18/10/08

Αξιώσεις θεωρητικής ισχύος

Στους δρόμους της θεωρίας
Με αφορμή ένα βιβλίο ή μια σκέψη

Του Παναγιώτη ΝΟΥΤΣΟΥ

Εδώ και τριάντα περίπου χρόνια χρονολογείται το ενδιαφέρον μου για την οριοθέτηση των «νεοελληνικών σπουδών», στο πλαίσιο μιας κριτικής αποτίμησης των μορφών θεματολογικής και μεθοδολογικής ανανέωσης που συναφώς είχε επιτευχθεί. Βέβαια υπάρχουν πολλοί τρόποι να διευκρινισθεί πώς συγκροτείται το εκάστοτε «όλο» των επιστημονικών γνώσεων για τη νεοελληνική κοινωνία, στην ιστορική της διαδρομή, και τον πολιτισμό της που παρήγαγε και παράγει. Εδώ θα συνοψίσω παρατηρήσεις μου που διατυπώθηκαν κατά την τελευταία δεκαπενταετία και αφορούν τις νεοελληνικές σπουδές, όπως αυτές αναπτύχθηκαν πρόσφατα ως μία «τάση» στις Ενωμένες Πολιτείες, καθιστώντας την αμέσως προηγούμενη επισήμανση για τη νεοελληνική κοινωνία «ελλαδοκεντρική», μια και φαίνεται να μην υπολογίζει την ισχυρή παρουσία του εκάστοτε παροικιακού ελληνισμού.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο οδοδείκτης θα μπορούσε να στραφεί προς το Columbus της πολιτείας του Ohio, όπου κατά τους αντιτιθέμενους «θετικιστές» της νεοελληνικής φιλολογίας επικρατούσε η “Ohiology”. Ήδη στην Ελληνοαυστραλία (1996), είχα εκφράσει την αντίθεσή μου προς τον Lionel Gossman, που χα¬ρα¬κτηρίζει την ογκώδη σύνθεση του Βασίλη Λαμπρόπουλου: The Rise of Eurocentrism (1994) “stimulating, impassioned, ungainly, and troubling book”. Η αρκετά συμπαγής τότε τριάδα των νεοελληνιστών του Ohio State University προσπάθησε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά των ανά τον κόσμο νεοελληνικών σπουδών.
Ακριβώς σε μια περίοδο που ανθούσαν οι “Cultural studies” και η διεθνής φιλολογία δοκίμαζε την αντοχή της θεωρητικής της θεμελίωσης (όποια διέθετε) στο πεδίο της «μετανεωτερικότητας», με σημεία αιχμής την «πολυ-πολιτισμικότητα», τη «μετααποικιοκρατία» και το «μεταδομισμό» (Jusdanis 1997) (1) . Έστω κι αν ο αμυντικός αυτοχαρακτηρισμός της τριάδας ήταν σκεπτικιστές (Lambropoulos 1989) και αν οι ίδιοι συγκροτούσαν μια αυτοτελή «τοπογραφία» των Ελλήνων θεωρητικών της Διασποράς, το ακαδημαϊκά προσπελάσιμο και συνακόλουθα εμπορεύσιμο θεώρημα του «οικουμενικού Ελληνισμού» κατανοείται πληρέστερα εκεί που κυοφορήθηκε και όχι στη συγκεκριμένη κοινότητα των πολιτών που συναπαρτίζουν τόσο ως «φαντασιακή» όσο και ως κρατική οντότητα– το ελληνικό έθνος.
Ακριβώς αυτό το σημείο, αν αφήσουμε στην άκρη την περιφρόνηση ή απλώς την υποβάθμιση της θεωρίας της λογοτεχνίας, γεγονός πού υπόκειται σε σειρά επικριτών της τριάδας, εξηγεί γιατί προκρίθηκε η διάχυση των νεοελληνικών σπουδών σε νεωτερικούς κλάδους των Επιστημών του ανθρώπου και όχι η θεσμική τους αυτοτέλεια, κατά το πρότυπο των ελλαδικών Πανεπιστημίων. Έτσι, οι φυσικοί αποτιμητές της «επικοινωνιακής» τους «επάρκειας» τοποθετούνται στον περίβολο του αμερικανικού campus (και μέσω αυτού στο πεδίο του διεθνούς καταμερισμού της επιστημονικής γνώσης) και δευτερευόντως στους συναδέλφους του «εθνικού κέντρου».
Χωρίς να παρακάμψω εδώ τη μία και μόνη και προφανώς ανιστόρητη εκδοχή του “postmodernism”, συνυπολογίζω τη φροντίδα για επαρκή αξιοποίηση της συγκομιδής που υπάρχει για τα θέματά τους από την ιστορία των ιδεών (αν και στην αντιμετώπιση του ορίζοντα προσδοκιών του «έθνους–κράτους» οι πηγές και η οικεία βιβλιογραφία δεν φαίνονται να ικανοποιούν το στόχο του Jusdanis• 1991) και συ¬νάμα την πρόθεση να διατηρηθεί ως ενεργό ερευνητικό και διδακτικό αντικείμενο ο “Hellenism” (με τη δήλωση μάλιστα ότι η αρχαία Αθήνα συνιστά “the prototype par excellence of democratic government»• Jusdanis 1997).
Αναμφίβολα επίσης η επιχειρούμενη εμβάθυνση στην πρακτική του “multiculturalism” (από τη μια η «ριζοσπαστική» συμπεριφορά όσων έχουν στιγματισθεί λόγω των «διαφορών» χρώματος ή κουλτούρας και διεκδικούν ισοπολιτεία, και από την άλλη η «φιλελεύθερη» που εκφράζει τη «διαφορά» των Ευρωπαίων μεταναστών «φολκλορικά», χωρίς να απορρίπτεται η ενσωμάτωσή τους στην ηγεμονική πολιτισμική ομάδα) είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Αντίστοιχα, η σύστοιχη ρήξη με τον «εθνικισμό», που εξυπονοεί η «πολυπολιτισμική» ισορροπία στο εσωτερικό της παραγωγής συμβολικών αγαθών και προτύπων, δηλαδή μια διαφοροποιημένη διαχείριση της «κοινής γνώμης», θα μπορούσε να ενισχύσει τους λόγους που διατηρείται αμείωτο το ενδιαφέρον για την αλεξανδρινή εποχή και συνακόλουθα για τον νεότερο εκφραστή της, τον «μεταμοντέρνο» Καβάφη (Jusdanis 1987).
Κρατώ πάντως τις καίριες επισημάνσεις τους για τη συγκρότηση της λογοτεχνίας ως «εθνικού θεσμού» (Lambropoulos 1998), αν και η οπτική τής «Γνωσιοανθρωπολογίας» για τη «φαντασιακή κοινότητα» των Ελλήνων λογίων της προεπαναστατικής περιόδου μπορεί να αναδείξει πληρέστερα το εγχείρημα αυτοκαθορισμού και ετεροκαθαρισμού των εκπροσώπων του «πολιτικού κόμματος». Συγκρατώ επίσης την αυτοπαρουσίασή τους ως «σκεπτικιστών», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υιοθέτηση ενός κραυγαλέου σχετικισμού που δέχεται ως μόνο απόλυτο τα «κείμενα», δηλαδή ως αυτοτελείς αξιώσεις θεωρητικής ισχύος. Για να βαφτίσω, τουλάχιστον, τον Λαμπρόπουλο «Κονδύλη» των νεοελληνικών σπουδών στην Αμερική, με κοινή αφετηρία την παρέα του περιοδικού Σημειώσεις.

1. Για τα πλήρη βιβλιογραφικά στοιχεία του παρόντος κειμένου βλ. το βιβλίο μου: Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 2005, σ. 207-209.


Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου