της, διαπιστώνει το εξής παράδοξο: «Ενώ οι γενικές συνθήκες σήμερα στην Ευρώπη ευνοούν τους νέους – ελευθερία και ασφάλεια, ευημερία και επέκταση του προσδόκιμου ζωής– ο φόβος ότι θα είναι πολλοί αυτοί που δεν θα μπορέσουν να επωφεληθούν αυξάνεται συνεχώς». Στο βαθμό που βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτό το παράδοξο, πως μπορούμε να το ερμηνεύσουμε;
Σίγουρα σε ορισμένους τομείς έχει υπάρξει πρόοδος. Στην Ελλάδα το προσδόκιμο ζωής ανέβηκε από το 1995 μέχρι το 2003 κατά 1.5 έτος για τους άνδρες και κατά 9 μήνες για τις γυναίκες, για να φτάσει στους άνδρες τα 76.5 και στις γυναίκες τα 81.3 χρόνια (ΕΣΥΕ). Η αύξηση όμως του προσδόκιμου ζωής συνοδεύεται και από επέκταση των ορίων συνταξιοδότησης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι η ζωή χωρίς προβλήματα υγείας είναι κατά πολύ χαμηλότερη από το προσδόκιμο ζωής. Και βέβαια οι εργασίες που προσφέρονται στους νέους για 37.5 ή και 40 χρόνια εργασίας δεν τους ενθουσιάζουν ιδιαίτερα.
Και το εκπαιδευτικό επίπεδο των νέων σε σχέση με την προηγούμενη γενιά έχει βελτιωθεί. Η έρευνα της ΕΣΥΕ το 2000, για «τη μετάβαση από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας», έδειξε ότι μόνο το 7% των νέων έχουν χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο από τον ένα τουλάχιστον γονιό. Το 31% έχουν το ίδιο εκπαιδευτικό επίπεδο και το 62% ανώτερο. Το 21.5% των νέων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προέρχεται από οικογένειες με πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Το 31.8% από γονείς (τον ένα τουλάχιστον) που είναι απόφοιτοι λυκείου, και το 46.5% προέρχεται από γονείς που έχουν ανώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο.
Ξέρουμε όλοι με πόσες θυσίες τα ελληνικά νοικοκυριά και με πόσο άγχος τα παιδιά έχουν φτάσει σ’ αυτό το αποτέλεσμα. «Όλα για το παιδί», είναι ο κανόνας που κυριαρχεί στην ελληνική οικογένεια. Και η παιδεία θεωρείται ως το κυρίως μέσο για την κοινωνική ανέλιξη. Και τα παιδιά γίνονται οι φορείς των προσδοκιών της οικογένειας.
Οι προσδοκίες όμως διαψεύδονται και τα όνειρα μετατρέπονται σε εφιάλτες, όταν οι νέοι περνάνε από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας. Γιατί μπαίνουν στο σκληρό πυρήνα των σχέσεων παραγωγής. Εκεί που τίποτα δεν σταματάει τις πιέσεις για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Εκεί που ο εργαζόμενος υπάρχει μόνο ως αναλώσιμη εργατική δύναμη.
Το 36.3% των πτυχιούχων ανωτέρων τεχνικών και επαγγελματικών σχολών και ανωτάτων σχολών είναι άνεργοι, στους νέους δε ανέργους το ποσοστό ανέρχεται στο 46.5% (ΕΣΥΕ 2008, 2ο τρίμηνο).
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της απορύθμισης της αγοράς εργασίας και των ιδιωτικοποιήσεων, που εφαρμόστηκαν στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, είχαν ως αποτέλεσμα την επισφάλεια στην αγορά εργασίας, η οποία πρωτίστως πλήττει τους νέους και τις γυναίκες.
Μέσω των άτυπων μορφών απασχόλησης (μερική απασχόληση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προγράμματα stage κλπ), έχουμε την εμφάνιση, κυρίως στην κατηγορία των νέων, του πρεκαριάτου (σύνθετος όρος από το προλεταριάτο και τις επισφαλείς άτυπες μορφές απασχόλησης, emplois precaires) που περνάει από τη μια δουλειά στην άλλη, κυρίως στους κλάδους των υπηρεσιών και του εμπορίου και με μεγάλα διαστήματα ανεργίας. Στους νέους 15-19 ετών η μακροχρόνια ανεργία (πάνω από 12 μήνες) φτάνει το 35.4%. Στις ηλικίες 20-24 ετών το 40.4% και στις ηλικίες 25-29 το 48.8% (ΕΣΥΕ 2008).
Οι νέοι για να αποφύγουν την ανεργία υποχρεώνονται να δεχτούν θέσεις εργασίας που δεν ανταποκρίνονται στο επίπεδο εκπαίδευσής τους και στις ειδικεύσεις τους. Δουλειές φυσικά κακοπληρωμένες.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην είσοδό τους στην αγορά εργασίας και οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν, όταν εισέλθουν (είδος απασχόλησης, ώρες εργασίας, μισθός), τους υποχρεώνουν, για να επιβιώσουν, και σε ορισμένες περιπτώσεις για να επιβιώσει η οικογένεια, να στερηθούν την αυτονομία τους, παραμένοντας στο πατρικό σπίτι. Η έρευνα του Πανεπιστημίου του Έσεξ για «τη φτώχεια των νέων στην Ευρώπη» (2007) είναι αποκαλυπτική:
Οι νέοι στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλλία), ζούνε περισσότερα χρόνια στο πατρικό τους σπίτι απ’ ό,τι οι νέοι στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (Ευρώπη των 15). Τα τέσσερα πέμπτα περίπου των νέων 20-24 ετών ζούνε με τους γονείς τους, και πάνω από το μισό στις ηλικίες 24-29 ετών. Σε όλες τις χώρες η εγκατάλειψη του πατρικού σπιτιού αποτελεί, στην αρχική της φάση, παράγοντα ενισχυτικό της φτώχειας των νέων.
Στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, και κυρίως στην Ελλάδα, σε αντίθεση πάντα με τις άλλες χώρες της Ευρώπης των 15, τα ποσοστά των νέων, που βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας, δεν παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα σ’ αυτούς που παραμένουν στο πατρικό σπίτι και σε αυτούς που το εγκαταλείπουν. (Σχετική εξαίρεση η Ιταλία). Οπωσδήποτε όμως η παραμονή στο πατρικό σπίτι μειώνει τη φτώχεια. Η ύπαρξη παιδιών αυξάνει το ποσοστό της φτώχειας, κυρίως τις μονογονεϊκές οικογένειες.
Η παραμονή ή η απομάκρυνση από το πατρικό σπίτι εντάσσεται στα μέσα που χρησιμοποιεί η οικογένεια για την αντιμετώπιση της φτώχειας. Η εξάρτηση όμως των νέων από τις οικογένειές τους δεν επιτρέπει την οικονομική και κοινωνική αυτονομία τους και δημιουργεί αισθήματα αποτυχίας και μη αναγνώρισης.
Στην έρευνα των οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις συνθήκες ζωής των νέων μέχρι 24 ετών που είναι αρχηγοί νοικοκυριού. Το 2005 τα νοικοκυριά αυτής της ηλικιακής σύνθεσης ήταν 106.334. Το μηνιαίο εισόδημα του 42.5% δεν ξεπερνούσε τα 750 ευρώ και το 33% είχε εισόδημα από 750-1100 ευρώ. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία πρόκειται για αστικά νοικοκυριά και ζούνε σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα (87.5%). Μόνο το 17.3% εργάζεται και οι μισθωτοί φτάνουν το 95.5%. Το υπόλοιπο 4.5% εργάζονται ως αυτοαπασχολούμενοι χωρίς μισθωτούς.
Βλέπουμε λοιπόν ότι το παράδοξο της Επιτροπής, από το οποίο άρχισα, δεν υπάρχει, και ότι σήμερα οι νέοι αντιμετωπίζουν τις συνέπειες οικονομικών πολιτικών που τους οδηγούν στην ανεργία, την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Και στην εξέγερση.

Ο Μάκης καβουριάρης είναι οικονομολόγος



Για τη συλλογική δράση στις συνθήκες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης
Η κρίση της θεωρίας ως ευκαιρία

Του Νίκου ΣΕΡΝΤΕΔΑΚΙ

Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου στην Αθήνα και σε πολλά αστικά κέντρα της χώρας, που εκδηλώθηκαν ως αντίδραση στη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου από έναν ειδικό φρουρό της Ελληνικής Αστυνομίας, ομολογημένα ή ανομολόγητα, προξένησαν αμηχανία σε πολλές κατηγορίες ανθρώπων. Για την αμηχανία των δημοσιογράφων και των πολιτικών ηγεσιών πολλά έχουν γραφεί και πολλά μέλλεται να ειπωθούν ακόμα. Δημοσιογράφοι και πολιτικά στελέχη βρέθηκαν στη δύσκολη θέση, από τη μια να εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους για την εκδήλωση ενός ακόμα περιστατικού απρόκλητης και αναίτιας κρατικής βίας και από την άλλη να καταδικάζουν τη βία που εκδηλώνονταν στο περιθώριο των μαζικών διαδηλώσεων διαμαρτυρίας, αναγνωρίζοντας την ίδια στιγμή ως δίκαιη την οργή που φλόγιζε τους εξεγερμένους νέους. Η ίδια η κοινωνία βίωσε στιγμές αμηχανίας, παρακολουθώντας τα νέα παιδιά και ειδικότερα τους ηλικιακά νεώτερους μαθητές να επιζητούν, έστω και συμβολικά, τη σύγκρουση με τις αστυνομικές δυνάμεις, τα παιδιά της ίδιας γενιάς που κρίνονταν ως απολίτικη και εθισμένη στο εξατομικευμένο παιχνίδι μπροστά στις οθόνες κάθε είδους ηλεκτρονικών συσκευών. Την ίδια αμηχανία έχω την αίσθηση ότι βιώσαμε και όσοι μελετούμε, κοινωνικοί επιστήμονες ή/και ακτιβιστές, τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα. Συνηθισμένοι να οργανώνουμε τις κατηγορίες της ανάλυσής μας γύρω από καλά αρθρωμένα κοινωνικά κινήματα, στη συνάφειά τους με κοινωνικές κατηγορίες και ιδεολογικά ρεύματα, ίσως συνειδητοποιήσαμε ότι ακόμη και οι πιο σύγχρονες προσεγγίσεις στο πεδίο της κοινωνιολογίας της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων δεν είναι σε θέση να διαπραγματευθούν με επάρκεια τις σποραδικές εξεγέρσεις που εκδηλώνονται στα χρόνια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Οι βίαιες συγκρούσεις στο Μπρίξτον στα χρόνια της Θάτσερ, οι ταραχές στο Λος Άντζελες και στο Παρίσι, αλλά και η βίαιη κλιμάκωση των γεγονότων στις διαμαρτυρίες στο Σιάτλ και τη Γένοβα συνιστούν τα πιο γνωστά παραδείγματα μορφών δράσης που μπορούν να παραλληλιστούν με τις κλασσικότερες αστικές εξεγέρσεις του 19ου και του 20ού αιώνα.
Ένας από τους κινδύνους που διατρέχουμε είναι να θεωρήσουμε τις σύγχρονες εξεγέρσεις ως ένα προ-πολιτικό φαινόμενο, ως την εκδήλωση του ανορθολογισμού των μαζών και της κοινωνικής παθολογίας που γεννά ανομικά υποκείμενα και συμπεριφορές. Ο αντίθετος κίνδυνος έγκειται στο να επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τις συλλογικές δράσεις που αποκτούν βίαιο περιεχόμενο με τους ίδιους όρους που αναλύουμε τα αναγνωρισμένα κοινωνικά κινήματα. Τέτοια κινήματα διακρίνονται από την εδραία οργανωτική τους βάση και διατρέχονται από σαφείς στρατηγικές και τακτικές, οι οποίες υιοθετούνται με στόχο τη συγκέντρωση της μέγιστης δυνατής πολιτικής δύναμης από τις κυριαρχούμενες κοινωνικές ομάδες. Η επίτευξη αυτού του στόχου υποτίθεται ότι διαμορφώνει τις πλέον ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη θετική έκβαση της συλλογικής δράσης, κατά την αντιπαράθεση της κοινωνικής βάσης των κοινωνικών κινημάτων με τις ελίτ. Αντιπαράθεση που έχει ως διακύβευμά της την (ανα)κατανομή των διαθέσιμων κοινωνικών πόρων, αλλά και την κατίσχυση στο επίπεδο των κοινωνικών σημασιών που την προϋποθέτουν.
Ως προς τον πρώτο κίνδυνο, η ανάλυση των γεγονότων διαμαρτυρίας ως ανορθολογικών φαινομένων απαντάται σε μεγάλο βαθμό στις κλασικές προσεγγίσεις των μαζικών φαινομένων. Είτε στην επιστημονική τους εκδοχή είτε στις πιο γνωστές εκλαϊκευμένες παρουσιάσεις τους, οι κλασικές προσεγγίσεις τείνουν να αποδώσουν τη συλλογική διαμαρτυρία στις συνθήκες της κοινωνικής αποδιοργάνωσης που συνεπάγονται οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές (1). Σύμφωνα με αυτήν την οπτική, οι διαδικασίες της κοινωνικής αλλαγής, εφόσον είναι ραγδαίες, «αναστατώνουν» σε τέτοιο βαθμό τη δεδομενικότητα του κοινωνικού κόσμου, καθιστώντας τα πληττόμενα από τη νέα πραγματικότητα άτομα ευάλωτα στις σειρήνες του πολιτικού ανορθολογισμού. Οι εξεγέρσεις, υπό αυτήν την έννοια, όπως και τα σύγχρονα μαζικά ιδεολογικο-πολιτικά κινήματα, είναι έργο των απόκληρων και των ξεριζωμένων που υποκινούνται από φανατικούς και συνάμα χαρισματικούς ηγέτες. Ορισμένες από τις προσεγγίσεις αυτού του είδους φάνηκαν σ’ ένα βαθμό κατάλληλες για την ερμηνεία της ανόδου των φασιστικών κινημάτων του μεσοπολέμου. Αποδείχτηκαν όμως πλήρως ακατάλληλες για την ανάλυση τόσο του παραδοσιακού εργατικού κινήματος όσο και των νέων κοινωνικών κινημάτων που εμφανίστηκαν κατά την μεταπολεμική περίοδο. Το ίδιο ισχύει και για τις θεωρίες περί της συλλογικής συμπεριφοράς, οι οποίες, παρά την επιμέρους συμβολή τους στην ανάλυση της συλλογικής δράσης, δεν κατόρθωσαν να απαλλαγούν από την κριτική ότι εμμέσως αναπαράγουν τον ψυχολογισμό που υποβαστάζει τις παραδοσιακές προσεγγίσεις (2).
Από την άλλη πλευρά, τα θεωρητικά σχήματα που διαμορφώθηκαν για την ερμηνεία των νέων κοινωνικών κινημάτων, αξιοποιώντας αφετηριακά τις προκείμενες των θεωριών της ορθολογικής επιλογής, έτειναν να επικεντρώνονται στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών της οργανωμένης δράσης και των προϋποθέσεων για την επιτυχή έκβασής της (συγκέντρωση των κρίσιμων πόρων από τους οργανωτές της διαμαρτυρίας, αξιοποίηση των ευνοϊκών πολιτικών ευκαιριών, διεισδυτικές στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον νοηματοδοτήσεις της συλλογικής δράσης)(3). Αυτός ο θεωρητικός προσανατολισμός, εμπειρικά επικεντρωμένος στα νέα κινήματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο των κρατών πρόνοιας, διατρέχει τον κίνδυνο να οδηγηθεί σε νομοτελειακού τύπου θέσεις. Τα κοινωνικά κινήματα (ως μορφή) εμφανίζονται ταυτόχρονα με τα σύγχρονα αντιπροσωπευτικά πολιτικά συστήματα, τείνοντας προς την πλήρη ενσωμάτωση (ή θεσμοποίηση) στο μέτρο που διευρύνεται η πολιτική συμμετοχή και βαθαίνουν οι διαδικασίες του εκδημοκρατισμού. Υπό αυτήν την έννοια, δεν αποτελούν έκπληξη οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης να αναλύσουν με επάρκεια τις εκδηλώσεις της συλλογικής δράσης που στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας αποκτούν εκ νέου έντονο ριζοσπαστικό περιεχόμενο και μορφή (4).
Με ποιο τρόπο, λοιπόν, μπορούμε να ξανασκεφτούμε στις νέες συνθήκες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού τα κοινωνικά κινήματα, αλλά και τις άλλες μορφές της ριζοσπαστικής συλλογικής δράσης που φαίνεται να επανακάμπτουν; Οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό είναι εξαιρετικά σύνθετες και σίγουρα θα αποτελέσουν την απαρχή για νέες επεξεργασίες στο πεδίο της κοινωνιολογίας των κοινωνικών κινημάτων. Αφετηριακά μπορούμε να κρατήσουμε τις συμβολές της μέχρι σήμερα συσσωρευμένης έρευνας, ανατιμώντας την οπτική που υποστηρίζει ότι η ριζοσπαστική διαμαρτυρία και η ανυπακοή των κυριαρχούμενων δεν είναι το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης πόρων από οργανωτές και ηγέτες, ούτε επίσης έκφραση της παθολογίας των σύγχρονων κοινωνιών, αλλά μια «απάντηση» στις αλλαγές της θεσμικής τάξης πραγμάτων, «προϊόν» στιγμών κρίσης, είτε λόγω της επιβάρυνσης των συνθηκών ζωής, είτε λόγω της ανόδου των προσδοκιών που διαμορφώνονται κατά τις στιγμές του γοργού κοινωνικού μετασχηματισμού. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι συλλογικές (μαζικές) μορφές διαμαρτυρίας που διασπούν ή αγνοούν τους υφιστάμενους κανόνες του παιχνιδιού δεν αποτυπώνουν τον ανορθολογισμό κάποιων ταραξιών, αλλά δυνητικά αποτελούν «το μοναδικό διαθέσιμο πόρο που έχουν στη διάθεσή τους» όσοι βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, σε συνθήκες έντονης πολιτικής καταπίεσης (5).
Καταληκτικά, ίσως έτσι μπορέσουμε να στοχαστούμε με πιο συνεκτικό τρόπο γύρω από τις ποικίλες μορφές του κοινωνικού ανταγωνισμού, από τις διεκδικητικές δράσεις έως τα κοινωνικά κινήματα και τις κοινωνικές εξεγέρσεις, αποφεύγοντας την αναγόρευση κάθε μορφής διαμαρτυρίας σε κοινωνικό κίνημα ή αντίθετα της δράσης των κινημάτων ως εξεγερτικής. Η επανασύνδεση της έρευνας για τα κινήματα και τις κοινωνικές συγκρούσεις με την ανάλυση των ευρύτερων δομικών αλλαγών που έχουν προκληθεί από τις διαδικασίες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (και των επιπτώσεων τους στο διεθνικό και το τοπικό επίπεδο) αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την κατανόηση της ριζοσπαστικοποίησης της συλλογικής δράσης και την ανάγνωσή της στο ευρύτερο πλαίσιο του αντι-νεοφιλελεύθερου κύκλου διαμαρτυρίας.

Ο Νίκος Σερντεδάκις διδάσκει Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

(1) Ενδεικτικά, έχω κατά νου τις αναλύσεις των Gustave Le Bon, Eric Hoffer, William Kornhauser και Hanna Arendt.
(2) Κλασικοί για τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της θεωρίας της συλλογικής συμπεριφοράς θεωρούνται ο Neil Smelser και οι Ralph Turner-Lewis Killian.
(3) Βασικοί εκπρόσωποι της θεωρίας κινητοποίησης πόρων είναι οι John McCarthy και Mayer Zald, της πλαισιακής ανάλυσης οι David Snow και Robert Benford και της προσέγγισης των πολιτικών διαδικασιών και αργότερα της συγκρουσιακής πολιτικής οι Doug McAdam, Sidney Tarrow και Charles Tilly. Για μια ανασυγκρότηση αυτών των θεωριών βλ. Μιχάλης Ψημίτης, Εισαγωγή στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα, Ατραπός, Αθήνα, 2006 και Σεραφείμ Σεφεριάδης, «Συγκρουσιακή πολιτική, συλλογική δράση, κοινωνικά κινήματα: μια αποτύπωση», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 27, 2006, σελ. 7-42.
(4) Για μια πιο αναλυτική κριτική αποτίμηση των διαφόρων θεωρητικών παραδειγμάτων βλ. Νίκος Σερντεδάκις, «Ζητήματα μεθόδου στη μελέτη της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων», στο Σκεύος Παπαϊωάννου (επιμ.), Ζητήματα θεωρίας και μεθόδου των κοινωνικών επιστημών, Κριτική, Αθήνα, 2007, σελ. 381-395.
(5) Η οπτική αυτή αντλημένη από τους Frances Fox Piven and Richard Cloward, Poor People’s Movements, Vintage Books, New York, 1979, αλλά και τον Jeff Goodwin, No Other Way Out. States and Revolutionary Movements, 1945-1991, Cambridge University Press, Cambridge, 2001.



Ζαπατίστας
«Εξεγερμένη Ελλάδα, δέξου τον σεβασμό μας...»

2 Γενάρη, Σαν Κριστόμπαλ, Τσιάπας, Μεξικό. Με ένα μήνυμα αλληλεγγύης στην εξεγερμένη Ελλάδα, που το διάβασε στα ελληνικά, ξεκίνησε την ομιλία του ο Subcomadante Marcos, την πρώτη μέρα του Φεστιβάλ της Οργής της Αξιοπρέπειας στο Σαν Κριστόμπαλ δε λας Κάσας.
«Συντρόφισσα, σύντροφε. Εξεγερμένη Ελλάδα. Εμείς οι ζαπατίστας, οι πιο μικροί, από αυτή την γωνιά του κόσμου σε χαιρετάμε. Δέξου τον σεβασμό μας και τον θαυμασμό μας γι’ αυτό που κάνεις και σκέφτεσαι. Από μακριά μαθαίνουμε από σένα. Σε ευχαριστούμε».
Μέσα σε χειροκροτήματα και συνθήματα «Grecia vive, la lucha sigue» οι μικρές συντρόφισσες ζαπατίστας, Τονίτα και Λουπίτα, παρέδωσαν, εκ μέρους της Κομαντάντσιας του EZLN στους έλληνες και τις ελληνίδες που συμμετείχαν στο Φεστιβάλ της Οργής της Αξιοπρέπειας, έναν πίνακα που συμβολίζει τον αγώνα για την αυτονομία τους ριζωμένο στην γη που ανέκτησαν το 1994, δώρο για την εξεγερμένη νεολαία της Ελλάδας.
Η εξέγερση της οργής στην Ελλάδα, καθ’ όλη την διάρκεια του Φεστιβάλ, ήταν στο κέντρο της συζήτησης και στις καρδιές όλων.
Το Φεστιβάλ άνοιξε με τα λόγια του ανώνυμου Μανιφέστου των Εξεγερμένων νέων της Ελλάδας: «Ως εδώ! Ιστορία Ερχόμαστε! Κοίτα ψηλά στον ουρανό!»


Από το ανακοινωθέν της παράνομης Ιθαγενικής Επαναστατικής Επιτροπής – Γενικής Διοίκησης του Ζαπατιστικού Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού (EZLN)

Εκεί ψηλά, οι από πάνω, κηρύττουν για τους κάτω, την υποταγή, την ήττα κηρύττουν, την παράδοση και την παραίτηση.
Εδώ κάτω μένουμε χωρίς τίποτα.
Μόνο οργή.
Αξιοπρέπεια μονάχα.
Ο κανένας είμαστε.
Μόνοι είμαστε. Μόνοι με την αξιοπρέπεια και την οργή μας.
Οργή και αξιοπρέπεια οι γέφυρές μας, οργή και αξιοπρέπεια τα λόγια μας.
Ας ακούσουμε ο ένας τον άλλον λοιπόν. Ας γνωριστούμε τότε.
Να θεριέψει η οργή μας και ελπίδα να γίνει.
Ρίζα να γίνει ξανά η αξιοπρέπεια και νέο κόσμο να γεννήσει.
Αν ο κόσμος δεν έχει τόπο για μας, τότε άλλο κόσμο να φτιάξουμε.
Δίχως άλλα εργαλεία, μονάχα την οργή μας, δίχως άλλο υλικό απ’ την αξιοπρέπειά μας.
Στα μέλη της Έκτης Διακήρυξης και της Άλλης Καμπάνιας
Στα μέλη της Έκτης Διεθνούς
Στο λαό του Μεξικού
Στους λαούς του κόσμου
Συντρόφισσες και σύντροφοι:
Αδελφοί και αδελφές:
Εδώ είναι ξανά ο λόγος μας
Αυτό βλέπουμε, αυτό κοιτάζουμε
Αυτό φτάνει στα αυτιά μας, στη μελαχρινή καρδιά μας φτάνει.

***
Εκεί ψηλά, οι από πάνω, δοκιμάζουν να επαναλάβουν την ιστορία τους.
Θέλουν πάλι να μας επιβάλουν το δικό τους ημερολόγιο, ημερολόγιο θανάτου, τη δική τους γεωγραφία, γεωγραφία καταστροφής.
Όταν δεν μας ξεριζώνουν από τις ρίζες μας, τις καταστρέφουν.
Τη δουλειά μας κλέβουν, τη δύναμή μας.
Τους κόσμους μας, τη γη, τα νερά και τους θησαυρούς της, χωρίς ανθρώπους, χωρίς ζωή αφήνουν.
Οι πόλεις μάς καταδιώκουν και μας εκτοπίζουν.
Ο κάμπος πεθαίνει και μας πεθαίνει.
Και το ψέμα μετατρέπεται σε κυβερνήσεις και οι στερήσεις όπλο γίνονται για τους στρατούς και τις αστυνομίες τους.
Στον κόσμο είμαστε παράνομοι, χωρίς χαρτιά, ανεπιθύμητοι είμαστε.
Καταδιωγμένοι.
Γυναίκες, άντρες, παιδιά και γέροι πεθαίνουν στο θάνατο και στη ζωή πεθαίνουν.
Εκεί ψηλά, οι από πάνω, κηρύττουν για τους κάτω, την υποταγή, την ήττα κηρύττουν, την παράδοση και την παραίτηση.
Εδώ κάτω μένουμε χωρίς τίποτα.
Μόνο οργή.
Αξιοπρέπεια μονάχα.
Δεν υπάρχει αυτί για τον πόνο μας, πέρα από το αυτί όσων είναι σαν κι εμάς.
Ο κανένας είμαστε.
Μόνοι είμαστε. Μόνοι με την αξιοπρέπεια και την οργή μας.
Οργή και αξιοπρέπεια οι γέφυρές μας, οργή και αξιοπρέπεια τα λόγια μας.
Ας ακούσουμε ο ένας τον άλλον λοιπόν. Ας γνωριστούμε τότε.
Να θεριέψει η οργή μας και ελπίδα να γίνει.
Ρίζα να γίνει ξανά η αξιοπρέπεια και νέο κόσμο να γεννήσει.
Είδαμε και ακούσαμε.
Μικρή είναι η φωνή μας για να γίνει ηχώ αυτός ο λόγος, μικρή και η ματιά μας για τόση και τόσο αξιοπρεπή οργή.
Να ειδωθούμε, να κοιταχτούμε, να ακουστούμε: Αυτό μας λείπει.
Αλλιώτικοι είμαστε, αλλιώτικες. Το άλλο είμαστε.
Αν ο κόσμος δεν έχει τόπο για μας, τότε άλλο κόσμο να φτιάξουμε.
Δίχως άλλα εργαλεία, μονάχα την οργή μας, δίχως άλλο υλικό απ’ την αξιοπρέπειά μας.
Να συναντηθούμε μας λείπει, να γνωριστούμε μας λείπει.
Λείπει ό,τι λείπει...

Από τα βουνά του Νοτιοανατολικού Μεξικού
Για την Παράνομη Επαναστατική Ιθαγενική Επιτροπή – Γενική Διοίκηση του EZLN
Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μάρκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου