Του Νικόλα ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ
Η επίθεση στους παραδοσιακούς τρόπους της κριτικής, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες και πολύ λιγότερο στην ηπειρωτική Ευρώπη, μετράει ήδη πολλές δεκαετίες. Οι κατηγορίες γνωστές: αισθητικός ελιτισμός, μουχλιασμένος νεοκλασικισμός, αδυναμία κατανόησης των πολιτισμικών πρακτικών που αναπτύσσονται σε εξισωτικά προσανατολισμένες εγγράμματες κοινωνίες, αναπαραγωγή μεταφυσικών στερεοτύπων στην αξιολόγηση των καλλιτεχνικών έργων. Στο στόχαστρο αυτής της αμφισβήτησης βρέθηκαν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους εκδοχές της κοινωνικής και πολιτισμικής ανάλυσης: η ακαδημαϊκή φιλολογία αλλά και η μαρξογενής κριτική κοινωνική θεωρία, η συντηρητική προσκόλληση σε ισχυρά α-ιστορικά αισθητικά κριτήρια αλλά και οι εμμονές στην επιβεβαίωση μορφών χειραγώγησης της εμπειρίας όχι μόνο σε αυταρχικά αλλά και φιλελεύθερα και επιτρεπτικά περιβάλλοντα.
Σχηματοποιώντας ασφαλώς, έχει κανείς την εντύπωση ότι από τη δεκαετία του ΄60 πολλοί άνθρωποι στο χώρο της πανεπιστημιακής Αριστεράς, κυρίως στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, άρχισαν να αισθάνονται ότι αυτό που τους χωρίζει από τους άλλους –τα ποικιλώνυμα «συντηρητικά ιερατεία»- είναι περισσότερο πολιτισμικό παρά οτιδήποτε άλλο. Για την ευαισθησία των νέων προοδευτικών έγινε κυρίαρχο θέμα η έλλειψη ευελιξίας και η θεωρητική στενοκεφαλιά όλων όσων βρέθηκαν να αντιδρούν στις «αυτονόητες» και πάντοτε βεβαίως αναπόδραστες απελευθερωτικές ρήξεις στη σφαίρα των κοινωνικών και πολιτιστικών ηθών. Θεωρήθηκε έτσι αιτία πολέμου ο εγκλωβισμός των αντιμοντέρνων σε παραδοσιακούς ορισμούς της κουλτούρας, της λογοτεχνικής ερμηνείας, της αισθητικής παιδείας. Επισημάνθηκε επανειλημμένα το κόστος που έχει η ανακύκλωση της παλιάς θρησκείας της Τέχνης σε μορφές κριτικής που εστιάζουν περισσότερο στον ίδιο τον δημιουργό και τη βιογραφία του παρά στο κείμενο και στην αυτονομία του. Και αυτή η κριτική στον μεταφυσικό υποκειμενισμό του Καλλιτέχνη και του Συγγραφέα πήγε παράλληλα με την ευρύτερη κριτική σε πρότυπα κοινωνικοπολιτικής σκέψης που «υποστασιοποιούν» με τη σειρά τους το υποκείμενο της πολιτικής πράξης και των κοινωνικών αλλαγών. Τέλος, εντοπίστηκε και η ρίζα της μεγάλης παραπλάνησης, στην οποία υποτίθεται ότι, από διαφορετικές βεβαίως αφετηρίες, συνέκλιναν συντηρητικοί δεξιοί και αριστεροί ανθρωπιστές. Ποια είναι λοιπόν η μήτρα του κακού; Με μια λέξη: η επιβίωση, μέσα στις λόγιες ελίτ, ενός αξερίζωτου πλατωνικού υποστρώματος. Ένας πλατωνισμός που σπεύδει πάντοτε να διαχωρίσει τη θέα της αλήθειας από την τυφλότητα της δόξας, τη βαθιά σοφία των ολίγων από τις ασύδοτες επιθυμίες ή τα ανάξια γούστα των πολλών. Τόσο η φιλελεύθερη κριτική στους «θεολόγους» του γούστου, όσο και ορισμένες 1* από τις μεταμοντέρνες επιθέσεις στη μεταφυσική των αξιών και στο είδωλο του κυρίαρχου υποκειμένου, καταλήγουν σε ένα παραπλήσιο συμπέρασμα: ότι εδώ και πολλές δεκαετίες ζούμε, με τον έναν ή άλλον τρόπο, έναν συγκλονιστικό εκδημοκρατισμό της κουλτούρας, μια εξέγερση της «κοινοτοπίας» ενάντια στην βασιλεία του εξαιρετικού, στον αυταρχισμό της πρωτοτυπίας, στην καταδυναστευτική αποκλειστικότητα της αισθητικής, πολιτικής, επιστημονικής γνώσης. Και αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν όντως η ύστερη καπιταλιστική νεωτερικότητα αποδεσμεύει πρωτοφανείς απελευθερωτικές ενέργειες, κάθε ριζική κριτική στους συγκεκριμένους προσανατολισμούς και στα ήθη αυτής της δημοκρατικής κοσμογονίας αποκρύπτει απλώς ένα «μίσος για τη δημοκρατία». Έτσι, ο Ζακ Ρανσιέρ τιτλοφορεί ένα από τα τελευταία του βιβλία La haine de la démocratie (Το μίσος για τη δημοκρατία) 2*. Στο εν λόγω κείμενο ξετυλίγει ως τα άκρα το επιχείρημα ότι η κριτική στα κοινωνικά/πολιτισμικά ήθη των φιλελεύθερων κοινωνιών δεν μπορεί παρά να είναι ένας ψευδεπίγραφος «αντικαπιταλισμός». Ο «αντικαπιταλισμός» σε αυτή την περίπτωση -συνεχίζει πάντα ο Ρανσιέρ- είναι απλώς μασκαρεμένο μίσος για τη δημοκρατία, η παλιά καλή πλατωνική εχθρότητα στο άναρχο παιχνίδι των επιθυμιών και η προσδοκία όλων των αντιδραστικών για μια ανελαστική και ιεραρχικά δομημένη «συμβολική τάξη» θεμελιωμένη στην ανισότητα μεταξύ του παιδαγωγού και του μαθητή, του καθοδηγητή και του καθοδηγούμενου.
Είναι άραγε δίκαιη και πειστική μια τέτοια αφήγηση; Μπορούμε, με τόση ευκολία, να περάσουμε από την αναγκαία διόρθωση των υπερβατολογικών φιλοδοξιών της παραδοσιακής κριτικής στον πανηγυρικό του λυτρωμένου αναγνώστη, ακροατή και θεατή; Δικαιούμαστε να μεταφέρουμε στο χώρο της κουλτούρας το μοτίβο της «εξουσίας του καταναλωτή» και το «δίκιο του πελάτη»; Κάπου εδώ πιστεύω ότι αρχίζει να σμιλεύεται μια άλλη μυθοποίηση, βασισμένη σε επικίνδυνες απλουστεύσεις και καρικατούρες. Ποιες είναι επικίνδυνες απλουστεύσεις; Θα αναφέρω τουλάχιστον τρεις και κατά τη γνώμη μου πολύ σημαντικές. Πρώτον, μια συνεχιζόμενη σύγχυση ανάμεσα στο ερώτημα για την αυθεντία (authority) και στην έννοια της τυραννικής εξουσίας ή της καταπιεστικής κυριαρχίας (domination). Δεύτερον, μια ελάχιστα κριτική έως ανοιχτά απολογητική προσέγγιση στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η «κοινωνικοποίηση» των καλλιτεχνικών πρακτικών στις σημερινές κοινωνίες. Τρίτον, το άλμα μεταξύ δυο απόλυτων και αδιέξοδων θέσεων: από την ιεραρχική μεταφυσική (δογματική αξιολογία, η τέχνη ως τόπος της αλήθειας, ο δημιουργός-βασιλέας) στον φετιχισμό της οριζοντίωσης και της διασποράς του νοήματος, με την κατάχρηση μιας εξαγνιστικής ρητορικής της διάχυσης και του ανεμπόδιστου πειραματισμού.
Κάπως έτσι, μια πεπαλαιωμένη και σχεδόν ξεχασμένη ρητορική περί της «ανοιχτής κοινωνίας» συνενώνεται, ως εκ θαύματος, με υπόνοιες για έναν εξ εξελίξει σοσιαλιστικό αν όχι κομμουνιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό 3*. Ο σοσιαλισμός είναι ήδη εδώ και μάλλον δεν το έχουμε πάρει είδηση. Είναι εδώ επειδή το «απολυταρχικό έργο» και οι παραδοσιακοί αυθέντες και εξηγητές του έχουν χάσει το κύρος και την εξουσία τους στα πλαίσια της δημοκρατικής εξέγερσης του οποιουδήποτε, του αφανούς αναγνώστη-ακροατή-θεατή. Ο σοσιαλισμός είναι εδώ, διότι έχουμε περάσει για τα καλά στη συμμετοχική δημοκρατία του διαδικτύου και των νέων μέσων δημιουργικής έκφρασης.
Ποιο είναι το πρόβλημα με τον συγκεκριμένο λόγο; Θα έλεγα ότι συμπυκνώνει -παραδειγματικά μάλιστα- τις πιο αδύναμες αιχμές, τόσο της μεταπολεμικής φιλελεύθερης κριτικής στον «πεσιμισμό της αγανάκτησης» όσο και ορισμένων τάσεων του ακραίου μεταμοντερνισμού. Φέρει σε επαφή τον φιλελεύθερο αντι-ελιτισμό ενός Έντουαρντ Σίλς ή ενός Χέρμπερτ Γκανς 4* με τον μεταμοντέρνο αντι-ελιτισμό στην εκδοχή ενός Ζιλ Λιποβετσκύ. Έχουμε επιπλέον την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μπροστά στη θεωρητική στέγαση της άποψης που έχουν για τη δημοκρατική εξέγερση των πληθυντικών κοινών τα έντυπα του λεγόμενου ψαγμένου life-style και οι οδηγοί διασκέδασης των free press περιοδικών. Και το ερώτημα είναι ποια θέση απομένει πλέον στην επίπονη διερεύνηση των όρων συγκρότησης και κοινωνικής αναπαραγωγής των πολιτισμικών πρακτικών; Τι διασώζεται -αν βεβαίως διασώζεται κάτι- από τα σημαντικά και καθόλου νεκρά ερωτήματα για την ιδεολογία, την καλλιτεχνική παιδεία, τον στοχασμό των κριτηρίων με τα οποία μπορούμε και οφείλουμε να διαχωρίσουμε λ.χ. την τέχνη του μυθιστορήματος από τον ωκεανό της δακρύβρεκτης, «ιστορικίζουσας» ή ερωτικής αισθηματολογίας που αποτελεί τον ανθό της εκδημοκρατισμένης μας πεζογραφίας;
Δυστυχώς, τίποτα δεν φαίνεται να διασώζεται. Το φάντασμα του απολυταρχισμού των φιλολόγων-κριτικών, των κακών δασκάλων και «παιδαγωγών», συσκοτίζει πλήρως τις διακριτές και άλλης τάξης απορίες που γεννάει ο πολιτισμικός λαϊκισμός και η ρητορική πλημμυρίδα περί ακηδεμόνευτων (ερμηνευτικών) επιλογών. Από την κινδυνολογία της κρίσης της κουλτούρας και της τέχνης – κινδυνολογία που πράγματι εξέθρεψε πολλές δογματικές αποφάνσεις και απαράδεκτες αξιολογικές καταδίκες- βυθιζόμαστε τώρα στην αγκαλιά της «αθωότητας του [καλλιτεχνικού] γίγνεσθαι». Ως εάν η αναγόρευση των ικανών ντισκ τζόκεϋς σε συνθέτες, η συστηματική προώθηση των video artists και των installations σε βάρος της εικαστικής «παλιατσαρίας», ο τυπικός πολλαπλασιασμός των λογής πολιτισμικών δράσεων –σε μπαρ, εστιατόρια-γκαλερί, πλατείες- να ήταν η ευτυχής πραγμάτωση της ουτοπίας για τη μίξη της τέχνης με τη ζωή και την αποτίναξη της δικτατορίας των κανόνων και των καταπιεστικών μεσιτεύσεων. Το ότι πολλοί από τους κανόνες και βεβαίως οι θεωρητικές παραδοχές με τις οποίες προικίστηκαν στο παρελθόν έπρεπε να επανερμηνευτούν, να αλλάξουν, να υποβληθούν σε ριζική επανεξέταση είναι αδιαμφισβήτητο. Αυτό που μοιάζει ελάχιστα πειστικό είναι η υποκατάσταση της ανάγκης για κανόνες, για συμβολικά σύνορα και οριοθετήσεις από τον μαγικό εμπειρισμό της αγοράς, από την κυκλοφορία του γούστου και τις δικές του «ετυμηγορίες». Τώρα μάλιστα που ζούμε την κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού στον χρηματιστικό τζόγο, πρέπει να τον διατηρήσουμε, επιχρωματισμένο μάλιστα με ριζοσπαστικές ανταύγειες, στη λογοτεχνία και την κουλτούρα;
1. Εδώ θέλω να είμαι προσεκτικός. Αναφέρομαι σε συγκεκριμένες τάσεις των πολιτισμικών σπουδών, που μετά την γκραμσιανή και νεομαρξιστική τους παιδική ηλικία ενηλικιώθηκαν στην κατεύθυνση ενός «πολιτισμικού λαϊκισμού». Από την κριτική έρευνα των νέων πολιτισμικών κειμένων και μέσων (της τηλεόρασης, του ίντερνετ, της ποπ δημιουργίας στη μουσική, στη μόδα κλπ), αυτός ο πολιτισμικός λαϊκισμός προσχωρεί σταδιακά στην ερωτική ταύτιση με το αντικείμενό του, σε μια απολογητική προσέγγιση σε καθετί «νέο» και «ενδιαφέρον» που παράγεται από την πολιτισμική βιομηχανία. Έχουμε έτσι μια πλήρη ανατροπή και άρνηση των αρχικών αφετηριών της θεωρίας της κουλτούρας: το άλμα από την κριτική άρνηση στο εγκώμιο, από τον υποθετικό μιζεραμπιλισμό της «αρχαιο-γκρινιάρικης» Αριστεράς στον κοσμικό ηδονισμό και στην αντίληψη για την απίστευτη δημιουργικότητα του αναγνώστη/θεατή/ακροατή, που μπορεί και απολαμβάνει τα μηνύματα της εμπορικής κουλτούρας μέσα από τις δικές του ερμηνευτικές στρατηγικές οικειοποίησης.
2. Βλ. και Βασίλης Λαμπρόπουλος «Ο θάνατος του συγγραφέα και η αφύπνιση του αναγνώστη» («Αναγνώσεις», τχ. 300, 21/9/2003).
3. Η έμμεση αναφορά σε κάποια κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής στα πλαίσια της σημερινής επικοινωνιακής δημοκρατίας δεν είναι τόσο παράξενη. Η ιδέα ότι η επέκταση των δωρεάν ή φτηνών προσβάσεων σε αποθήκες δεδομένων και άλλες πολιτισμικές ροές –μουσική, σεξουαλικές εμπειρίες κλπ- συνιστά έναν βαθύ κοινωνικό μετασχηματισμό που προαναγγέλλει το πέρασμα στον κομμουνισμό -θεωρούμενος απλώς ως συλλογική ιδιοποίηση του πλούτου- είναι μια από τις ελκυστικές υποθέσεις της «μη αρχαϊκής» Αριστεράς.
4. Μια πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση για αυτόν το φιλελεύθερο «πολιτισμικό λαϊκισμό» και τον τρόπο με τον οποίο απαγορεύει ουσιαστικά κάθε συζήτηση για την αξία ή την ασημαντότητα ενός καλλιτεχνικού έργου, μας παραδίδει ο Κρίστοφερ Λας βλ. Christopher Lash, Culture de masse ou culture populaire?, Παρίσι, (μετάφραση: Frédéric Joly, πρόλογος: J.Cl. Michéa), Climats, 2003.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει Πολιτική και Κοινωνική Φιλοσοφία στο ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου