20/9/08

Ο θάνατος του συγγραφέα και η αφύπνιση του αναγνώστη

Στους δρόμους της θεωρίας
Με αφορμή ένα βιβλίο ή μια σκέψη


Του Βασίλη ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο θάνατος του συγγραφέα, που συνήθως τοποθετείται στη δεκαετία του ’60, κόστισε πολύ σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων – όχι σε απλούς αναγνώστες αλλά σε κριτικούς και φιλολόγους. Το ευρύ κοινό, όσο κι αν χαίρεται να βλέπει γνωστούς συγγραφείς στο δρόμο ή στην τηλεόραση, τελικά επιζητεί τα βιβλία τους κι όχι την ιστορία της ζωής τους. (Η αδιαφορία του κοινού για τους συγγραφείς εξηγεί γιατί δεν γράφονται βιογραφίες τους στην Ελλάδα.) Ήταν οι ειδικοί της λογοτεχνίας που ένιωσαν ορφανοί, χωρίς εθνικούς ποιητές και ηθολόγους πεζογράφους. Πώς θα μπορούσαν τώρα να συζητούν έργα χωρίς να αναφέρονται στους δημιουργούς τους; Πού θα βασιστεί η κριτική κατάθεση, αν όχι στη συγγραφική πρόθεση; Μήπως ο θάνατος του συγγραφέα σημαίνει το τέλος εκείνων που βιοπορίζονται υπηρετώντας τον;
Αυτή η μελοδραματική αντίδραση, των εξ επαγγέλματος ερμηνευτών, συσκότισε δύο σπουδαία πολιτιστικά φαινόμενα. Το πρώτο είναι πως, πολύ πριν επισημοποιηθεί από τον στοχασμό της δεκαετίας του ’60, ο θάνατος του συγγραφέα, και γενικά του καλλιτέχνη, έλαβε χώρα την εποχή της πρωτοπορίας, στις δυο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Τον συγγραφέα δεν τον σκότωσαν μετα-μοντέρνοι φιλόσοφοι στο Παρίσι αλλά προ-μοντέρνοι συγγραφείς και καλλιτέχνες σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Η ατίθαση γενιά του Τριστάν Τζαρά και των Ντανταϊστών εξόντωσε τον δημιουργό, βεβηλώνοντας όλες του τις καθαγιασμένες ιδιότητες – την έμπνευση, τη μοναδικότητα, τη μοναξιά, την κατάρα, την εξορία.
Αρχίζοντας ίσως με τον Μπρετόν, ορισμένοι σύγχρονοί τους αντέδρασαν σε αυτή την τάση/δράση, όταν αντιλήφθηκαν τι πράγματι διακυβευόταν, και δημιούργησαν ένα καινούργιο καλλιτεχνικό κίνημα, τον Μοντερνισμό, που στην περίοδο 1920-50 έδωσε τα τελευταία αριστουργήματα του Δυτικού Κανόνα. Ήταν όμως ήδη αργά: το λυκόφως των ειδώλων έπεφτε βαρύ. Η λογοτεχνία και οι άλλες τέχνες δεν είχαν μέλλον: ο πολιτισμός που τις δημιούργησε ξεψύχησε στα χαρακώματα του Πρώτου Πολέμου.
Το πρώτο λοιπόν μείζον φαινόμενο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως κανείς δεν σκότωσε τον συγγραφέα. Προς τιμήν του, ο συγγραφέας, πολύ πριν από τους ανασφαλείς κριτικούς, κήρυξε εαυτόν έκπτωτο, κατέβηκε από το θρόνο του και βγήκε στους δρόμους σαν τον Οιδίποδα του Παζολίνι. Όταν όμως δεχτούμε πως ο συγγραφέας παραιτήθηκε εθελούσια από τα αξιώματά του, μισό αιώνα πριν το φιλοσοφήσει ο θεωρητικός λόγος, ποια είναι η ριζοσπαστική εξέλιξη που συνετελέσθη τη δεκαετία του ’60; Αν όχι ο θάνατος του συγγραφέα, τι συνέβη τότε και μας έκανε να μιλάμε για αυτό το απελευθερωτικό πρόταγμα που αποκαλείται σε κάθε γλώσσα του κόσμου “σίξτις”; Πρόκειται για το δεύτερο μείζον πολιτιστικό φαινόμενο, για το οποίο δεν γίνεται κανείς απολύτως λόγος – την αφύπνιση του αναγνώστη.
Τη δεκαετία εκείνη, με το τέλος του ένδοξου Μοντερνισμού, αρχίζει να συντελείται εμπρός στα έκθαμβα μάτια του πολιτιστικού μονοπωλίου ο μέγας εκδημοκρατισμός της κουλτούρας. Η βασιλεία των Δημιουργών, η μοναρχία των Κριτικών, η φεουδαρχία των Φιλοσοφικών Σχολών πνέουν τα λοίσθια. Η κοσμική θεολογία που αποκαλείται αισθητική (αλήθεια, ποιος την θυμάται πια;) λήγει. Ο ολοκληρωτισμός των μνημειακών έργων κρημνίζεται. Η τυραννία των εθνικών και άλλων κανόνων χρεοκοπεί. Ένας αέρας ισονομίας, ισηγορίας και ισοπολιτείας πνέει στις τέχνες. Έφτασε η ώρα του εξεγερμένου αναγνώστη.
Ενστερνιζόμενος το επαναστατικό μήνυμα καλλιτεχνών όπως ο μουσικός Καίητζ, ο πεζογράφος Πύντσον και ο ζωγράφος Ντυσάν (που αποκηρύσσουν κάθε καλλιτεχνική αυθεντία), ο αναγνώστης/παραλήπτης απελευθερώνεται από τα ιδεολογικά δεσμά της μεγαλοφυΐας και του ταλέντου, που του είχε επιβάλει ο θεσμός του Συγγραφέα, και διεκδικεί τη δική του ισότιμη συμμετοχή στην καλλιτεχνική δημιουργία. Απαιτεί το δικαίωμα της αμφισβήτησης, της αναθεώρησης, της ασέβειας. Επικαλείται τη συλλογικότητα, τη συμμετοχή, τη σύμμειξη. Από τους κλειστούς χώρους της θεσμικής εξουσίας προτιμά ανοιχτά περιβάλλοντα, όπου τα όρια της οθόνης, της γκαλερί, της παράστασης και της αίθουσας διδασκαλίας συγχέονται και συμφύρονται. Δεν υποτάσσεται σε κανένα ιερατείο – ούτε Kαθολικό (η ερμηνεία ως τελετουργία) ούτε Προτεσταντικό (η ερμηνεία ως κατανόηση): η δημιουργία βγαίνει στην αγορά καθώς η ερμηνεία συντελείται ως επιτέλεση/performace.
Η αφύπνιση του αναγνώστη έχει γίνει κατ΄ εξοχήν αισθητή στο χώρο του θεάτρου όπου η εκδημοκρατικοποίηση της ερμηνείας είναι προφανής. Με βάση αυτή την αφύπνιση θα πρέπει να συζητηθούν βέβηλες παραστάσεις “πειραγμένων” κλασικών έργων, οι οποίες ενοχλούν την κριτική και την κλάκα της όχι επειδή παραβαίνουν κάποιο πρωτότυπο αλλά επειδή εκφράζουν την ανταρσία του αναγνώστη κατά του απολυταρχικού έργου. Την ίδια πάντως ανταρσία εκφράζουν πολλές άλλες μορφές σύγχρονης τέχνης, ιδιαίτερα εκείνες που οικειοποιούνται ασύστολα από διάφορες πηγές χωρίς να τις αναφέρουν και να τις τιμούν, διεκδικώντας το δικό τους κύρος με άκρα επινοητικότητα: μυθιστορήματα που ενσωματώνουν ιστορικά τεκμήρια, συμφωνίες με παραθέματα από προηγούμενες, ολόκληρα κομμάτια ποπ μουσικής συνθεμένα από άλλα, παραστάσεις με τη συμμετοχή κοινού, εγκαταστάσεις με κάθε είδους υλικό της καθημερινής ζωής κ.λπ.
Στα πλαίσια αυτών των τάσεων είναι δικαιολογημένο το μεγάλο ενδιαφέρον που έχει προκαλέσει το δοκίμιο “Ο απελευθερωμένος θεατής”, που ο Ζακ Ρανσιέρ, ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή γάλλους στοχαστές, έδωσε ως διάλεξη στη Φρανκφούρτη το 2004 και δημοσίευσε στο τεύχος Μαρτίου 2007 του περιoδικού Artforum. (Το βρίσκει κανείς εύκολα στο διαδίκτυο μέσα από βιβλιοθήκες που διαθέτουν βάσεις δεδομένων). Ο Ρανσιέρ επικρίνει από αριστερή σκοπιά προοδευτικές θεωρίες, όπως του Αρτώ και του Μπρεχτ, που υποτιμούν το κοινό ακριβώς επειδή επιδιώκουν να το απελευθερώσουν. Σε αυτές απαντά πως η στάση του θεατή δεν είναι παθητική και η υπεροψία του καλλιτέχνη την αδικεί. Το κοινό μπορεί να πάρει την ερμηνεία στα χέρια του, χωρίς να το ποδηγετήσει ο δημιουργός. Όπως λέει επιγραμματικά σε μια συνέντευξη που συνοδεύει το δοκίμιο: “Η τέχνη απελευθερώνεται και απελευθερώνει [...] όταν παύει να επιδιώκει την απελευθέρωσή μας”.
Όλες λοιπόν οι δακρύβρεκτες συζητήσεις για το θάνατο σου συγγραφέα εκτυλίσσονται εκτός τόπου και χρόνου. Πριν εκατό περίπου χρόνια, ο Δημιουργός του κεφαλαίου Δ κατέβηκε μόνος του από το σταυρό του σκηνοθετημένου μαρτυρίου, καταγγέλλοντας τις δεισιδαιμονίες που είχαν δημιουργήσει τη θρησκεία της Τέχνης γύρω στα 1750. Αυτή η φοβερά έντιμη και ανατρεπτική χειρονομία ενέπνευσε τους αναγνώστες του να γίνουν, βαθμιαία, από ποίμνιο συνομιλητές και συνεργάτες του. Η εποχή της συγγραφικής νομοθέτησης και της αναγνωστικής υποτέλειας έληξε: δεν διαβάζουμε ευλαβικά, δεν μαγευόμαστε υπάκουα, δεν εμβαθύνουμε πειθήνια, δεν απολαμβάνουμε σιωπηρά. Ορισμένοι θεράποντες της λογοτεχνίας, όπως φιλόλογοι και κριτικοί, δεν έχουν συνέλθει ακόμη από το σοκ, αλλά αυτό δεν έχει πια καμιά σημασία. Εδώ και μισό περίπου αιώνα ζούμε (συχνά συμμετέχουμε κιόλας σε) μια από τις μεγαλύτερες δημοκρατικές εξεγέρσεις στο χώρο της τέχνης: την εποχή της συμμετοχικής δημιουργίας, όπου δεν υφίστανται πια απόλυτα έργα και οριστικές ερμηνείες αλλά ανοιχτοί χώροι στους οποίους η τέχνη διαμεσολαβείται, κυκλοφορεί και διαχέεται. Ποτέ τόσοι πολλοί δεν έκαναν τέχνη για τόσους πολλούς και με τόσους τρόπους. Σιγά σιγά, το κοινό έχει αρχίσει να παίρνει στα χέρια του τα μέσα παραγωγής πολιτισμού.

Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος κατέχει την Νεοελληνική Έδρα Κ. Π. Καβάφη στα Τμήματα Κλασικής και Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου