29/11/08

Αξίες και πολιτική ευθύνη

Στους δρόμους της θεωρίας

Του Μανόλη ΑΓΓΕΛΙΔΗ

Το ζήτημα των αξιών και της σχέσης τους με την πολιτική συνδέεται με το πρόβλημα κατανόησης του πραγματικού κόσμου, μέσα στον οποίο οργανώνουμε την πράξη μας. Σε μια συζήτηση περί αξιών, το πρωταρχικό ερώτημα που τίθεται είναι το πώς κατανοούμε τον κόσμο: όχι τον οποιοδήποτε κόσμο, αλλά τον κοινωνικό κόσμο, τον «κόσμο» της κοινωνίας, και μάλιστα τον «κόσμο» της σημερινής κοινωνίας. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να είναι η καντιανή: κατανοούμε τον κόσμο μέσα από έννοιες(1). Αλλά οι έννοιες φέρουν ένα φορτίο συμφερόντων, με τα οποία είναι συνδεδεμένοι όσοι τις κατασκευάζουν και τις χρησιμοποιούν (2). Από αυτή την άποψη, οι κοινωνικές σχέσεις ανακατασκευάζονται και κατανοούνται μέσα από έννοιες που ήδη ισχύουν: εισερχόμαστε στον κόσμο και κοινωνικοποιούμαστε σε αυτόν μέσα από ήδη ισχύοντα και συγκροτημένα συστήματα εννοιών. Τούτο σημαίνει ότι ο κόσμος δεν μας παρουσιάζεται ως ένα σύνολο από ασύνδετα μεταξύ τους δεδομένα και ότι αναπτύσσουμε την πράξη μας σε αυτόν έχοντας ήδη μια προκατανόησή του: κατανοούμε τον κόσμο ως ένα σύνολο από σχέσεις και συμφέροντα και, ταυτόχρονα, συνδέουμε αυτή την κατανόηση με τον χαρακτήρα αυτών των σχέσεων ως δίκαιων ή άδικων, ως σχέσεων που πρέπει να αλλάξουν ή να παραμείνουν σταθερές. Έτσι, η κατανόηση του κόσμου μέσα από έννοιες συνδέεται με την κριτική μας και με την πράξη μας, με την έννοια ότι παίρνουμε ταυτόχρονα θέση μέσα σε αυτόν τον κόσμο (αντικειμενικότητα), καθώς αποδεχόμαστε ή απορρίπτουμε πλευρές του ως δίκαιες ή άδικες, εμπλεκόμαστε σε πράξεις αντίστασης ή ανατροπής και σε πράξεις συναίνεσης ή αποδοχής.
Από την άποψη της πρακτικής μας εμπλοκής στον κοινωνικό «κόσμο», η κατανόησή μας είναι συνδεδεμένη με αξιολογήσεις, οι έννοιες διαπλέκονται δεσμευτικά με αξίες. Η έννοια, λοιπόν, της αξίας είναι μια πολιτικο-πρακτική έννοια. Μπορεί «να συνδέει την αξιολόγηση με την υποκειμενική προτίμηση», οπότε το αξιακό αποσύρεται στο υποκείμενο και οι αξίες είναι υποκειμενικές και μπορούν να συγκροτούνται ως βίωμα. Ή μπορεί «να αναδεικνύει την αξία ως σχέση κοινωνικότητας και πολιτικότητας, που συγκροτεί τις επιμέρους υποκειμενικότητες και προσφέρει σε αυτές ευκαιρίες να εκδηλώσουν τις προτιμήσεις τους», οπότε οι αξίες ορίζονται ως αντικειμενικές (3).
Το αμέσως επόμενο ερώτημα που τίθεται έχει να κάνει με την εισαγωγή μιας αξίας ως δυνατότητας του πραγματικού. Και το ερώτημα αυτό μας φέρνει στην καρδιά της κριτικής κοινωνικής θεωρίας, η οποία συνδέει την κριτική της διάσταση με την πράξη. Όταν λ.χ. ο Rousseau υποστήριζε, στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, ότι ο «άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος, αλλά παντού είναι αλυσοδεμένος», εννοούσε ότι άνθρωπος θα έπρεπε να εξεγερθεί κατά της αυθαιρεσίας, της τυραννίας, της ανειλικρίνειας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Η πρακτική διάσταση αυτού του επιχειρήματος επιστρέφει, ταυτοχρόνως, και στο πεδίο της ίδιας της επιστημονικής εργασίας, στη σκοπιά του ίδιου του θεωρητικού. Προκειμένου να κατανοηθεί η πραγματικότητα, δεν αρκεί να αναλυθεί στις αιτιακές σχέσεις της. Αντίθετα, πρέπει να τεθεί ως «απαρχή» του αιτιακού συλλογισμού μια αξία, προκειμένου η πραγματικότητα να προσανατολιστεί, μέσα από την ανθρώπινη πράξη, προς αυτή την αξία. Έτσι, οι αξίες της ελευθερίας και της ισότητας βρίσκονται στην αφετηρία του συλλογισμού και έχουν ως πρακτική συνέπεια την ανασυγκρότηση («ανόρθωση») της πραγματικότητας στη βάση αυτών των αξιών (4). Αυτός ο συλλογισμός μπορεί να υπερβεί τον ιστορικό του ορίζοντα και να επικαιροποιηθεί: για να μην παραμείνουν αυτές οι αξίες υποκριτικές, θα έπρεπε να συμπληρωθούν με την κοινωνική αλληλεγγύη και την άρση των ταξικών ανισοτήτων. Και παρότι η ανωτέρω συμπλήρωση φαίνεται να σχετικοποιεί τις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας, ωστόσο τις ενισχύει, καθώς προσδίδει σε αυτές κοινωνικό περιεχόμενο.
Στον ιστορικό ορίζοντα της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου θεωρείται ότι κάθε παραβίαση των όρων της ελεύθερης ανταλλαγής (ατομική πράξη) αλλά και των όρων της ελεύθερης διαβούλευσης των πολιτών (δημόσια πολιτική απόφαση), συνιστά απειλή εναντίον της σταθερότητας του νομιμοποιημένου πολιτικού συστήματος.
Στον ιστορικό ορίζοντα της σημερινής κοινωνικής θεωρίας χρειάζεται να λάβουμε ουσιωδώς υπόψη ότι οι όροι σταθεροποίησης του νομιμοποιημένου πολιτικού συστήματος δεν επαρκούν για τη διασφάλιση των όρων της κοινωνικής συνοχής, εκτός και αν οι αξιακοί όροι που το συγκροτούν συμπληρωθούν από την αξία της αλληλεγγύης και την αξίωση άρσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Η αλληλεγγύη θεμελιώνεται στο γεγονός της συνεργασίας, προκειμένου να παραχθούν τα προϊόντα ως οικονομικές αξίες. Αλλά η έννοια της οικονομικής αξίας, εκτός από τη συνεργασία, περιέχει στο εσωτερικό της και την ανισότητα, η οποία θεμελιώνεται στο γεγονός της ατομικής ιδιοκτησίας ως χωριστικού θεσμού.
Η ανωτέρω, συνοπτική, προσέγγιση του ζητήματος των αξιών προϋποθέτει μια θεώρηση του κοινωνικού ως ακολούθως:
Πρώτον. Η κοινωνία, που φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα ελεύθερων ιδιωτικών αποφάσεων των ατόμων, αναλύεται ως εργασιακή διαδικασία σε επίπεδο συνολικής κοινωνίας. Μέσα από αυτή την ανάλυση, το κοινωνικό προϊόν ανάγεται στον εργάσιμο χρόνο που απαιτήθηκε για την παραγωγή του. Τα συνθετικά στοιχεία αυτού του προϊόντος, καθώς και οι όροι και οι τρόποι που αυτό κατανέμεται, τίθενται ως όροι αναπαραγωγής της κοινωνίας. Έτσι, η κοινωνία προκύπτει ως αποτέλεσμα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, ακόμη και αν απουσιάζει κάποιο συνειδητό υποκείμενο που να τη σχεδιάζει (5).
Δεύτερον. Η δύναμη της εργασίας συγκροτείται ως εμπόρευμα, που η ανταλλακτική του αξία διαμορφώνεται από τους νόμους της αγοράς, με αναφορά στο χρόνο της εργασίας που είναι αναγκαίος για την αναπαραγωγή του. Αυτη η προσέγγιση αποκαλύπτει ότι, στην καπιταλιστική κοινωνία, η διαδικασία εκμετάλλευσης καλύπτεται από την ανταλλαγή ισοδύναμων αξιών. Οι νομικοί τίτλοι ιδιοκτησίας που φέρουν οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, τους επιτρέπει να ιδιοποιούνται το κοινωνικό προϊόν. Με αυτή την έννοια, ο ιδιοποίηση του προϊόντος φαίνεται να πραγματοποιείται σε συνθήκες ελευθερίας, ισότητας και δικαιοσύνης.
Τρίτον. Η παραγωγική διαδικασία διέπεται από την αντινομική σχέση μεταξύ του αναγκαίου χρόνου εργασίας και της υπερεργασίας. Η κριτική ανακατασκευάζει αυτή τη σχέση από δύο σκοπιές. Πρώτον, από τη σκοπιά του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Αυτός στοχάζεται τα δικά του, μερικά και περιορισμένα συμφέροντα, που του υποδεικνύουν να αποδεχθεί μια κανονική εργάσιμη ημέρα. Υπόστρωμα αυτού του στοχασμού είναι το εγωιστικό του συμφέρον, αφού αναγνωρίζεται ότι η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, που συντομεύει το χρόνο ζωής του φορέα της, ισοδυναμεί με την πιο γοργή αντικατάστασή της, πράγμα που σημαίνει περισσότερα έξοδα για την αντικατάστασή της (6). Ωστόσο, τις διαδικασίες ρύθμισης της εργάσιμης ημέρας δεν μπορεί να τις ξεκινήσει ο ίδιος ο ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής, δεδομένου ότι έχει να αντιμετωπίσει τους ανταγωνιστές του. Αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ αντίπαλων ιδιοκτητών προσδιορίζει τις συνθήκες του ελεύθερου ανταγωνισμού, υπό τις οποίες οι εσωτερικοί νόμοι αυτού του τρόπου παραγωγής παρουσιάζονται ως εξωτερικοί αναγκαστικοί νόμοι (7). Ο ιδιοκτήτης αντιλαμβάνεται αυτούς τους νόμους ως ένα σύνολο από ασύνδετα και διάσπαρτα δεδομένα, τα οποία, ωστόσο, πρέπει να λάβει υπ’ όψη του, προκειμένου να επιβιώσει ως επιμέρους ιδιοκτήτης και να μην εκτοπιστεί από τον ανταγωνισμό.
Δεύτερον, από τη σκοπιά της εργασίας. Αυτή η σκοπιά ανακατασκευάζεται σαν να έχει συνείδηση της αθλιότητας και της ανελευθερίας της, μια και αισθάνεται την παραγωγική διαδικασία ως διαδικασία που υπονομεύει την ύπαρξή της (8). Προκειμένου να διασφαλισθούν όροι προστασίας της κοινωνικής εργασίας, είναι αναγκαία η έγερση ενός κοινωνικού εμποδίου - ως νόμος του κράτους - που θα εμποδίζει ακόμη και την ίδια να απαλλοτριώνει τον εαυτό της με εξευτελιστικούς όρους (9). Αυτή η σκοπιά κατασκευάζεται κατά τρόπο, ώστε να υπερβαίνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της και να ταυτίζεται με το γενικό κοινωνικό συμφέρον. Η υπέρβαση αυτή θεμελιώνεται στην αντίληψη της εργασίας ως κοινωνικής εργασίας -ως τον ουσιώδη όρο ύπαρξης της κοινωνίας- που γίνεται αντιληπτή όχι από τη σκοπιά της εξατομίκευσης, αλλά από τη σκοπιά της συνεργασίας, ως αξίας.
Η ανάλυση μας δείχνει, νομίζω, ότι η πολιτική αξία συνδέεται με την εισαγωγή πολιτικών κανόνων, οι οποίοι, για να δικαιολογηθούν, χρειάζεται να ανατρέξουν σε αυτήν την αξία. Ταυτοχρόνως, μας δείχνει ότι η πολιτική αξία εσωτερικεύεται από τα δρώντα υποκείμενα ως πολιτική ευθύνη, ως στράτευση σε ένα πρόγραμμα άρσης των σχέσεων καταπίεσης και εκμετάλλευσης.

(1) Bλ. Ενδεικτικά I. Kant, Κριτική της κριτικής δύναμης, (επιμ.) Κ. Ανδρουλιδάκης, Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2002, «Εισαγωγή» xi, σελ. 75.
(2) Βλ. Κ. Ψυχοπαίδης, «Πολιτική μέσα στις έννοιες», εις Πολιτική μέσα στις έννοιες, Νήσος, Αθήνα 1997, σ. 13.
(3) Στο ίδιο, σ. 15.
(4) Βλ. ως προς αυτό τις αναπτύξεις του I. Kant, Κριτική του Πρακτικού Λόγου, (επιμ.) Κ. Ανδρουλιδάκης, Εστία, Αθήνα 2004, σελ. 68 επ.
(5) Βλ. Κ. Ψυχοπαίδης, Κανόνες και αντινομίες στην πολιτική, Πόλις, Αθήνα 1999, σ. 353.
(6) Βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τομ. Α΄, Αθήνα 1954, σελ. 267.
(7) Στο ίδιο, σελ. 272.
(8) Στο ίδιο, σελ. 234.
(9) Στο ίδιο, σελ. 311.

Ο Μανόλης Αγγελίδης διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου