2/8/08

Γιάννης Ρίτσος

αφιέρωμα,
επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης

|Ποιήματα ΙΔ΄|
[|Κάποτε|, 1977, |Πηλός|, 1978, |Μικρή είσοδος|, 1978, |Αντικαταστάσεις|, 1978, |Ο κόσμος είναι ένας|, 1978, |Δωμάτια μετ’ επίπλων|, 1978-1979, |Άξαφνα|, 1979, |Έφυγαν|, 1979-1980, |Εισπνοές|, 1980, |Ίσκιοι πουλιών|, 1980, |Το άγαλμα στη βροχή|, 1980]
εκδόσεις Κέδρος, επιμέλεια Αικατερίνη Μακρυνικόλα, σελ. 424

Έσχατο σημείο

Εφημερίδες, χειρόγραφα, αγάλματα, σταχτοδοχεία,
κι άλλοι νεκροί (από φυσικό ή βίαιο θάνατο) – γέμισε ο τόπος,
δεν έχεις πού ν’ ακουμπήσεις το χέρι σου ή μια σκέψη. Το χειρότερο:
ετούτες οι φωτογραφίες, χιλιάδες – πώς σωριάστηκαν εδώ πάνω; -
όλες δικές του, ναι, σε διάφορους χώρους και χρόνους, σε διάφορες στάσεις,
άλλες ρητορικές ή ερημικές, με πλάγιο φωτισμό ή κάθετο,
άλλες σε ημίφωτα πρωινά ή εσπερινά μ’ ένα σκυλί στ’ ακρογιάλι,
ή μ’ ένα κηροπήγιο στη σκάλα, ή στην εξέδρα με όλα τα παράσημά του,
Ποσειδώνας; Απόλλωνας; Χριστός; δημαγωγός; θεατρίνος; ή μήπως ερημίτης
με μιαν ακρίδα στον ώμο του, μια πεταλούδα στα μαλλιά του,
με κίτρινα αγκάθια στους κροτάφους και στα πόδια. Ποιος είναι
αυτός ο υμνημένος και λιθοβολημένος; Πού να κρύψει το βλέμμα;
Πού την απόσταση; Πώς να ανταποκριθεί; Σε ποιον; Κι έτσι καθώς βουλιάζει
μέσα στα τόσα πρόσωπα που του ‘χουν δώσει, που έχει πάρει, τον βλέπω
να βγάζει το δεξί του χέρι, διάτρητο, μόνο, πάνω απ’ την πλημμύρα, χαιρετώντας
ένα πλυμένο λευκό φανελάκι κρεμασμένο στο δέντρο, πάνω στο λόφο.

|Αθήνα, 25.ΧΙΙ.79|




Να φοβάσαι τους ποιητές...
(τους μεγάλους ποιητές)




Του Κώστα ΒΟΥΛΓΑΡΗ


Αγαπητέ αναγνώστη, που μαζί, έντιμα και σωστά, κατακλύζαμε τα γήπεδα της Μεταπολίτευσης, τραγουδώντας τη |Ρωμιοσύνη|, ακούγοντας κάποτε και τον ίδιο τον ποιητή να απαγγέλλει, ακούγοντάς τον και στο δίσκο βινυλίου να διαβάζει το |Καπνισμένο τσουκάλι|, τώρα ήρθε η ώρα, να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο, εξίσου σκληρές εκδοχές: είτε εξαπατηθήκαμε από τον Ρίτσο, είτε αυτά ήτανε τα όριά μας τότε.
|Όταν έβρεχε/ έλεγε βρέχει/ όταν είχε λιακάδα/ έλεγε λιακάδα/ κι όμως/ δεν έλεγε αλήθεια.|
Γιατί, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ο Ρίτσος υποδυόταν, στα κατάμεστα από την άγουρη, την εφηβική επαναστατικότητά μας γήπεδα, ή στα μεγάφωνα που έπαιζαν πάνω από τα όρια της ηχητικής ευκρίνειας και της αισθητικής ευπρέπειας, εκείνη λοιπόν τη στιγμή που, με ευθύνη και συνέπεια, υποδυόταν τον κοινωνικό ρόλο του «ποιητή της Αριστεράς», δηλαδή τον μόνο ρόλο που αντέχαμε σ’ αυτόν -εμείς αγαπητέ αναγνώστη αλλά και η Αριστερά-, εκείνη τη στιγμή ο ποιητής Ρίτσος βρισκόταν αλλού.
|Τα φτερά μου τρέμουν/ απ’ τις ζητωκραυγές/ λίγο ακόμη/ και θα μαδήσουν.|
Η αισθητική του, δηλαδή ο τρόπος που βίωνε και έβλεπε τον κόσμο, απείχε πολύ απ’ ό,τι εμείς βιώναμε, απ’ ό,τι βλέπαμε στην ποίηση και στο πρόσωπο του Ρίτσου, απ’ ό,τι εμείς αναγνωρίζαμε ως ποίηση. Αυτός, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, είχε να αναμετρηθεί με τη συνέχεια και την εξέλιξη της ποιητικής γλώσσας, σε ρυθμούς και ατραπούς που δεν είχαν καμιά σχέση με τη ρυθμική των διαδηλώσεων. Ή, μάλλον, με τη ρυθμική εκείνων, των δικών μας διαδηλώσεων, της αρβύλας που έπεφτε βαριά στην άσφαλτο και του αμπέχονου που ανέμιζε κύματα εύκολης οργής και αισιοδοξίας.
|Πολύ κουράστηκε/ γι’ αυτό στο τέλος/ έλεγε σ’ όλους ναι/ ανέπαφος.|
Σε μια τέτοια στιγμή, αυτός αναζητούσε εκείνους τους ρυθμούς που καθιστούν την ποιητική γλώσσα ιδιαίτερη και αναντικατάστατη εμπειρία, τόσο για τον ποιητή όσο και για τον αναγνώστη.
|Πόσους θανάτους/ στοιχίζει στη ζωή/ η λίγη αθανασία-/ κι αυτή μετά θάνατον.|
Ο τόμος, που σήμερα παρουσιάζουμε, μας μεταφέρει στην κορύφωση του ζόφου της Μεταπολίτευσης, στην περίοδο 1977-1980. Μας δίνει δε τη δυνατότητα, να ξαναδούμε συνολικά το έργο του, όπως οργανώνεται από δύο αφετηρίες: την καλλιτεχνική έκφραση και την καλλιτεχνική επιβίωση. Γιατί, παρ’ ότι ο μοντερνισμός του ήταν, μαζί με αυτόν του Νίκου Εγγονόπουλου και του Νικολάου Κάλας, ο πιο ευρύς και πολυσύνθετος, μέσα στη χορεία των ομηλίκων του ποιητών, ήδη με την εμφάνισή του στην ποιητική κονίστρα βρίσκεται μπροστά στο αδιέξοδο: αποσυνάγωγος του «νεωτερικού κανόνα» της γενιάς του ’30 (όπως του έδειξε ο Ανδρέας Καραντώνης από τα |Νέα Γράμματα|) και πολιτικά διωκόμενος, αφού έχει ταυτίσει τη δημόσια παρουσία του με τις περιπέτειες της Αριστεράς. Έτσι, για τον ποιητή Ρίτσο, απέμεναν μόνο δύο επιλογές: είτε να συμβιβαστεί με την ιδέα του περιθωρίου, ή και της σιωπής, είτε να κόψει κομμάτια από τις σάρκες του, υποθηκεύοντας τη διαδρομή του. Επέλεξε τη δεύτερη λύση, όχι όμως στην κατεύθυνση της συμμόρφωσης (ποιητικής ή και πολιτικής). Όντως έκοψε κομμάτια από τις σάρκες του (το ποιητικό του μέγεθος τού παρείχε αυτή την πολυτέλεια), αλλά για να φτιάξει, δίπλα στο σώμα της ποίησής του, μια ολόκληρη γκάμα συλλογών και ποιημάτων, που είχαν εξασφαλισμένη την αποδοχή, ή και την αποθέωση, κατ’ αρχήν από τους αριστερούς αναγνώστες. Όμως, η σχετική κατηγοριοποίηση δεν είναι εύκολη: τα όρια δεν είναι και τόσο διακριτά ανάμεσα στα δύο είδη ποιημάτων του, ενώ ο ογκώδης και έντονα ιστορικά φορτισμένος «φάκελος Ρίτσου» τα περιλαμβάνει όλα, μαζί και τις μελοποιήσεις, όπως και την εν γένει πρόσληψή του και χρήση του, ακόμα και από εμάς τους εφήβους της Μεταπολίτευσης. Ναι, όλα αυτά είναι ο «Ρίτσος», δηλαδή ο «ποιητής της Αριστεράς», αυτό το σύνολο αποτελεί ένα κομμάτι της νεοελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μας, όμως ο ποιητής Ρίτσος υπάρχει μόνο σε ορισμένες περιοχές αυτού του αχανούς τοπίου.
Από τις 9 ανέκδοτες συλλογές του παρόντος τόμου, θα σταθώ μόνο στην πρώτη, τη συλλογή |Κάποτε| (1977), απ’ όπου και όλοι οι στίχοι που παραθέτω.
|Μεγάλη δυσκολία/ το πλάσιμο/ των θετικών ηρώων-/ όταν αφήσουν χάμου/ τις σημαίες/ δεν ξέρουν πια/ τι να κάνουν τα χέρια τους/ ούτε και εμείς-/ καλύτερα λοιπόν/ καθόλου να μη γίνουν/ τ’ αποκαλυπτήρια/ αυτού του αγάλματος/ και του ποιήματος αυτού.|
Σοφή η κίνηση του ποιητή να αφήσει ανέκδοτη αυτή τη συλλογή, αφού τότε «δεν ήταν η ώρα της». Αλλά η ώρα της δεν είναι ούτε σήμερα, αφού η κοινωνική αλλά και η κυρίαρχη ποιητική ευαισθησία συνεχίζουν να υπολείπονται, ως αισθητική εμπειρία, απ’ ότι συνιστά την ποιητική του Ρίτσου, όπως αποτυπώνεται εδώ.
|Τ’ όμορφο αγόρι/ άφησε το ποδήλατό του/ στην πόρτα του κουρείου/ κοιτιέται στον καθρέφτη/ γι’ αυτό συχνά φοβόμαστε/ τα ποιήματα.|
Γιατί αυτή η ποιητική προϋποθέτει, συνοψίζει, αλλά και διευρύνει αναπάντεχα, συναπτές δεκαετίες μεταπολεμικής ποίησης. Για παράδειγμα, είναι σαφή τα αντιστικτικά σχόλια του Ρίτσου στις απεγνωσμένες λυρικές υπερβάσεις του μαθητή του Λειβαδίτη (ο ανάπηρος βιολιστής) ή ο σεβασμός του στην ποίηση ιδεών του Λεοντάρη (τα νύχια και τα μαλλιά -του νεκρού- που συνεχίζουν να μεγαλώνουν), ενώ δεν λείπει και μία, αισθητικής σημασίας και πρόθεσης, παρέκβαση στο χώρο της πεζογραφίας, με την οποία επισημαίνει τη λιτότητα της έκφρασης και τη συνάρθρωσή της με την ιστορία, φωτίζοντας έτσι τους δικούς του στίχους:
|Εκείνοι οι Εννιά/ με τα ραβδιά τους/ δρόμος και δρόμος/ πίσω τους το χιόνι/ δε γύρισαν-/ την άνοιξη/ κατά το δείλι/ στην κορυφή του βουνού/ διακρίνονται/ εννιά κολώνες/ εκείνοι τίποτα.|
Πάνω απ’ όλα, όμως, εδώ ο Ρίτσος αναμετράται με την τεχνική του Μίλτου Σαχτούρη, την οικειοποιείται με άνεση -χωρίς ούτε στιγμή να παύει να είναι Ρίτσος-, «συνομιλώντας», προκαταβολικά, με την περιπέτεια τόσων και τόσων ποιητών του ’70, που, περνώντας μέσα από τη σαχτουρική ποίηση, μας έδωσαν, και μας δίνουν, ένα στίχο λιτό, και μια ήπια, απισχνασμένη εξπρεσσιονιστική εικονοποιία, όπου εμπεδώνεται το αίτημα της μετάβασης από τις «μεγάλες αφηγήσεις» στην καθημερινότητα. Όμως, η τεχνική του Σαχτούρη, δηλαδή η απογύμνωση του λεκτικού υλικού από το φθαρμένο εννοιολογικό φορτίο και τους επίσης φθαρμένους ρυθμούς της «μεγάλης ανάσας», προϋπέθετε τον ακμαίο μοντερνισμό. Δηλαδή, το βαρύ σεφερικό ιστορείν, το οργιώδες κουδούνισμα των λέξεων του Ελύτη, την ασήκωτη, από έναν κοινό θνητό, εμπειρίκεια ερωτική μυθολογία. Όλα αυτά, η ποίηση του Σαχτούρη τα προϋποθέτει, ακόμη και ως φόντο και καμβά, για τις λιτές γραμμές της εικονοποιίας της. Επιστρώσεις κάνει ο Σαχτούρης, γι’ αυτό και δεν μπορεί να διαβαστεί έξω από την εποχή του, έξω από την ποίησή της.
Αντίθετα, Ρίτσος έρχεται να μας δείξει ότι μια τεχνοτροπία, ακόμα και η πιο προωθημένη μέσα στα συμφραζόμενα μιας ορισμένης στιγμής, όπως αυτή του Σαχτούρη, δεν είναι τελικά παρά μόνο μια τεχνοτροπία, μια υφολογική ιδιαιτερότητα, ακόμα και αν είναι εξαιρετικά σμιλεμένη ή φέρει ανεξίτηλη τη χαρακτηριστική προσωπική σφραγίδα. Ακόμα κι έτσι, απέχει πολύ από το να γίνει μια ποιητική, που θα μας δώσει μια |μορφή|, η οποία αντέχει διαφορετικά θεματικά φορτία και μεγάλες υφολογικές διακυμάνσεις, που μέσα της συμπυκνώνονται θραύσματα απ’ την όλη διαδρομή της τέχνης, που πάνω της αναγνωρίζονται ίχνη και ενεργοί πυρήνες απ’ την όλη ιστορική διαδρομή.
Είναι μάλλον απίθανο -και εν τέλει αδιάφορο- ο Ρίτσος να είχε διαβάσει την |Αγωνία της επίδρασης| (1973) του Χάρολντ Μπλουμ, όταν έγραφε το ποίημα που ακολουθεί, πάντως με αυτό συμμετέχει, ως δρώσα ποιητική συνείδηση, σε μια αναζήτηση πέρα από χώρες και γλώσσες, σε μια αναζήτηση ποιητικής, της εποχής που γράφεται το εν λόγω ποίημα:
|Ώστε λοιπόν/ η ποίηση/ δεν είναι διάλογος;|
Η μεγαλοσύνη του Ρίτσου επιβεβαιώνεται εδώ, σε ατραπούς που είναι ίσως απρόσμενοι, με βάση το μέχρι τώρα γνωστό έργο του, φθάνοντας όμως σε κορυφές απρόσιτες, από τους διαθέσιμους, βατούς δρόμους:
|Έβγαλε το κράνος του/ έλυσε τα σαντάλια του/ έβαλε το πορτοκάλι/ στην τσέπη του νεκρού.|
«Υπήρξε τέτοιου μεγέθους ποιητής, της λεπτομέρειας και του απέραντου;», αναρωτιέται ο Γιάννης Κοντός («Βιβλιοθήκη» της |Ελευθεροτυπίας|, 20/6/2008). Και απαντά με γενναιότητα, «Ναι, υπήρξε», προσθέτοντας μια χαρακτηριστική αποτίμηση του ανά χείρας τόμου: «ποιήματα-γέφυρες του μέλλοντος και του παρόντος». Γιατί και μόνο αυτή η συλλογή, το |Κάποτε|, με τα 194 ολιγόστιχα ποιήματά της, αναδιατάσσει δραματικά το ποιητικό τοπίο των τελευταίων δεκαετιών, φωτίζει διαφορετικά τις προοπτικές του.
Ο Ρίτσος μετέρχεται μια δέσμη τρόπων: της «χαμηλής φωνής», χωρίς όμως τη λυρική της φόρτιση, της ακραίας λιτότητας, λεκτικής και αφηγηματικής, που καταφέρνει να μας δείξει τους νευρώνες των λέξεων και των εννοιών, του απλού διακόσμου, μόνο με στοιχεία της καθημερινότητας και της κοινά βιωμένης εμπειρίας. Μετέρχεται και του τρόπου των αιφνιδιαστικών αντιθέσεων, όχι βέβαια με την κραυγαλέα σουρρεαλιστική παραθετικότητα, αλλά με μια μινιμαλιστική τεχνική, όπου ο σχεδόν ατονικός ρυθμός σε απορροφά στιγμιαία, για να σε ξαφνιάσει η αμέσως επόμενη λέξη, η στιγμή που παράγει τον σπινθήρα της ποίησης, σπινθήρας διαφορετικής έντασης, ήχου και χρώματος κάθε φορά. Αλλά το επίτευγμά του συνίσταται στη σύνθεση. Εδώ, ο Ρίτσος μας δίνει ένα τοπίο κατάφορτο από ιδέες, συναισθήματα και ιστορία, που όλα τους βρίσκονται και λειτουργούν σε πρώτο πλάνο, όμως σε μια ισότιμη, αγαστή -νομίζω πρωτοφανή στη νεοελληνική ποίηση- συνύπαρξη, με τις λέξεις, τα στιγμιότυπα και τους «μικρορυθμούς» του ποιήματος, ενός ποιήματος πάντα τόσο απλού και φιλικού προς τον αναγνώστη. Τη διαφορά αυτής της τελικής μορφής, ως προς την τεχνική του Σαχτούρη, θα μπορούσαμε να την αντιστοιχήσουμε στη διαφορά της Μπρωντελικής σύνθεσης με αυτή ενός έργου της μικροϊστορίας.
Αν η κριτική και φιλολογική υποδοχή του έργου του Ρίτσου, τόσα χρόνια τώρα, χαρακτηριζόταν από αμηχανία (η οποία εκφράστηκε χαρακτηριστικά σ’ ένα πολυπληθές συνέδριο που οργανώθηκε προ διετίας), τώρα μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια πως η ποίησή του μπαίνει στη φάση της |απώθησης|, μια φάση απ’ την οποία άλλωστε πέρασε το έργο όλων των μεγάλων νεοελλήνων ποιητών, από τον Σολωμό μέχρι τον Καρυωτάκη και από τον Κάλβο μέχρι τον Εγγονόπουλο, φθάνοντας σήμερα στη γενικευμένη απώθηση του Βάρναλη.
Είμαι δε σίγουρος, πως το ίδιο θα συμβεί και με την αναγνωστική πρόσληψη του Ρίτσου, ακόμα και αυτών εδώ των ανέκδοτων συλλογών. Από τη μια, η προϊούσα φθορά της δεδομένης εικόνας του «Ρίτσου», δηλαδή του «ποιητή της Αριστεράς», η αναγνωστική κόπωση, αλλά και ο ίδιος ο όγκος του έργου του, ασύμβατος με τους σημερινούς ρυθμούς της ζωής. Από την άλλη, η τωρινή ποιητική επανεμφάνιση του Ρίτσου, και εν προκειμένω η συλλογή |Κάποτε|, διαπερνάται από μια συστηματική κριτική διάθεση, επί παντός επιστητού, μια διάθεση όμως ενταγμένη απολύτως στη μορφή του ποιήματος, χωρίς δηλαδή να καταλήγει σε (εύπεπτους) τόνους ρητορικής καταγγελίας.
Οι όροι αυτής της απώθησης δεν περιορίζονται στη λογοτεχνική συνθήκη, αλλά φθάνουν πολύ μακριά. Για παράδειγμα, αναρωτιέμαι, ποια αριστερά και ποιος αριστερός αντέχει, ακόμη και σήμερα, τη σχετικοποίηση του συμβόλου «Μπελογιάννης», σ’ ένα ποίημα γραμμένο, σύμφωνα με τη σημείωση του ποιητή, στις 13 Δεκέμβρη του 1977:
|Ο ένας φορούσε μαύρα/ κι ο άλλος μαύρα/ η μόνη διαφορά/ ήταν που ο δεύτερος κρατούσε/ ένα λουλούδι|.
Αλλά κι ένας «αναθεωρητής» της ιστορίας δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν αυτή την εξαιρετικά προωθημένη και ποιητικά γόνιμη εικόνα, αφού έχει σφηνωμένο στο μέσον του κάδρου της το ενεργητικό ρήμα «κρατούσε».
|Ήρωες προδότες αδιάφοροι/ αντιπροδότες αντιήρωες/ μάζεψε τις σημαίες/ πλύνε τες/ κρέμασέ τες στο σύρμα/ πλάι στις φανέλες και στα σώβρακα-/ οι κήρυκες θ’ αργήσουν ακόμη.|
Βλέπεις, σε αυτό εδώ το ποίημα, δεν κάνει λόγο για αγκιτάτορες αλλά για «κήρυκες», δεν αναφέρεται στα «μέτωπα» της πολιτικής πάλης αλλά στην υψιπετή, και τρομακτική, ακολουθία των ιδεών. Ένα ποίημα που το συναρτά, αδιάσπαστα πια, με τη μεταπολιτευτική περίοδο, υποβάλλοντάς την στην πιο αυστηρή κριτική. Και συνεχίζει, θέτοντας πάλι, σήμερα, το μέτρο των πραγμάτων:
|Όταν η απραξία/ γίνεται αυτάρκεια/ κι ο στοχασμός απραξία/ οι λύκοι χορεύουν|.




Δωμάτια μετ’ επίπλων
Από την |τέταρτη διάσταση| της |‘Σονάτας’| στη μία και μοναδική διάσταση της μοναξιάς και του φόβου

Του Κώστα Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ξεφυλλίζοντας τον δέκατο τέταρτο τόμο ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου (|Ποιήματα|, ΙΔ΄, εκδόσεις Κέδρος), επιλέγω μάλλον συμπτωματικά -αν μπορεί να είναι συμπτωματική η επιλογή ενός ποιήματος∙ ή μήπως με επιλέγει αυτό;- την ενότητα-συλλογή |Δωμάτια μετ’ επίπλων|. Πρόκειται για μιαν ενότητα αποτελούμενη από 86 ολιγόστιχα ποιήματα -τόσα «κρατήθηκαν», εντέλει, από τα 111 που γράφτηκαν κατά το διάστημα 5/ΧΙΙ/1978 – 21/Ι/1979, άλλα στην Αθήνα και άλλα στον Κάλαμο-, όλα ενδεικτικά της ψυχικής διάθεσης και των «έμμονων ιδεών» που κινητοποιούσαν τη σκέψη, τα αισθήματα και, προπαντός, τη μνήμη του ποιητή εκείνη την περίοδο. Κυρίως, ενδεικτικά της σταθερής εμμονής του να συνδέει, με τρόπους γνώριμους και στο έπακρο καλλιεργημένους, τα ασύνδετα∙ να συνθέτει την απολύτως προσωπική του, παλίμψηστη μουσική, με εικόνες ετερόκλητες και ήχους αταίριαστους, υπάγοντας εικόνες και ήχους στη συνδυαστική δύναμη της μνήμης∙ να υποτάσσει τα ανυπότακτα στις σταθερές και στις στιγμιαίες, φευγαλέες επιταγές της ποιητικής του συνείδησης∙ να καθιστά οικεία και φιλικά τα ανοίκεια, ορίζοντας και, συνάμα, διαστέλλοντας, ένα όχι και τόσο παρήγορο παρόν με υλικά, ως επί το πλείστον, του παρελθόντος. Το παρόν μοιάζει να μην του αρκεί.
|Δωμάτια μετ’ επίπλων|: Χώροι παραχωρούμενοι για πρόσκαιρη διαμονή ή σύντομη παραμονή, εφοδιασμένοι με τα απολύτως απαραίτητα έπιπλα και σκεύη από τους γνωστούς ή άγνωστους προκατόχους τους. Με έπιπλα που συνήθως κανένα προσωπικό γούστο δεν απηχούν, που δεν πρόλαβαν -ούτε πρόκειται ποτέ να αξιωθούν- να γίνουν φορείς ή πομποί χρόνου ατομικού και μνήμης συγκεκριμένης∙ που θα παραμείνουν εσαεί καταδικασμένα στη χρήση για την οποία προορίστηκαν και υποχείρια της υλικής φθοράς τους. Με αντικείμενα κοινόχρηστα, αγγιγμένα από χέρια αγνώστων, χωρίς την ιδιαιτερότητα του κάποτε επιλεγμένου∙ απαξιωμένα απ’ όλους, ακόμα κι από τον χρόνο, η παλαιότητά τους δεν έχει ηλικία, άρα καμία συγκεκριμένη ατομική μνήμη δεν τα περιβάλλει. Έπιπλα και άλλα αντικείμενα προσφέρονται για περιστασιακές, μηχανικές χρήσεις, ερήμην τους εξυπηρετικά και υπάκουα στις απλές επιθυμίες των εκάστοτε χρηστών τους, που είναι, στην πλειονότητά τους, απλοί καθημερινοί άνθρωποι, αλλοτινοί κυνηγοί ονείρων και τώρα κυνηγημένοι από τα όνειρά τους, αρκούμενοι στις μικρές και στις μεγάλες εκλάμψεις της ζωής που τους δόθηκε να ζήσουν.
Τα ίδια πράγματα, ωστόσο, στα μάτια του ποιητή, αποκτούν άλλες διαστάσεις∙ στο πεδίο της ποίησης ονομάζονται εξ αρχής, και έτσι, περιβεβλημένα με την ισχύ του ονόματός τους, γίνονται ένηχα και ανταποκρίνονται στις αισθήσεις. Επαφίενται νωχελικά στην αφή και ανακαλούν λησμονημένες γεύσεις, ενώ παράλληλα, όλα μαζί, χωρίς να χάσουν την ατομικότητά τους, συνθέτουν ένα νέο άθροισμα, απρόβλεπτα και «ανυπολόγιστα» πλούσιο. Ένα άθροισμα, τα επιμέρους στοιχεία του οποίου ταράζουν και κινητοποιούν τη μνήμη του ποιητικού υποκειμένου και το ωθούν σε νηφάλια συγκινημένες ανασυνθέσεις πτυχών της ζωής του, που προκύπτουν διαπερασμένες, υγραμένες, από την υγρασία μιας ρέμβης μελαγχολικής, μιας διάθεσης εξομολογητικής, απολογητικής και αναθερμαντικής των περασμένων. Μοιάζει να υψώνεται, στο χαμηλό ύψος που επιτρέπουν οι «ταπεινές» περιστάσεις του παρόντος, ο καθρέφτης της μνήμης· όχι ο άλλος, ο πραγματικός, με τη σκληρή, κάποτε βάναυσα ανταποδοτική των ειδώλων της πραγματικότητας επιφάνειά του, αλλά ο καθρέφτης της μνήμης. Ο οποίος, καθοδηγημένος από τη συγκινημένη διάθεση της στιγμής, σαν περιστρεφόμενος γύρω από τον εαυτό του, χωρίς την αδυσώπητη αμεροληψία του πραγματικού, επιλέγει -συσχετίζοντας και συνδυάζοντας αντικείμενα του κόσμου που τον περιβάλλει και του βάθους που τον στηρίζει- και αναπαριστά τα είδωλα της δικής του πραγματικότητας, αλλοιωμένα από τον χρόνο κι ωστόσο απαραγνώριστα, σημαδεμένα από περιστάσεις και συνθήκες ζωής που στιγμάτισαν ανεξίτηλα και τον ίδιο τον ενθυμούμενο: εικόνες, τόπους, πρόσωπα, ονόματα, πράγματα και καταστάσεις που, βουτηγμένα ολ’ αυτά στα υγρά του εν εγρηγόρσει ονείρου, αποκτούν ανεξιχνίαστες ιδιότητες και ανυπέρβλητες δυνατότητες.
Ο κατακερματισμένος -κι ωστόσο αγαπημένος, με τρυφερότητα και κατανόηση ανασυγκροτημένος- κόσμος του παρόντος και ο πεισματικά φυλαγμένος, ως ακριβό τιμαλφές, μακριά από την τύρβη της καθημερινότητας, κόσμος της μνήμης, παρά τις τεράστιες διαφορές που τους χωρίζουν, στο πλαίσιο της ποιητικής διαδικασίας συνθέτουν ένα αδιάσπαστο κι ενιαίο σύνολο, επιβάλλοντας ομότροπες σκέψεις και συναισθήματα. Συνθέτουν, πάνω απ’ όλα, ένα συγκεκριμένο παρόν: αυτό των μικρών ποιημάτων που απαρτίζουν τη συλλογή |Δωμάτια μετ’ επίπλων|∙ σε καθένα από τα οποία συντελούνται σκηνοθεσίες χώρων και χρόνων. Με υλικά πενιχρά, προσφορές της στιγμής, από το τίποτα, σκηνοθετούνται σκηνές και καταστάσεις πρόσφορες για τη δραματική ενεργοποίηση σκέψεων και συναισθημάτων ή, καλύτερα, για την ποιητικά δραστικότερη συναισθηματοποίηση της σκέψης και των ψηγμάτων μνήμης που, με έναυσμα τα όσα υποπίπτουν στην αίσθηση και στην αντίληψη του ποιητή, ανακαλούνται στο τώρα. Έτσι, στο μικρό, σχεδόν απειροελάχιστο παρόν του κάθε ποιήματος, ανακαλούνται πρόσωπα -καλούνται μάλλον να διαδραματίσουν, για μιαν ακόμα φορά, τον αντικειμενικά ίσως ισχνό, υποκειμενικά όμως σημαντικό τους ρόλο- ανασυνθέτονται σκηνές και πράξεις, σκέψεις κι αισθήματα, ακινητοποιούνται χειρονομίες και κινήσεις που κάποτε έγιναν, σημαίνοντας, ξανακούγονται ήχοι, ζωντανεύουν γεύσεις λησμονημένες, με μοναδικό συνεκτικό ιστό την τροφοδοτημένη από τις τρέχουσες συνθήκες ευσυγκινησία του ποιητικού υποκειμένου. Κυρίως, όμως, στο χωρικό και στο χρονικό, το σχεδόν ημερολογιακά προσδιορισμένο πλαίσιο του κάθε ποιήματος, συνθέτονται, διαρκώς ανατροφοδοτούμενες από τις ίδιες συνθήκες, πτυχές διαφορετικών περιόδων της ζωής του, με προεξάρχουσες κάποιες ευοίωνες και κάποιες άλλες, λυπημένες στιγμές της νεότητάς του, ιδίως των παιδικών του χρόνων, οι οποίες μοιάζει να συνέχουν, ως αίσθηση, τις ηλικίες του όλες, αφού διατηρείται πάντα αναμμένη η φλόγα «σε μια γωνιά των παιδικών υπνοδωματίων».
Κάθε ποίημα της συλλογής αποτελεί το απόσταγμα και το κέρδος ή την ανταμοιβή ευφρόσυνης «εγκατάλειψης» του ποιητή σε τυχαίες, φευγαλέες -και ακαριαία τροφοδοτούμενες με τη συγκίνηση της μνήμης και την ασίγαστη βεβαιότητα συμμετοχής στο παρόν- συμπτώσεις εκδοχών του τώρα και του τότε, έτσι όπως προκύπτουν αναπάντεχα, απροειδοποίητα, διεκδικώντας τη δια του λόγου παγίωσή τους∙ κάτι που συντελείται, εν τέλει, με την ενεργοποίηση ενός ελεύθερου συνειρμού. Ελεύθερου κι ωστόσο πειθήνιου στα κελεύσματα των διδαγμάτων και της πείρας ζωής και γραφής του ποιητή. Κάθε ποίημα αποτελεί το πεδίο, όπου «μ’ ένα παίξιμο βλεφάρου, μ’ ένα τίποτα ανασυγκροτείται ο κόσμος»∙ όπου εναποτίθενται με τον αρμόζοντα σεβασμό, σαν σε σεμνή προσωπική τελετή, σαν μετά την πραγματοποίηση μιας μυστικής «ανακομιδής», κομμάτια που κάποτε συγκροτούσαν την αληθινή ζωή∙ τη ζωή των απλών καθημερινών ανθρώπων, με τα πάθη τους, τις μεγαλοσύνες και τις μικρότητές τους∙ όπου, στο αμυδρό φως που εκπέμπουν συγκεχυμένες χρονολογίες και απροσδιόριστα γεγονότα, συνυπάρχουν αρμονικά το εφικτό και το ανέφικτο, ο χρόνος και ο μη χρόνος, το αυτονόητο και το αδιανόητο, η ελπίδα και η απελπισία, η προσδοκία και η διάψευση. Όπου, τέλος, παρατηρούνται ατέρμονες μετατοπίσεις τόπων και χρόνου, παρελαύνουν, ως παρόντα ή ως ενσαρκωμένες απουσίες, πραγματικά ή φανταστικά πρόσωπα, αγάλματα συμπεριφέρονται ως έμψυχες υποστάσεις, υπενθυμίζοντας παντοειδείς απώλειες, ανεκπλήρωτες, ματαιωμένες, επιθυμίες, συχνά αποπνέοντας μία άλλοτε νηφάλια και άλλοτε έντονη, ανατρεπτική, διαβρωτική της σκέψης και των αισθήσεων ερωτική διάθεση.
Ο ποιητής, στο κέντρο μιας ακατάπαυστης, εξωτερικής, εσωτερικής και επίφοβης ρευστότητας, αλλαγής και εναλλαγής προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων, καταλεπτώς παρατηρεί και καταγράφει τα όσα υποπίπτουν στην αντίληψή του, υποκινούμενος από μιαν αίσθηση ποιητικού καθήκοντος να διευθετήσει περίπλοκες και συχνά αντιφατικές μεταξύ τους υποθέσεις, δικές του και ξένες, συναρμολογώντας ετερόκλητα στοιχεία και καλύπτοντας τις μεταξύ τους ρωγμές, τα αποπνέοντα οσμές και γεύσεις ερέβους μεταξύ τους κενά, με ψήγματα προσωπικής μνήμης, που ανασύρει με τη βοήθεια νημάτων ενός ιδιότυπου, απολύτως προσωπικού, συνειρμού. Φέρνοντας στο φως διάσπαρτα κατάλοιπα παραστάσεων της ατομικής και της συλλογικής ιστορίας, που δόθηκαν κάποτε, κομμάτια σκηνικών που καταποντίστηκαν και διάφορα απομεινάρια –σύνεργα σκηνής. Συνθέτοντας έτσι άλλες σκηνές: τα ποιήματα, που λειτουργούν σαν μικρές ενδείξεις του ατελούς και του μισοτελειωμένου της ζωής∙ ενισχύουν την, κάποτε ηδύπαθη, αίσθηση του «ανεπαρκούς» και του εσαεί «επαναλαμβανόμενου». Τα τμήματα αυτά μιας πράξης σχεδόν ιεροτελεστικής, που συντελείται χωρίς συγκεκριμένη σκοπιμότητα ή για μία στερούμενη σκοπού σκοπιμότητα, όπως είναι αυτή της ποίησης. Με τις λέξεις, ωστόσο, να επιμένουν να υπηρετούν το διάχυτο παντού θαύμα της πραγματικότητας και του ονείρου, χωρίς να διστάζουν να αντιπαρατεθούν με το ανέκφραστο.

Ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας






Ποιήματα που τώρα γράφονται

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Αν έγραφα ένα ωραίο ποίημα
θα σου το χάριζα.

Όλα γύρω θα αναιρούσαν
το ωραίο ποίημα.

Μαρία Κούρση







Μεταθανάτια πρωτοπορία


Του Γιώργου ΜΠΛΑΝΑ



Ο Γιάννης Ρίτσος είναι μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα περιπτώσεις Ελλήνων ποιητών, που το έργο τους μνημειώθηκε στη βάση των προβλημάτων που δημιούργησε. Είναι περιττό νομίζω να επαναλάβουμε πως οι περισσότεροι σημαντικοί ποιητές μας ακολούθησαν την ίδια μοίρα. Από τον Σολωμό και τον Κάλβο, μέχρι τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη, οι περιορισμένοι ορίζοντες της κρατικοδίαιτης ελληνικής κριτικής κάρπισαν ως επί το πλείστον απορίες. Το φαινόμενο αυτό είναι φυσικό, αν αναλογιστούμε την επιμονή με την οποία η ποίηση αναγνωριζόταν ως ένα από τα «αιώνια» χαρακτηριστικά μιας, κατά το μάλλον ή ήττον, παιδαριώδους ελληνικότητας. Έτσι, δεν μας αφορούσε η σχέση του Σολωμού με τον γερμανικό ιδεαλισμό, η σχέση του Κάλβου με την αριστερά του Διαφωτισμού, η σχέση του Καβάφη με την αμφισβήτηση του ιστορικού ως υπερατομικού παράγοντα, η σχέση του Καρυωτάκη με το πολιτικό ως στοιχείο υπαρκτικής προοπτικής. Μας ενδιέφερε μόνο η λειτουργία της ποίησης στο εσωτερικό μιας κλειστής, περιορισμένης γεωγραφικά, ιστορικής οντότητας, η οποία αποφάσισε πως της αρκούσε ένας συνδυασμός ανατολίτικης θεοκρατίας και ευρωπαϊκού απολυταρχισμού -δύο ιστορικά μορφώματα καταδικασμένα- για να συντηρήσει τη ληστρική ολιγαρχία της. Το νεοελληνικό κράτος, από ένα σημείο της συγκρότησής του, υπήγαγε κάθε μορφή λόγου και πράξης στις μεταμορφώσεις μιας υπερούσιας μονάδας: ένα έθνος, ένας θεός, ένας άρχοντας, μία γλώσσα και, φυσικά, μία λογοτεχνία με όργανο τη γλώσσα των προγόνων μας -ή τη μία γνήσια δημοτική του ενός λαού, μετά την εμφάνιση του δημοτικιστικού δογματισμού- και αποκλειστικό θέμα τη μοίρα του έθνους.
Τέτοιο ήταν -τουλάχιστον μέχρι το 1975- το περιβάλλον εντός του οποίου δημιούργησε το μεγαλειώδες έργο του ο Γιάννης Ρίτσος, ακολουθώντας τη μοίρα των περισσοτέρων ποιητών της γενιάς του. Η αναγνώριση του Γιώργου Σεφέρη ως ανανεωτή, διαμορφωτή και ηγέτη της ποίησής μας μετά το 1930, με την επίμονη πρωτοβουλία του Ανδρέα Καραντώνη, ενός μετριότατου κριτικού αλλά ενεργητικότατου προπαγανδιστή της ελληνικής ιστορικής μοναδικότητας, ανέστειλε κάθε δυνατότητα πολιτισμικής ανάπτυξης των στοιχείων του πραγματικού ελληνισμού, του ελληνισμού που χειμαζόταν σε συνθήκες απόλυτης ποδηγέτησης των χαρακτηριστικών του. Η λατρεία της αυτοδιάθεσης του ατόμου, μέσω της συνεχούς αμφισβήτησης των πολιτικών θεσμών, το χαρακτηριστικό που επέτρεψε στους λαούς της Ευρώπης να περάσουν από τον Διαφωτισμό στην έμπρακτη οικοδόμηση δημοκρατιών, καταπνίγηκε αιματηρά στην Ελλάδα, ώσπου διαμορφώθηκε μια εκτρωματική κοινωνική συνείδηση, με αυστηρές αρχές που δεν στηρίζονται σε κανένα λογικό σχήμα. Συνεπώς, δεν ήταν παράδοξο το γεγονός πως η κριτική της λογοτεχνίας δεν κατάφερε ποτέ να περάσει στο θεωρητικό επίπεδο. Κάθε νέα ποιητική φωνή με κάποιο υπολογίσιμο έρεισμα στο κοινό των αυτόνομων -και όχι καθοδηγούμενων από την εκπαίδευση- αναγνωστών, περνά από τα παρακάτω στάδια: καθύβριση, αποσιώπηση, μερική αποδοχή, εθνικοποίηση, συρρίκνωση, απόσυρση. Δεν είναι η κατάλληλη ευκαιρία να αναπτύξουμε τον όλεθρο που έσπειραν και σπέρνουν αυτά τα στάδια εξόντωσης του ποιητή μέσα στον απαράδεκτο χυλό μιας φανταστικής ελληνικότητας που δεν έχει καμιά σχέση με τη δυναμική των σύγχρονων Ελλήνων. Έπρεπε όμως να τα αναφέρουμε, γιατί το έργο του Γιάννη Ρίτσου, εξαιρετική περίπτωση προσφοράς στην παγκόσμια λογοτεχνία, κρίνεται ακόμα στη βάση κοινών τόπων, οι οποίοι συνεχίζουν να κρατούν την ελληνική ποίηση στο περιθώριο της ευρωπαϊκής πνευματικής ζωής, ικανοποιούν όμως το συντεχνιακό ναρκισσισμό μιας πνευματικής ελίτ τραγικά συντηρητικής.
Σύμφωνα με αυτούς τους κοινούς τόπους, ο Ρίτσος έγραψε πάρα πολλά ποιήματα -ενώ οι ποιητές θα έπρεπε να γράφουν πολύ λίγα- έγραψε μεγάλα ποιήματα -ενώ οι ποιητές θα έπρεπε να γράφουν μόνο μικρά ποιήματα- είχε πολιτική διάσταση -ενώ οι ποιητές δεν θα έπρεπε ν’ ασχολούνται με την πολιτική- δεν καταδίκασε το σταλινικό καθεστώς -ενώ οι μεγάλοι ποιητές θα έπρεπε να το έχουν καταδικάσει. Σαν να λέμε, τα προβληματικά στοιχεία της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου είναι ακριβώς οι αρετές του αρχαίου ελληνικού λόγου. Όσο για το τελευταίο, την καταδίκη του Στάλιν, αποτελεί μια ανόητη παρατήρηση, αφού εξετάζει την αξία ενός ποιητικού έργου με κριτήριο την πολιτική πρακτική του δημιουργού του. Σ’ αυτήν την περίπτωση, τα 2/3 των ποιητών του σύγχρονου κόσμου θα έπρεπε να απορριφθούν.
Είναι προφανές πως αν ο Ρίτσος δεν είχε τη συμπαράσταση των ομοϊδεατών του, σήμερα η τρομερή επαρχία μας θα τον είχε εξαφανίσει από προσώπου γης. Αν δεν διάβαινε το κατώφλι της Ελλάδας μέσω της παγκόσμιας αριστερής διανόησης, δεν θα είχε ούτε τη μοίρα του Βιζυηνού, του Σικελιανού, του Καρυωτάκη, του Βάρναλη, ποιητών απέναντι στους οποίους η «επίσημη» ελληνική κριτική έδειξε εν πολλοίς την αμάθεια και εν ολίγοις την αντιπνευματικότητά της.
Ωστόσο, το κολοσσιαίο -και από πολλές απόψεις υπεράνθρωπο- έργο του Ρίτσου διαμόρφωσε μια πνευματική επικράτεια η οποία παρέκαμπτε τον ιστορικό αυτισμό της νεοελληνικής σκέψης και συνέδεε την αρχαία με τη νεώτερη Ελλάδα στη βάση της παγκόσμιας σημασίας της πρώτης. Κλειδί αυτής της σύνδεσης ήταν το άτομο, η υπαρκτική μονάδα και η προσπάθειά της να αδράξει και να συγκρατήσει τον αποχρώντα λόγο της παρεύρεσής της μέσα στην εντελώς παράλογη -μέχρι γοητείας- επικράτεια των ανθρώπων και των πραγμάτων. Η διαλεκτική αυτή επέστρεφε στην αρχαία ελληνική προβληματική τής θέσης του ατόμου στον κόσμο και της διερεύνησης των ορίων της αυτονομίας του. Η πολιτική διάσταση της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου δεν υπήρξε παρά η διαχείριση της οντολογικής προβληματικής του, στη βάση των δεδομένων της εποχής του. Ακόμα και έργα έντονα πολιτικά, όπως |Η Ρωμιοσύνη, Το Καπνισμένο Τσουκάλι, Οι Γειτονιές του Κόσμου|, ακολουθούν κονστρουκτιβιστική τακτική -προσφιλής στη ρωσική πρωτοπορία και την ευρωπαϊκή αριστερά- αναζητώντας τη θέση του υποκειμένου μέσα σε κόσμους διαρκώς μεταβαλλόμενους από κάποια σκοτεινή Νέμεση. Η συλλογικότητα δεν είναι παρά ένα στοιχείο της σχέσης του ανθρώπου με τα παράδοξα, σπαρμένα στον κόσμο αντικείμενα. Η αξιοποίηση του συνόλου των πρωτοποριών από τον ποιητή και η κυρίαρχη παρουσία του εικαστικού στοιχείου, χρειάζονταν αναγνώστες ιδιαίτερα ασκημένους. Εν τούτοις, η απλότητα της έκφρασης και η αμεσότητα της θεματικής, κατέστησαν δυνατή την ανάγνωσή του από ανθρώπους που δεν είχαν ξαναδιαβάσει και ίσως ούτε θα ξαναδιάβαζαν ποίηση. Γεγονός το οποίο ερέθισε των διανοούμενους της ολιγαρχίας και έδωσε την ευκαιρία στους διανοούμενους της αριστεράς να δημιουργήσουν κάποια στερεότυπα, επιβλαβή για τον ίδιο τον ποιητή και το έργο του.
Όπως και να έχει, σχηματίστηκε κάποια ιδέα για το τι είναι ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου και, σε όση αντίθεση κι αν έρχεται με το ίδιο το έργο του, αποτελεί πια έναν φακό, που δεν θα μπορούσε να αφαιρεθεί, παρά μόνο μετά από συστηματική και ευρύτατη κριτική εργασία.
Γι’ αυτό, η έκδοση του δεκάτου τετάρτου τόμου των απάντων του αποτελεί σημαντικό γεγονός, που θα έπρεπε ίσως -με την ευκαιρία του εορτασμού των 100 χρόνων από τη γέννησή του- να μεταστρέψει την κατιούσα πορεία των λογοτεχνικών σπουδών στη χώρα μας. Αν και το παράδειγμα του μοναχικού και δυστυχώς ασύλληπτου από την κριτική μας στερεοτυπία Νίκου Εγγονόπουλου, δεν μας αφήνει πολλές ελπίδες.
Οι 424 σελίδες του δεκάτου τετάρτου τόμου περιέχουν έντεκα κύκλους ολιγόστιχων ποιημάτων, γραμμένων από το 1977 μέχρι το 1980. Αν και στο μεγαλύτερο μέρος τους τα ποιήματα αυτά παρουσιάζουν έντονες ομοιότητες με τα ποιήματα των |Μαρτυριών|, του |Ρόπτρου|, των |Χειρονομιών| κ.ά., η προσεκτική ανάγνωση αποκαλύπτει την ακατάβλητη ικανότητα του Γιάννη Ρίτσου να προσαρμόζεται στο πνευματικό κλίμα κάθε εποχής -αφού ανάμεσα στο 1934, που εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή και τη δεκαετία του 1980, που έγραφε ακόμα, μεσολάβησαν αμέτρητες αλλαγές σε κάθε επίπεδο της πραγματικότητας- και να δοκιμάζει πρωτοποριακές μορφές έκφρασης, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνουν τους προσανατολισμούς των νεότερών του ποιητών.
Σε ποιήματα, όπως, «|Με τον ήλιο πάλι/ κάθεται ο κόσμος/ σε μια πέτρα/ και σε κοιτάει/ –κανείς δεν είναι|», ο John Higgins θα μπορούσε ν’ αναγνωρίσει ένα τυπικό Fluxus Μεταδράμα.
Ενώ ένα ποίημα σαν κι αυτό, «|Ο ωραίος ναυτικός/ στα δόντια του σκυλόψαρου/ οι άλλοι σώοι/ φρόντισαν τις αποσκευές τους/ αποβιβάστηκαν γρήγορα/ το χρυσό κηροπήγιο/ το κλεμμένο/ όχι δε χάθηκε|» αποτελεί κλασικό παράδειγμα μετα-υπερρεαλισμού.
Διαβάζοντας κανείς τα δεκάδες ποιήματα του τόμου, έχει την αίσθηση πως ο ποιητής πειραματίζεται με ποιητικά μορφώματα εντελώς ασυνήθιστα και -αν είναι ο ίδιος ποιητής- νοιώθει το είδος εκείνο της αγωνίας που νοιώθει όποιος έρχεται αντιμέτωπος με το ποιητικό δαιμόνιο. Ο Ρίτσος του δεκάτου τετάρτου τόμου βαδίζει με άνεση σε δρόμους που με κόπο προσπαθούν πολλοί και πολύ νέοι ποιητές να ανοίξουν σήμερα. Αν καταφέρουμε να χειραφετηθούμε απέναντι στο πνιγηρό κριτικό περιβάλλον, που ταξινομεί αντί να σκορπίζει ιδέες, και περιγράφει αντί να οδηγεί, έχουμε να κερδίσουμε από τα ποιήματα αυτά όσα δεν κερδίσαμε 60 χρόνια τώρα, επιμένοντας να τραβάμε τα νήματα του έργου του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη. Νήματα που δεν εκφράζουν, βέβαια, την πραγματική δυναμική του έργου τους, αλλά μια αφελή, σχεδόν αυτιστική «επίσημη» ανάγνωσή του, καθώς ο ίδιος ο Ρίτσος εκθέτει -εν έτει 1977- μια νέα οπτική γωνία για την επανεκτίμηση της περιβόητης ελληνικότητας των ποιητών της γενιάς του, ευεργετώντας τους: «|Αυτό που έλεγες/ ε λ λ η ν ι κ ό/ όχι καθόλου/ τα δύο νεανικά σανδάλια/ στην καρέκλα του κήπου/ ούτε το άγαλμα/ πίσω απ’ τις πικροδάφνες/ μόνον/ το φύσημα στο διάδρομο/ κι η σκιά του αλόγου/ περασμένα μεσάνυχτα/ στα παιδικά υπνοδωμάτια|.

Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής




«Η δουλειά του ποιητή
είναι το να βλέπει στο σκοτάδι»

Μια συζήτηση με τον Βαγγέλη Κάσσο
για την |Τέταρτη Διάσταση| του Γιάννη Ρίτσου


-Είσαι ο μόνος από τους νεότερους ποιητές που έχεις γράψει μια μελέτη για τον Γιάννη Ρίτσο, συγκεκριμένα για την |Τέταρτη Διάσταση|, μελέτη η οποία έχει κυκλοφορήσει σε ξεχωριστό βιβλίο (β΄ έκδοση Καστανιώτης). Πώς εξηγείται η επιφυλακτικότητα των ομηλίκων σου ποιητών απέναντι στο έργο του Ρίτσου και πώς εξηγείται η δική σου προσήλωση ειδικά στην |Τέταρτη Διάσταση|;

Θεωρώ ότι η |Τέταρτη Διάσταση| συνιστά από μόνη της έναν ποιητή. Και, μάλιστα, έναν μείζονα ποιητή. Έχει περάσει μισός και πλέον αιώνας από τότε που δημοσιεύτηκε η |Σονάτα του Σεληνόφωτος|, ο μονόλογος που δημοσιεύτηκε χρονικά πρώτος από όλους τους άλλους της |Τέταρτης Διάστασης|, και το έργο αυτό παραμένει εντελώς αρυτίδωτο. Για πόσα άλλα ποιητικά έργα της γενιάς του ΄30, δηλαδή των ομηλίκων του Ρίτσου, θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο;


-Στη σύγκριση αυτή λαμβάνεις υπόψη σου και τα υπόλοιπα ποιητικά έργα του Ρίτσου;

Βεβαίως. Έχω αναλάβει απολύτως τη σχετική ευθύνη. Για παράδειγμα: υπάρχει στο Διαδίκτυο ένα γαλλικό λογοτεχνικό περιοδικό με τον τίτλο |La Revue des Ressources|. Σε μια ενότητα του περιοδικού αυτού φιλοξενούνται «ιδανικές βιβλιοθήκες» διαφόρων συγγραφέων, κυρίως συνεργατών του. Πριν από τρία χρόνια, μου ζήτησαν να τους προτείνω τη δική μου «ιδανική βιβλιοθήκη», θέτοντάς μου ως όριο τα δέκα έργα. Ξέρετε τι συμπεριέλαβα στη δική μου «ιδανική βιβλιοθήκη»; Όμηρο (|Ιλιάδα, Οδύσσεια|), Μπωντλέρ (|Τα Άνθη του Κακού|), Χέλντερλιν (|Ωδές-Ύμνοι-Ελεγείες|), Νίτσε (|Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα|), Ρίλκε (|Οι Ελεγείες του Ντουΐνο|), Πάουντ (|Τα Κάντο|), Έλιοτ (|Τέσσερα Κουαρτέτα|), Καβάφη (|Τα Ποιήματα|) και Ρίτσο (|Τέταρτη Διάσταση|).
Από το παράδειγμα αυτό προκύπτει νομίζω ευθέως το πόσο πολύ πιστεύω στο συγκεκριμένο έργο του Ρίτσου. Η πίστη μου αυτή στη μεγάλη αξία της |Τέταρτης Διάστασης| δεν θα ήταν δυνατόν να μετριασθεί από την προσμέτρηση της επιφυλακτικότητας των ομηλίκων μου ποιητών απέναντι στο έργο του Ρίτσου.


-Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σου, η επιφυλακτικότητα αυτή;

Κατ’ αρχήν, οφείλω να επισημάνω ότι η επιφυλακτικότητα των νεότερων ποιητών απέναντι στο έργο του Ρίτσου δεν είναι γενική. Υπάρχουν και ορισμένοι από τους νεότερους ποιητές που έχουν ασχοληθεί σοβαρά με το έργο του, λ.χ. ο Κώστας Παπαγεωργίου.
Επίσης, έχω να παρατηρήσω ότι η επιφυλακτικότητα αυτή δεν αγγίζει τα όρια της αρνητικής προκατάληψης. Όταν το 1991 κυκλοφόρησε η μελέτη μου για την |Τέταρτη Διάσταση|, ένας ποιητής της γενιάς του ΄70, από εκείνους μάλιστα που επιθυμούν να συγκαταλέγονται στους εστέτ, μου είπε το εξής: «σου είμαστε ευγνώμονες που μας έκανες να προσέξουμε το έργο αυτό».
Όμως, είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι νεότεροι ποιητές είναι επιφυλακτικοί απέναντι στον Ρίτσο. Θεωρούν ότι είναι ένας ωμά στρατευμένος ποιητής και ότι, για το λόγο αυτό, δεν τους αφορά. Τους συνιστώ να διαβάσουν και να ξαναδιαβάσουν την |Τέταρτη Διάσταση|. Τους αφορά, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο έργο της νεοελληνικής ποίησης.

-Γιατί το λες αυτό;

Γιατί η |Τέταρτη Διάσταση|, εκτός από την αξία της ως αυθεντικού ποιητικού επιτεύγματος, αποτελεί και έργο υποδειγματικό, όσον αφορά την κατάκτηση της ποιητικής αυτοσυνειδησίας.
Η δουλειά του ποιητή, έλεγε ο Ρίτσος, είναι το να βλέπει στο σκοτάδι, το να βλέπει και να δείχνει το σκοτάδι. Αυτό ακριβώς κάνει ο ίδιος στους μονολόγους της |Τέταρτης Διάστασης|. Για να μην επαναλάβω πράγματα για τα οποία μιλώ στο βιβλίο μου, θα αναφερθώ στο μονόλογο του «Ορέστη». Ας θυμηθούμε την αρχή του:
|Άκου,- δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη,
μέσα σ’ αυτή τη νύχτα την ελληνική-τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,
τόσο ανεξάρτητη από μας κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μας
μιαν άνεση-νάμαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ’ τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα˙ να βλέπουμε τη νύχτα
γυμνή ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,
ως τις ελάχιστες φρικιάσεις του μαύρου δέρματός της|.
Είναι, λοιπόν, σύμφωνα με τον Ρίτσο, η ίδια η φύση της ελληνικής νύχτας που προσδιορίζει το βλέμμα του Έλληνα ποιητή. Ο ποιητής που κατορθώνει να βλέπει την ελληνική νύχτα από τα μέσα και από μακριά ταυτόχρονα, είναι ένας ολοκληρωμένος Έλληνας ποιητής. Δεν αντιστοιχεί, στην ιδιοσυστασία της ελληνικής ψυχής, ούτε η αποστειρωμένη από κοινωνικό προβληματισμό ποίηση ούτε η ωμή κοινωνική ποίηση. Μόνον ο συνδυασμός τους οδηγεί στην πλήρη αυτοσυνειδησία τον Έλληνα ποιητή. Και όχι μόνον τον ποιητή.
Ας θυμηθούμε τώρα και τη συνέχεια:
|Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κ’ εμείς, με την ωραία
χαρά της αδιαφορίας, της ανεξιθρησκείας, πέρα απ’ τα πάντα,
μέσα στα πάντα, μέσα μας-μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,
δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως
να μας μετράει η όποια αναμονή κι απαίτηση των άλλων|.
Ιδού μια συνοπτική περιγραφή των μονοδιάστατα υπαρξιακών ποιητών από τον Ρίτσο.
Μπορεί το ζήτημα της κοινωνικής συνύπαρξης να αφήνει ένα ποιητή αδιάφορο; Ασφαλώς και μπορεί. Θυμούμαι την εξομολόγηση ενός πολύ καλού ποιητή, λίγα χρόνια μικρότερου από τον Ρίτσο, ο οποίος, κάνοντας αυτοκριτική, μου έλεγε ότι, προσπερνώντας τους νεκρούς στους δρόμους της Αθήνας κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, κλεινόταν στο σπίτι του και έγραφε ερωτικά ποιήματα.
Ο Ρίτσος δεν μπορούσε να λειτουργήσει έτσι, «με την ωραία χαρά της αδιαφορίας». Είναι ένας Ορέστης. Έχει ένα πικρό και δυσβάστακτο χρέος να εκτελέσει. Σπεύδει δε να μας προειδοποιήσει, ότι το χρέος αυτό δεν το αναλαμβάνει «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος», αλλά επειδή το έχει επιλέξει ο ίδιος:
| …………………………………………………….Δε θέλω
νάμαι το θέμα τους, ο υπάλληλός τους, τ’ όργανό τους, μήτε ο αρχηγός τους.|
Τα λόγια αυτά θυμίζουν έντονα εκείνα του Ορέστη στις |Χοηφόρες| του Αισχύλου. Ο τραγικός ήρωας πρέπει να ακολουθήσει την προσταγή του θεού, αλλά και δίχως αυτήν, έχει ούτως ή άλλως τη βούληση να εκτελέσει το χρέος του.
Όπως ο Ορέστης του Αισχύλου δεν θεωρεί τον εαυτό του απλή μαριονέτα στα χέρια του θεού, έτσι και ο Ορέστης του Ρίτσου, δηλαδή ο ίδιος ο Ρίτσος, αποκλείει ανάλογο ρόλο για τον εαυτό του, ως ποιητή, σε σχέση με το «Κόμμα». Θέλει να είναι κοινωνικός ποιητής, όχι επειδή το επιτάσσει το «Κόμμα» αλλά επειδή ο ίδιος το αισθάνεται ως προσωπικό χρέος.
Η διπλή υπόσταση του Γιάννη Ρίτσου ως κοινωνικού και υπαρξιακού ποιητή, ταυτόχρονα, μοιάζει με τη μοίρα της Περσεφόνης. Ένας ποιητής που είναι αποκλειστικά και μόνον υπαρξιακός, κουρασμένος από το σκοτάδι, προσφεύγει στην ανάπαυση της ημέρας. Ένας ποιητής που είναι αποκλειστικά και μόνον κοινωνικός, αγανακτισμένος από το άδικο φως, προσφεύγει στην ανάπαυση της νύχτας.
Για τον Ρίτσο, όμως, δεν υπάρχει διάλειμμα στον ποιητικό πόνο. Αυτό πιστεύω ότι θέλει να εννοήσει στο μονόλογο της «Περσεφόνης» με τους στίχους:
|…………………………………………………………………….δε μου μένει
παρά νάμαι η τομή.....
μια κάθετη μονάχα μαχαιριά κι ο συθέμελος πόνος...|

Κ.Β.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου