29/5/08

Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού [B]

Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού

επιμέλεια Μάρθα Πύλια)

τχ. 274, 25/3/2008

Γράφουν: Μάρθα Πύλια, Κωνσταντίνος Γκότσης, Ελευθερία Ζέη, Σπύρος Καράβας, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, κι ένα κείμενο του Φίλιππου Ηλιού



Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού

Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας, όρος χιλιοειπωμένος και δανεισμένος από τον Φίλιππο Ηλιού, εξακολουθεί να είναι επίκαιρος, δηλαδή αναγκαίο μεθοδολογικό εργαλείο για να προσεγγίσουμε τις κυρίαρχες απόψεις για το παρελθόν μας. Γιατί, παρά την πληθωριστική χρήση του όρου, τα όρια της "λαϊκότροπης δημόσιας ιστορίας" δεν έχουν αποτελεσματικά προσδιοριστεί, ούτε και έχουν επαρκώς αντιμετωπισθεί οι συμβάσεις και οι σιωπές που αυτή η τελευταία μας επιβάλλει: Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, στη συζήτηση Σβορώνου-Ζαχαριάδη που επισημαίνει ο Φίλιππος Ηλιού στο παράθεμα που αναδημοσιεύουμε εδώ, διαγράφονται με σαφήνεια οι ευθύνες της Αριστεράς στη συντήρηση των εθνικών μύθων, αποδομείται το περιβόητο επιχείρημα της συνέχειας του ελληνισμού και εκ των πραγμάτων κρίνονται από διαφορετική οπτική οι σχετικές απόψεις του Σβορώνου, που επικαιροποιήθηκαν πρόσφατα, για να τροφοδοτήσουν ένα νέο κύκλο ερωτημάτων (που είχαν ωστόσο απαντηθεί από τον Φίλιππο Ηλιού) και στη χειρότερη περίπτωση να ενισχύσουν τα επιχειρήματα της εθνικιστικής δημαγωγίας. 
Με τη φιλοδοξία να είμαστε και αυτή τη χρονιά συνεπείς σε μια προσέγγιση απαλλαγμένη από υπαγωγές και χρησιμότητες, επιχειρούμε και σε αυτό το αφιέρωμα να αναπαραστήσουμε κάποιες από τις διαδρομές του νέου ελληνισμού, έτσι όπως καταγράφονται σε δύο βασικά βιβλία της πρόσφατης ιστοριογραφίας, έτσι όπως τις διαβάζουμε μέσα από τις μαρτυρίες και τις προσλήψεις τους, έτσι όπως τις καταθέτει στο εν λόγω παράθεμα, αλλά και στις υπόλοιπες εργασίες του, ο Φίλιππος Ηλιού.  


Μάρθα Πύλια 



Του Φίλιππου ΗΛΙΟΥ

...Η άποψη του Γιάννη Ζεύγου είναι, τελικά, εκείνη που ακτινοβόλησε περισσότερο μέσα στο ελληνικό μαρξιστικό και ευρύτερα προοδευτικό κίνημα. Στην αντιπαράθεσή τους με την ελληνική αστική τάξη του 20ού αιώνα, οι έλληνες κομμουνιστές αμφισβήτησαν από τον αντίπαλό τους κάθε στοιχείο "προοδευτικότητας", σε οποιαδήποτε φάση της νεοελληνικής ιστορίας. Η συμπεριφορά της αστικής τάξης σε κρίσιμες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας μας, ιδιαίτερα στη διάρκεια της Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου, και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο βιώθηκε και εξηγήθηκε η συμπεριφορά αυτή από το προοδευτικό κίνημα, διευκόλυνε την προβολή, στο ιστορικό παρελθόν, ιστορικών εμπειριών των σύγχρονων αγώνων. 
Μέσα στη φωτιά της Αντίστασης, στα 1943, ο Γιάννης Ζεύγος θα γράψει: "...το 1821 δεν απέδωσε καρπούς ισάξιους με τις θυσίες. Η αστική τάξη συνασπισμένη με τους κοτζαμπάτσηδες, μ' όλες τις διαμάχες τους, πήραν εξ αρχής την ηγεμονία της επανάστασης και έβαναν τα δικά τους συμφέροντα πάνω από τα εθνικά. Δεν έδωκαν τη γη στους αγρότες. Διασπάθισαν τους εθνικούς πόρους (...) ευνούχισαν τον επαναστατικό-δημοκρατικό χαρακτήρα της εξέγερσης. Έβαναν τις βάσεις της εξάρτησης της χώρας από το ξένο κεφάλαιο. Κατάργησαν τους δημοκρατικούς θεσμούς(...). Η αστική τάξη αποδείχτηκε ανίκανη να εκπληρώσει τον ιστορικό της προορισμό (...) Κι ο ελληνικός λαός μετά το 1821 ξανάρχισε τον αγώνα του Σίσυφου για να λύσει |τα ίδια προβλήματα|, που όσο κι αν άλλαξαν μορφή και περιεχόμενο, όσο κι αν περιπλέχτηκαν, |ξακολουθούν| νάνε τα ίδια εθνικοδημοκρατικά προβλήματα και για τη λύση τους παλεύει ακόμα ο ελληνικός λαός...". 


Από 'κει και πέρα όμως, και χωρίς αυτό να είναι στην πρόθεση του Γ. Ζεύγου, ο δρόμος άνοιξε, στην ελληνική μαρξιστική φιλολογία, προς το "λαϊκισμό". Οι μαρξιστικές κατηγορίες, οι κατηγορίες του ιστορικού υλισμού, χρησιμοποιούνται πάντα κι αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς. Οι παραγωγικές δυνάμεις, οι παραγωγικές σχέσεις, η πάλη των τάξεων, η βάση και το εποικοδόμημα, οι νόμοι της διαλεχτικής και τα συνακόλουθα, κυριαρχούν στην ορολογία των ελληνικών μαρξιστικών ή παραμαρξιστικών κειμένων. Στην πραγματικότητα διαπιστώνουμε μια διολίσθηση, που οδηγεί στην υποκατάσταση της έννοιας της κοινωνικής τάξης και της πάλης των τάξεων, από το αντιθετικό σχήμα |λαϊκός / αντιλαϊκός|: στην έννοια |λαϊκός| εντάσσονται όλα τα στοιχεία που στην πραγματικότητα ανήκαν ή εκ των υστέρων θεωρήθηκε ότι έπρεπε να ανήκουν στις καταπιεζόμενες τάξεις, οπότε, και για το λόγο αυτό, αναδεικνύονται σε παραδειγματικές αξίες, μόνες ικανές να εμπνεύσουν και να γαλουχήσουν τους σύγχρονους αγώνες του προοδευτικού κινήματος. Και από την αντίθετη πλευρά, στην έννοια |αντιλαϊκός| συγκεντρώνονται, για να παραδοθούν στον περίφημο "σκουπιδοντενεκέ της ιστορίας", όλα τα στοιχεία που ανήκαν ή που εκ των υστέρων θεωρήθηκε ότι έπρεπε ν' ανήκουν στις καταπιέζουσες, εκμεταλλεύτριες, τάξεις. 
Δημιουργήθηκε έτσι μια λαϊκίζουσα παράδοση, που με παραλλαγές και διακυμάνσεις κυριαρχεί ώς τις μέρες μας, στην ιστορική ή ιστορικίζουσα αριστερή φιλολογία: στο πλαίσιό της, ένας κοινωνικά απροσδιόριστος λαός, αναδεικνύεται σε μοναδικό, αποκλειστικό, φορέα όλων των θετικών αξιών, Σίσυφος και πρωτομάρτυρας μιας ενιαίας και αδιαφοροποίητης νεοελληνικής τραγωδίας. 
Η λαϊκίζουσα αυτή παράδοση μπορεί να μην έχει, πάντα, μεγάλη σχέση με το μαρξισμό, που προϋποθέτει άλλου είδους αναλύσεις και άλλου είδους προβληματική. Εξέφρασε όμως, ιδεολογικά, το ελληνικό μαρξιστικό κίνημα, και στο επίπεδο επίσημων φορέων του και στο επίπεδο έργων ιστορικών ή παραϊστορικών, που γαλούχησαν και γαλουχούν τις κοινωνικές πρωτοπορίες του τόπου, παρέχοντάς τους μια "ιδεολογική τροφή" που ήταν έτοιμες να δεχτούν και πού, ως ένα μεγάλο βαθμό, αποζητούσαν. Ο κατατρεγμένος αγωνιστής του 20ού αιώνα, έβρισκε στο πρόσωπο του Μακρυγιάννη έναν πρόγονο και μια παρηγοριά~ θεωρούσε πως έβρισκε και μια δικαίωση: στο επίπεδο των ψυχολογικών μηχανισμών της αντισταθμιστικής εξισορρόπησης, η ιστορία υποκαθιστούσε, με τον τρόπο αυτό, τη λαϊκή μυθολογία. 
Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας βρίσκεται έτσι σε πλήρη ανάπτυξη στους κόλπους, ακριβώς, ενός κινήματος που από την ίδια του τη φύση θα έπρεπε να τείνει προς την απομυθοποίηση της ιστορίας. Εκφράζεται έτσι μια αδυναμία να υπάρξουν αντικειμενικές αναλύσεις και κυρίως μια δυσφορία να υποταχτούν σε επιστημονικές αναλύσεις οι πολιτικές επιλογές. Και υπάρχει, πάντα ζωντανή, η α-ιστορική αντίληψη, ότι η ιστορία αποτελεί πηγή φρονηματισμού, όχι με την έννοια ότι συντείνει στην κατανόηση των μηχανισμών που διέπουν τις κοινωνικές λειτουργίες και την ιστορική κίνηση, αλλά με την έννοια ότι "δίνει μαθήματα" και "διδάσκει". 
Όταν, το 1945, ο Νίκος Σβορώνος υπόδειξε στο Νίκο Ζαχαριάδη, πως η επίσημη θεωρία του ΚΚΕ για τις σχέσεις της νέας Ελλάδας με το Βυζάντιο δεν άντεχε μπρος στη μαρτυρία των ιστορικών πηγών, ο Ζαχαριάδης δέχτηκε την (ιδιωτική) συζήτηση, δέχτηκε, με κάποιες επιφυλάξεις, και την επιχειρηματολογία του Ν. Σβορώνου, αλλά απάντησε: αυτά να τα πούμε (=δημοσιεύσουμε) αργότερα. Αυτή την ώρα δεν μπορώ, αυτά δεν μας συμφέρουν. 
Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας βρισκόταν στο αποκορύφωμά της. 
Να ελπίσουμε ότι σήμερα έχουν δημιουργηθεί κάποιες προϋποθέσεις για την υπέρβασή της; Αυτό θα σήμαινε όχι μόνο μια νέα ποιότητα στο χώρο της μαρξιστικής ιστοριογραφίας, αλλά και μια νέα ωριμότητα του ελληνικού επαναστατικού κινήματος. 

"Η ιδεολογική χρήση της Ιστορίας. Σχόλιο στη συζήτηση Κορδάτου και Ζεύγου", |Αντί|, τχ. 46 (29.5.1976)



"Εξέγερση" και "μελαγχολία" στον Ανδρέα Κάλβο

Της Ελευθερίας ΖΕΗ


Επιστρέφοντας από την Ευρώπη στα Επτάνησα το 1826, αφού περάσει από την επαναστατημένη Ελλάδα, ο Ανδρέας Κάλβος έρχεται στην Κέρκυρα όπου διορίζεται καθηγητής νεότερης (ή ιταλικής) φιλολογίας και αργότερα φιλοσοφίας στην Ιόνια Ακαδημία (1826-1828, 1836-1837)~ το 1840-41 αντικαθιστά τον Ιταλό φιλελεύθερο Orioli στη διεύθυνση του Γυμνασίου, που ιδρύεται το 1839 για να προετοιμάζει τους φοιτητές της Ακαδημίας, και πιθανόν μέχρι το 1846 στην έδρα της Φιλοσοφίας.^1^ Το 1852 εγκαταλείπει οριστικά τα Επτάνησα για να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, παντρεύεται την Charlotte Augusta Wadams και μετακομίζει στο Louth του Linconshire, όπου συνεργάζεται ως εκπαιδευτικός στο παρθεναγωγείο της, μέχρι το θάνατό του το 1938. 
Μ' όλο που τα φυσικά χαρακτηριστικά του Ανδρέα Κάλβου ελάχιστα ανιχνεύονται στις μαρτυρίες της εποχής του,^2^ στη λογοτεχνική κριτική και μυθοπλασία του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και κυρίως στη μεταπολεμική, έχει κυριαρχήσει η εικόνα του "μαυροντυμένου μοναχικού περιπατητή" της Κέρκυρας. Τη φυσική αυτή περιγραφή έρχονται να επενδύσουν οι διαρκείς αναφορές σε μια ζωή γεμάτη υλικές στερήσεις και σ' έναν χαρακτήρα ιδιόρρυθμο, εκρηκτικό, και συγχρόνως μοναχικό και μελαγχολικό, στοιχεία που συνάγονται από κάποιες μαρτυρίες ανατρεπτικής συμπεριφοράς, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη περίοδο του διδακτικού έργου του στην Ιόνια Ακαδημία (1836-1837), στην επτανησιακή, κυρίως, γραμματεία του 19ου αιώνα. 
Έτσι π.χ. ο Κάλβος του Γ. Θεοτοκά "γυρνά τα καντούνια μοναχός κι αμίλητος" και στη "Σπιανάδα δεν κάνει παρέα με κανέναν"^3^, ο Οδ. Ελύτης θα μιλήσει για τη μοναξιά, την πικρία, την επιθετικότητα και τον non-conformisme,^4^ του ποιητή, ενώ ο Κ. Παλαμάς, στη διάλεξη που δίνει για τον Κάλβο το 1889 στον Παρνασσό,^5^ θα συνδέσει ρητά "το μελαγχολικόν του χαρακτήρος του" με το "μέλαν χρώμα" των ενδυμάτων αλλά και των επίπλων του. Τόσο ο Οδ. Ελύτης όσο και ο Μ. Καραγάτσης^6^ θα επιμείνουν στη "φτώχεια" και στη μη ευγενή καταγωγή του ποιητή. Στο Παρίσι ακόμη o μυθιστορηματικός Κάλβος του Καραγάτση είναι ένας ανθρωπάκος πειναλέος και φουκαράς, κακοντυμένος με χιλιομπαλωμένα ρούχα, αλλά στητός και αγέρωχος, ένας γνήσιος επαναστάτης που περιφρονεί τη γαλλική αστυνομία και δεν καταδέχεται να μιλήσει σε κανέναν. Την "πληβεία" καταγωγή του δεν θα ξεχάσει να επισημάνει ούτε και ο Κ. Θ. Δημαράς.^7^ 
Στην επιβίωση αυτού του ψυχογραφικού πορτραίτου, που αφορά περισσότερο τον Κάλβο ως καθηγητή της Ιόνιας Ακαδημίας και λιγότερο τον Κάλβο ως ποιητή, δεν είναι αμέτοχη η σύγχρονη ιστοριογραφία, η οποία του έδωσε μάλιστα πολιτικές διαστάσεις, αναζητώντας τη ρίζα των ακραίων συμπεριφορών του Κάλβου στην πολιτική και ιδεολογική συγκυρία της εποχής στα Επτάνησα:^8^ στους διχασμούς και τις συγκρούσεις μιας νησιωτικής κοινωνίας που διαπραγματεύεται τη σχέση της με το αυταρχικό καθεστώς της αγγλικής Αρμοστείας, αλλά και με μια επανάσταση που μαίνεται στην απέναντι ηπειρωτική ακτή. Σύμφωνα με τις προσεγγίσεις αυτές, ο Κάλβος αντιμετωπίζεται καχύποπτα από την αγγλική Αρμοστεία και τους προσκείμενους σ' αυτήν, μεταξύ των οποίων και τα μέλη μυστικών εταιρειών (Τέκτονες), εξαιτίας του επαναστατικού παρελθόντος του ως καρμπονάρου^9^. Ποιητής μιας διχασμένης γλώσσας και ενός ιδιότροπου ύφους, περιθωριοποιείται συγχρόνως από το κοινό της εποχής του και από το περιβάλλον της Ιόνιας Ακαδημίας, όπου παράλληλα με την κοραϊκή παράδοση διαμορφώνεται μια ισχυρή σολωμική παράταξη, οι γλωσσικές επιλογές της οποίας ανταποκρίνονται στα νέα εθνικιστικά οράματα^10^: αυτή θα φέρει τον Σολωμό αντιμέτωπο με τον Κάλβο. Ο ιστοριογραφικός προβληματισμός γύρω από την "αρνητική" φυσιογνωμία του Κάλβου φαίνεται, ωστόσο, να λαμβάνει υπόψη του τις σιωπές, τις ασάφειες και τις εμμονές, που οι διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές τάσεις υπέβαλαν στους βιογράφους του. Μια προσέγγιση που οπωσδήποτε οδηγεί τη ματιά του ιστορικού να διαβάσει πίσω από τις γραμμές και να αναρωτηθεί για την κατασκευαστική της μαρτυρίας: ο Παναγιώτης Χιώτης είναι φίλος της Αρμοστείας, αλλά και φίλος της οικογένειας Σολωμού, ο Σπυρίδων Δε Βιάζης μπορεί να είναι φιλοκαλβικός, πλην όμως είναι παλαιό μέλος της Στοάς των Τεκτόνων, ο νεαρός Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος θαυμάζει μεν τον δάσκαλο Κάλβο, αλλά απορρίπτει τον ποιητή, καθώς ανήκει στην μερίδα των σολωμικών. 
Ωστόσο, η διεισδυτική ανάγνωση των τεκμηρίων και της κερκυραϊκής κοινωνίας του 19ου αιώνα αποκαλύπτει ότι η φυσιογνωμία και οι συμπεριφορές του Κάλβου όχι μόνο δεν αποτελούν δείγματα ιδιορρυθμίας, αλλά θα μπορούσαν να εγγράφονται στις νόρμες μιας άρχουσας κοινωνίας, όπου πίσω από τις μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές αναμετρήσεις κρύβονται συγκυριακές και συγκεκριμένες αντιπαλότητες, υπαγωγές και "μηχανορραφίες". Ο κόσμος της Ιόνιας Ακαδημίας, όπως αναδεικνύεται στη μαρτυρία του Γεώργιου-Τυπάλδου Ιακωβάτου^11^ είναι ένα καζάνι που κοχλάζει: λόγιοι που τσακώνονται και ανταλλάσσουν κατηγορίες, που διεκδικούν το ρόλο της εκπαιδευτικής "αυθεντίας" και συνάμα της πολιτικής αξίας, με μείζον επιχείρημα τη γλώσσα, έχοντας συγχρόνως να αντιμετωπίσουν τις διαρκείς μετατοπίσεις εύνοιας που προκαλούν οι αλλαγές της αγγλικής πολιτικής σκηνής, στα πολιτικά και εκπαιδευτικά προγράμματα της Αρμοστείας. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια πρέπει να δει κανείς την αντιπαράθεση του Κάλβου με το Γεώργιο Θεριανό, την αντιδικία του με τον Orioli για την έδρα της φιλοσοφίας και τη διεύθυνση του Γυμνασίου, την αντίθεσή του με τους Ιταλούς καθηγητές, που τους θεωρεί όργανα της Βουλής και υπεύθυνους για τον "αισχρό" "Οργανικό Κανονισμό του Ιονικού Πανεπιστημίου", τις διακυμάνσεις των σχέσεων του με την Αρμοστεία. Μαρτυρία πολύτιμη η |Ιστορία| του Τυπάλδου γιατί, μεταξύ άλλων, αναδεικνύει τις κοινωνικές εξαρτήσεις μιας "λόγιας" από μια "πολιτική" κοινωνία, και αντίστροφα, εξαρτήσεις που κάποτε υποδεικνύουν ή και διαμορφώνουν τους ηθικούς και συναισθηματικούς κώδικες με τους οποίους επενδύονται οι ιδέες. Η διασταύρωσή της με άλλα τεκμήρια που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια,^12^ υπονομεύει την "πολιτική" εικόνα του μοναχικού, αντικοινωνικού Κάλβου. Αναδεικνύεται έτσι ο δάσκαλος που γοητεύει, με το λόγο και τη σκέψη του Διαφωτιστή, που απολαμβάνει την εκτίμηση και τον θαυμασμό, όχι μόνο των μαθητών και των συναδέλφων του, αλλά και των κύκλων της Αρμοστείας, που πληρώνεται καλά, τουλάχιστον την πρώτη περίοδο της θητείας του~ συγχρόνως υποδεικνύεται η ανακρίβεια των μαρτυριών του 19ου αιώνα, για κάποια από τα υποτιθέμενα "ανατρεπτικά" επεισόδια στη δεύτερη κυρίως περίοδο της διδασκαλίας του: η παραίτησή του από την Ιόνια Ακαδημία, κάθε άλλο παρά πράξη παράλογου εγωκεντρισμού, όπως την παρουσιάζουν οι Π. Χιώτης και ο Σπ. Δε Βιάζης –δεν θυμώνει επειδή οι σπουδαστές χειροκρότησαν τον Orioli-, είναι αποτέλεσμα της αντίδρασης των σπουδαστών στις συχνές απουσίες του καθηγητή. Απουσίες που τώρα γνωρίζουμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι δεν οφείλονται μόνο στην εξοργιστική συνήθειά του να εξαφανίζεται χωρίς εξηγήσεις, αλλά και στις συχνές αιμορροϊδικές κρίσεις, που πιθανότατα συμβάλλουν στην κακή του διάθεση –να ήταν άραγε αυτές τα "ανυπέρβλητα εμπόδια" που τον κράτησαν μακριά από την επανάσταση^13^; Όσο για την προτίμησή του στα μαύρα ρούχα, μια κοινωνιολογία του ενδύματος και του χρώματος στα Επτάνησα τον 19ο αιώνα θα έφερνε πιθανότατα στο φως κάποιες άλλες κανονικότητες – μήπως, μεταξύ άλλων, μια παλιά ευρωπαϊκή παράδοση των νεότερων χρόνων που συνδέει το μαύρο ένδυμα με τον κόσμο της διανόησης; 
Με την εμμονή της στο είδωλο του μαυροντυμένου και απομονωμένου από την κερκυραϊκή κοινωνία ποιητή -που ανατροφοδοτεί από καιρού εις καιρό και την ιστοριογραφία- η μεταπολεμική, κυρίως, λογοτεχνική κριτική μοιάζει να αναπλάθει τα στερεότυπα μιας παλιότερης ρομαντικής ουτοπίας, που γεννιέται στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ευρώπη, στη φιλελεύθερη και εκβιομηχανιζόμενη Ευρώπη, το όραμα της διαρκούς εξέγερσης μέσα από τη φτώχεια, τη μελαγχολία και την απομόνωση, όπου κεντρικός ήρωας ο αιώνιος επαναστάτης περιφέρεται κλεισμένος στον περιθωριακό εγωκεντρισμό του και την ακραία αντικοινωνικότητά του.^14^ Αν ναι, τότε ίσως τέτοιου τύπου στερεότυπα αντανακλούν την αμήχανη σχέση της μεταπολεμικής λογοτεχνικής κριτικής με την εθνική επαναστατική ουτοπία, η οποία ερμηνεύεται άλλοτε ως ρήξη με την ασφυκτική πραγματικότητα της πολιτικής δουλείας, της πολιτειακής αναποτελεσματικότητας και των ατομικών αδιεξόδων, μέσα στην επαναστατημένη και μετεπαναστατική κοινωνία, όπως στην περίπτωση του Κάλβου, και άλλοτε ως υπέρβαση, όπως στην περίπτωση του Σολωμού. Υποδηλώνοντας, εν τέλει, την αμήχανη σχέση της μεταπολεμικής λογοτεχνικής κριτικής με την ιστορία. 

1. Σπ. Ι. Ασδραχάς, "Από τη ζωή του Κάλβου στην Κέρκυρα", |Ελληνική κοινωνία και οικονομία ιη' και ιθ' αιώνες. Υποθέσεις και προσεγγίσεις|, Αθήνα 1982^1^, σ. 269-280. Ο ίδιος, "Ανδρέας Κάλβος. Ανέκδοτα και αθησαύριστα κείμενα", ό.π., σ. 290-300. Π. Αλιπράντης, "Άγνωστα χειρόγραφα παραδόσεων καθηγητών της Ιονίου Ακαδημίας και τα μαθήματα φιλοσοφίας του Ανδρέα Κάλβου στα 1840-1841", |Πόρφυρας| 64-65 (αφιέρωμα), Κέρκυρα Ιαν-Ιουν.1993, σ. 133-138. Μ. Μαρτζούκου, "Η πνευματική παρουσία του Κάλβου στην Κέρκυρα (1826-1852). Ανθολόγιο", |Πόρφυρας|, ό.π., σ. 27-50. 
2. Σπ. Ι. Ασδραχάς, "Τα χαρακτηριστικά του Κάλβου", |Τα Ιστορικά| 19/36, Ιούνιος 2002, σ. 212-222.  
3. Γ. Θ. Ζώρας, "Ο Ανδρέας Κάλβος στις πρώτες κριτικές", |Νέα Εστία|, ό.π., σ. 111. 
4. Οδ. Ελύτης, "Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου", |Νέα Εστί|α, ό.π., σ. 240-269, εδώ σ. 245. 
5. Κ. Παλαμάς, |Άπαντα|, τ. 2, Αθήνα, 1962, σ. 28-59 
6. Βλ και Β. Αθανασόπουλος, "Ο 'αμαρτωλός' Καραγάτσης για τον 'ενάρετο' Κάλβο", |Πόρφυρας|, ό.π., σελ., 336. 
7. Κ. Θ. Δημαράς, |Ελληνικός ρωμαντισμός|, Αθήνα 1985^2^2, σ. 78 
8. Σ. Καψάσκης, |Μοναχικοί μαυροντυμένοι περιπατητές της Κέρκυρας. Διονύσιος Σολωμός-Ανδρέας Κάλβος|, Αθήνα 1998. 
9. Βλ σχετικά και Γ. Θ. Ζώρας, "Ο Κάλβος Καρμπονάρος κατά τας παραμονάς της ελληνικής επαναστάσεως", |Νέα Εστία| 88 (1970), ("Αφιέρωμα στο Εικοσιένα"), σελ. 137-150~ Κ. Πορφύρης, |Ο Ανδρέας Κάλβος Καρμπονάρος. Η μυστική δίκη των καρμπονάρων της Τοσκάνης|, Αθήνα 1975, Αθ. Γεωργαντά, "Ο Κάλβος και οι καρμπονάροι. Συμβολικές λέξεις των ωδών", |Μνήμων| 27, 2005, σσ. 55-108, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία. 
10. Πρόβλημα που έχει απασχολήσει και τη μεταπολεμική νεοελληνική κριτική για το έργο του: βλ ενδεικτικά Β. Βαρίκας, "Ο διχασμός του Κάλβου", |Πόρφυρας|, ό.π., σ. 330-332~ Γ. Σεφέρης, "Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο", |Δοκιμές|, Α' Αθήνα 1974^3^, σ. 56-63~ Mario Vitti, "Ο Κάλβος ανάμεσα στις αντινομίες του καιρού του", |Επιθεώρηση Τέχνης|, 115-6 (1964), σ. 8-26. 
11. Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος, |Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας|, έκδοση-εισαγωγή-σχόλια Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Αθήνα, 1982. 
12. Ν. Ε. Κουρκουμέλης, |Νεότερα Καλβικά|, Αθήνα 1999, ιδ. σ. 37, 39-77. 
13. Η πρώτη νύξη για την επίδραση των κρίσεων αυτών στον ψυχισμό του Κάλβου στο Σπ. Ι. Ασδραχάς, "Ανδρέας Κάλβος. Ανέκδοτα και αθησαύριστα κείμενα", ό.π., σ. 289-290 
14. Βλ ενδεικτικά Isaiah Berlin, |Οι ρίζες του ρομαντισμού|, μτφρ. Γ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2000, σελ. 204~ πρβλ και Michael Lοwy-Robert Sayre, |Εξέγερση και Μελαγχολία. Ο Ρομαντισμός στους αντίποδες της Νεωτερικότητας|, μτφρ. Δ. Καββαδία, εισαγωγή Γ. Καραμπελιάς, Αθήνα 1999, ιδ. σ. 125-128. Για το "θετικό" ισοδύναμο του στερεότυπο αυτού, πρβλ. και Δ. Τζιόβας "Ο ποιητής ως ήρωας και η σύγκρουση των παραδόσεων: Σολωμός, Αποστολάκης και Carlayle", |Κοσμοπολίτες και Αποσυνάγωγοι. Μελέτες για την ελληνική πεζογραφία και κριτική (1830-1930)|, Αθήνα 2003, σσ. 299-328. 

Η Ελευθερία Ζέη είναι ιστορικός


Ο Κασομούλης στην Τρίπολη

Του Κωνσταντίνου ΓΚΟΤΣΗ


Ο Νικόλαος Κασομούλης, γραμματικός του Καπετάνιου Ν. Στουρνάρη, κατέγραψε, στο τρίτομο έργο του "στρατιωτικά ενθυμήματα"^1^, τα συμβάντα της επανάστασης του '21 και όχι μόνο. Το παραπάνω έργο του Ν. Κασομούλη δικαίως θεωρείται από τους Έλληνες ιστορικούς ως πολύ σημαντικό για τον πλούτο των πληροφοριών που μας παρέχει, οι οποίες δεν περιορίζονται στην περιγραφή των μαχών. Μας δίνει επιπλέον αρκετές και σημαντικές πληροφορίες για τη γενεαλογία των Ελλήνων αρματολών, τη διαδοχή στα αρματολίκια, την καθημερινότητα, τα ήθη, τις συνήθειες και τη συμπεριφορά των ενόπλων, αλλά και των υπολοίπων. 
Κάποια στιγμή, το φθινόπωρο του 1821, ο Κασομούλης με μια μικρή ομάδα ανθρώπων κατευθύνεται προς τη νότια Ελλάδα, προκειμένου να ζητήσει χρήματα και υλική στρατιωτική βοήθεια, για την επανάσταση στον Όλυμπο και τη Μακεδονία^2^. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1821 φθάνει στα Ψαρά, στις 22 στην Ύδρα και αμέσως μετά στις Σπέτσες. Σε κάθε έναν από τους παραπάνω προορισμούς, υποβάλλει αιτήματα για στρατιωτική βοήθεια. Επόμενος προορισμός του η Τρίπολη. Από τις Σπέτσες, λοιπόν, κατευθυνόμενος προς την Τρίπολη, στις 26 Σεπτεμβρίου φθάνει στους Μύλους. Παραθέτουμε στη συνέχεια ένα εκτενές απόσπασμα, από την αναχώρησή του από τους Μύλους, την άφιξή του στην Τρίπολη και τις πρώτες παρατηρήσεις του μετά την κατάληψη της πόλης: 
"|Εξελθόντες (από τους Μύλους) εμάθαμεν την άλωσιν της Τριπολιτζάς, εξ εφόδου από τους Έλληνας, την καταστροφήν των πολυαρίθμων Τούρκων, την έξοδον του Ιλμάζμπεη και Ασλανάκη με 2 χιλ. Αλβανούς με συνθήκας, και την συνόδευσιν του Υψηλάντου έως την Βοστίτζαν. 
Την αυγήν κινήσαμεν δια Τριπολιτζάν~ το εσπέρας εφθάσαμεν, και διευθύνθημεν εις την οικίαν του Κολοκοτρώνη. 
Όσα επιθυμούσεν η ψυχή μου να ιδώ τα είδα άμα πλησίασα εις το στρατόπεδον το από το μέρος της Γράνας, Αγίου Γεωργίου. Ο ντουφεκισμός εις Τριπολιτζάν εκ διαλειμμάτων έδειχνεν ότι εύρισκον Τούρκους τρυπωμένους και τους εφόνευαν. Εκείνην την στιγμήν είδα έναν Έλληνα να συνοδεύη 30 θηρία εις το ανάστημα, Τούρκους και να τους απερνά από το εν ταμπούρι εις το άλλο, και απα@ν#τηθέντες τους χαιρετήσαμεν. 
Οι χωριάτες εξερχόμενοι φορτωμένοι λάφυρα από Τριπολιτζάν, εις όλον τον δρόμον όποιον απαντούσαν τον ηύχοντο: 
-Και στα ταίργια τους, αδέλφια, και στα ταίργια τους! 
ΣΙδηρα, στάμναις, παλαιοτζούκαλα, παλαιοαργαλειούς, πιθάρια, παραστάτας από παράθυρα κουβαλούσαν, και ο δρόμος δεν άδειαζεν. Εις τα οχυρώματα ως λόφοι εφαίνοντο τα διάφορα λάφυρα, και αυτά ήταν διά τους στρατοπεδευμένους. 
Πλησιάσαντες εις την πόρταν του φρουρίου, είδον έως 10 σωρούς Τούρκους φονευμένους μαύρους, άσπρους, κάθε είδους. 
Εμβάντες εντός της πόρτας, τι να ιδούμε; Θορύβους, ταραχαίς, φωναίς, και αρπαγαίς αναμεταξύ των στρατιωτών. Αγνώριστοι διαβαίνοντες περιπλέχθημεν, και μόλις εδυνήθημεν να σωθώμεν αβλαβείς από την οχλαγωγίαν των διαφόρων στρατευμάτων και φιλονικιών περί λαφύρων. 
Εις τον δρόμον διαβαίνοντες, έβλεπα εις τα παράθυρα των σπιτιών σημαίας ζωγραφισμέναις με Αγίους Γεωργίους, με Παναγίαις, με Σταυρούς, μ' Άγιους Δημητρίους, μ' Άγιους Νικολάους, κατά την δόξαν του κάθε οπλαρχηγού των Ελλήνων -και πετρωμέναις ταις πόρταις, φυλάττων ο καθείς τα λάφυρα του να μη έμβουν άλλοι και τα κυριεύσουν."(Α', σ. 151-152). 
Από την παραπάνω περιγραφή του Ν. Κασομούλη επισημαίνουμε πως ελάχιστα, σε λιγότερο από τρεις γραμμές, αναφέρεται στο πώς κατελήφθη η Τρίπολη από τους Έλληνες. Τρία δε στοιχεία, εντελώς συνοπτικά, σημειώνει για το θέμα αυτό: η κατάληψη έγινε με έφοδο, σκοτώθηκαν πολυάριθμοι Τούρκοι, ενώ τέλος συνθηκολόγησαν και εξήλθαν 2.000 Αλβανοί, που προφανώς υπεράσπιζαν την πόλη μαζί με τους Τούρκους. Οι Τούρκοι, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους Αλβανούς, δεν συνθηκολόγησαν, καταδιώκονταν και φονεύονταν, ενώ κάποιοι άλλοι παρέμειναν αιχμάλωτοι στην πόλη. Εμμένει αρκετά, με λεπτομέρειες, στο θέμα των λαφύρων. Από τη μια μεριά, οι χωριάτες οι οποίοι φορτώθηκαν με οικιακά σκεύη και αντικείμενα (στάμνες, τσουκάλια, αργαλειούς κ.λπ.) εγκατέλειπαν την πόλη, γυρνώντας στα χωριά τους. Από την άλλη, οι ένοπλοι, οι οποίοι διαπληκτίζονταν για το μοίρασμα των λαφύρων. Ο κάθε οπλαρχηγός, με τους ενόπλους του, καταλάμβανε ένα οίκημα, στο οποίο τοποθετούσε τα λάφυρά του. Στα παράθυρά τους κρεμούσαν σημαίες με τον άγιό τους, την Παναγία, ή με σταυρούς, και τα οχύρωναν, από το φόβο μην τους τα αποσπάσουν οι άλλοι οπλαρχηγοί. 
Επιστρέφει όμως στη συνέχεια στο θέμα των λαφύρων, περιγράφοντας τη συμπεριφορά του Πάνου Κολοκοτρώνη, γιου του Θεόδωρου, ο οποίος εκείνη τη στιγμή επέστρεψε από την Πάτρα. Ο Πάνος λοιπόν, του οποίου, κατά τον Κασομούλη "|τα χαρακτηριστικά (...) δεν παρομοίαζον με του πατρός του|" και επίσης "|το φέρσιμόν του ήτον πολλά ήσυχον και ατάραχον|", έθεσε θέμα δίκαιης διανομής των λαφύρων: "(...)|επαραπονέθη πως διά τους στρατιώτας του @ούτε#~ σπήτια δέν άφησαν με λάφυρα, και απαιτούσεν @ακόμη# και όλοι να τα σωρεύσουν εις εν μέρος να γίνει ή διανομή τακτικά, ει@δεμή#, αν είναι ο καθείς όπως δύναται να μεταχειρισθή την δύναμιν. Εν τοσούτω μεταχειρίσθη την @ιδικήν του# δύναμιν, και εις όποιον οίκον ή παλάτι εύρεν αδυνάτους, τους έβγαλλεν και έβανεν ιδικούς του." (Α', σ. 153). 
Μάλιστα, κάποια στιγμή, και ενώ γλεντούσαν, εμφανίστηκε ο Μανιάτης "Σπαρτιάτης" Π. Μούρτζινος στο σπίτι του Θ. Κολοκοτρώνη και του είπε να προσέχει τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς. "|Τον Κολοκοτρώνη τον συμβούλευσεν να προσέχη 'να μη του την παίξουν' (δεν ηξεύραμεν ποίοι) και να ενθυμηθή όσα του είπεν, και ακόμη @ότι# αν δεν τον άκουγεν, τι έμελλεν να πάθη. Μόνον τούτο αποκρίθη ο Κολοκοτρώνης: 'Άφησε τους κερατάδες, και εγώ τους ταιργιάζω, μη σε μέλει'|."(Α' σ. 154). Οι συμπεριφορές αυτές των Ελλήνων ενόπλων για την κατοχή των λαφύρων δείχνουν ν' απογοητεύουν τον Κασομούλη: "|Εγώ άρχισα να συμπεραίνω εις ποίους ήλθα, και τι βοήθειαν έμελλον να λάβω, πλην τι να κάμω; Δεν είπα τίποτες να ιδώ τι τρέχει. Ενώ κηρύττουν αρχηγόν, να τον περιφρονούν|..." (Α' σ. 153). 
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες μας δίνει ο Κασομούλης και για τους ενδυματολογικούς κώδικες και τις συνήθειες των Ελλήνων οπλαρχηγών. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης επέστρεφε από την Πάτρα "|μ' έναν σωρόν ζουρνάδες και τύμπανα έμπροσθεν και πλήθος χωρικών|." (Α', σ. 153). Επίσης, διαπιστώνει ότι "|τα Σπαρτιατικά στρατεύματα εδιεκρίνοντο και από τον στρατ@ιωτικόν# χαρακτήραν και από τα ενδύματα των|." (Α', σ. 152). Περιγράφει επίσης τη συγκέντρωση που έγινε ένα βράδυ "|από όλους τους πρώτους της Πελοποννήσου|", τους στρατιωτικούς δηλαδή αρχηγούς. Σ' αυτήν εμφανίστηκε ο Κασομούλης, συνοδεύοντας τον Θ. Κολοκοτρώνη, για να υποβάλει το αίτημα για στρατιωτική-υλική βοήθεια. Αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι η πλειοψηφία αυτών των ηγετών φορούσε ορισμένα τουρκικά ενδύματα, προερχόμενα από τα λάφυρα: "|Εκτός του Πετρόμπεη και λοιπών οπλαρχηγών Σπαρτιατών, του Κολοκοτρώνη και Αναγνωσταρά και άλλων @τινών# καπιταναίων Πελοποννησίων, οίτινες εγνώριζαν τους άνδρας @του Ολύμπου ως φίλους# και συνδρόφους των, οι περισσότεροι οπλαρχηγοί, οίτινες συνιστούσαν την συνέλευσιν, ήσαν με μέστια και τζαρούχια ποδεμένοι (είδος, αλλόκοτον εις τα μάτια μας) και με μανδήλια μαύρα κασπαστιά εις την κεφαλήν και γεμενιά, και δεν ηξεύραν ίσως @ούτε# και αν υπάρχει Όλυμπος εις την Ελλάδα, όχι και Αρματωλοί παλαιοί χρήσιμοι εις την επανάστασιν|".(Α', σ. 154). 
Για ποιους λόγους, οι Έλληνες οπλαρχηγοί, μιμούνται τους Τούρκους κυρίαρχους; Ο Francis Affergan, αναφερόμενος στην περίπτωση της Μαρτινίκας, τη στιγμή της κατάργησης της δουλείας το 1848, σημειώνει ένα αντίστοιχο φαινόμενο^3^.Οι πρώην σκλάβοι, φορώντας το ψηλό, επίσημο καπέλο (ονομαζόμενο "Bis-Bombe" στην Κρεολική γλώσσα), "|το οποίο αποτελούσε το αποκλειστικό γνώρισμα του ενδυματολογικού στυλ των αφεντών (...) αλλά το οποίο φοριόταν μόνο "στη κοινωνία", (...) δεν μιμούνταν τους πρώην αφέντες τους μέσα σε οποιαδήποτε κατάσταση: Αλλά τη στιγμή εκείνη που ο αφέντης ήταν περισσότερο αφέντης μιμούνταν κυρίως ένα τρόπο ζωής, παρά μια μόδα. Η μόδα εδώ παραπέμπει σε μια κοινωνική σχέση. Η γοητεία που ασκεί ο αφέντης, δεν είναι το ότι διατάσσει, αλλά το ότι κατέχει την εξουσία. Φορώντας το βis-βomβe, εξισώνεται με το να παράγεις μια συμβολική εξουσία, τόσο επιθυμητή πριν|.". Θεωρούμε ότι οι Έλληνες οπλαρχηγοί, φορώντας μέστια, μαύρα μαντήλια κασπαστιά και γεμενιά, στόχευαν μια κοινωνική σχέση "μέσα στην οποία ήταν κυριαρχούμενοι". Αυτά τα ενδυματολογικά είδη συμβόλιζαν την εξουσία. Φορώντας τα, δεν επιθυμούν να μπουν στη θέση των κυρίαρχων, αλλά απλώς να παίξουν "την τόσο επιθυμητή σκηνή του αφέντη". 
Ο Κασομούλης, εν τέλει, θα απογοητευτεί από την κατάσταση αυτή και τη δυσφορία του θα τη διατυπώσει, κατά τα λεγόμενά του, στη παραπάνω σύναξη των πολεμικών αρχηγών: "|Τούτου ένεκα ούτε εμβήκεν εις την σειράν της ομιλίας των αύτη η υπόθεσις και αι απαιτήσεις μας, αλλά άρχισαν την ομιλίαν των λαφύρων, και ο εις κατέκρινεν τον άλλον, ότι η επαρχία του έλαβεν περισσότερα, και ο άλλος τον άλλον. Βλέπων την αδιαφορίαν αυτήν, στενοχωρηθείς τους είπα: 
-Αδελφοί, ήλθαμεν με γράμματα να μας εφοδιάσετε από πολεμοφόδια. Αν φροντίσετε περί ημών, ο πόλεμος μένει εις ημάς και σεις έχετε καιρόν να μοιράσετε @τα λάφυρα σας#, ειδέ @και# να αδιαφορήσετε, στοχασθήτε ότι δεν θέλετε δυνηθή να τα διαφυλάξετε, όσα και αν πάρετε, διότι οι Τούρκοι οπίσω είναι, δεν τελείωσαν. 
Και αγανακτησμένοι, χωρίς καμμίαν απάντησιν ή και παρηγορίαν από την ομήγυρίν των, ετραβήχθημεν αφήσαντές τους να σκεφθούν περί της διανομής των λαφύρων" (Α', σ. 154-155). Λίγο αργότερα, ο Κασομούλης, στη διάρκεια μιας επίσκεψης του στο σπίτι του Αναγνώστη Δεληγιάννη, αναφέρει ότι "|είδαμεν ένα σωρό μεστοτζαρουχοποδεμένους|". Και από εκεί όμως θα αποχωρήσει απογοητευμένος: "|Μας υποδέχθη, πλην εκείνην την στιγμήν έλειψαν δυό γιδοτόμαρα ξηρά από τον σωρόν @των λαφύρων#, και είχεν την προσοχήν του εκεί, και δεν ωμιλήσαμεν τίποτες. Αφήσαμεν τούτον ανακατώνοντας και φωνάζοντας τα τομάρια, και απεράσαμεν εις την οικίαν μας.|" (Α', σ. 155).  
Αντίστοιχα περιστατικά περιγράφει αμέσως μετά: "Περιφερόμενοι εις την οικίαν του Κολοκοτρώνη, τριγυρίζοντες εις τους οδάδες, είδαμεν έναν Εβραίον φυλακισμένον, όστις δεν είχεν 700 χιλ. γρόσια και αδάμαντας να δώση, παρά υπόσχετο μόνον έως 300, και τίποτες άλλα τα όποια είχεν κρυμμένα." (Α', σ. 155). 
Ο Κασομούλης θα ξεκινήσει την επιστροφή του για Άργος, από εκεί στους Μύλους, Σπέτσες και Ύδρα. Θα σημειώσει τη στρατιωτική βοήθεια που του έδωσαν οι Σπετσιώτες και Υδραίοι (ντουφεκόπετρες, μπαρούτι, μολύβι), και θα επιστρέψει στην Τρίπολη, στα μέσα Οκτωβρίου του 1821. Πλέον, "|τα λάφυρα είχαν μοιρασθή, τα στρατόπεδα εδιαλύθηκαν, και μόνον οι επισημότεροι έμειναν στην Τριπολιτζάν με πολλά ολίγους, οίτινες εσκέπτοντο περί σχηματισμού διοικήσεως|" (Α', σ. 159). Εν τέλει, θα δοθούν στον Κασομούλη "|τέσσερα κανόνια του κάμπου, οπού ήτον εις ταις τάμπιαις της Τριπολιτζάς|". Επέλεξε τέσσερα, "|τα πλέον ελαφρότερα|", και πήρε το δρόμο της επιστροφής (σ. 162). 
Συμπερασματικά, ο Κασομούλης, φθάνοντας στην Τρίπολη αμέσως μετά την κατάληψή της, "|βρίσκεται με όλους τους παράγοντες της πελοποννησιακής επανάστασης. Μπορεί να πει κανείς όλους, γιατί όλοι είχαν μαζευτεί στην Τρίπολη για την πολιορκία και κατόπιν για τα λάφυρα~ με εξαίρεση όσους έχουν περάσει από τα ξένα στρατεύματα, οι υπόλοιποι, οι νεότεροι, μοιάζουν να ανήκουν σε διαφορετικό κόσμο, ανασηματοδοτούμενο, ωστόσο, μέσω της αμφίεσης: φορούν μεστοπάπουτσα|"^4^. 

1. Αναφέρομαι εδώ στην έκδοση Χ. Κοσμαδάκη και Σια, με πρόλογο του Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, εισαγωγή και σχόλια Γιάννη Βλαχογιάννη, με τίτλο |Νικ. Κασομούλης, Απομνημονεύματα της επαναστάσεως των Ελλήνων, 1821-1833|. Όλες οι σχετικές αναφορές που ακολουθούν, περιλαμβάνονται στον Α' τόμο. 
2. Σπύρος Ασδραχάς, |Βίωση και καταγραφή του οικονομικού. Η μαρτυρία της απομνημόνευσης|, (Κύκλος σεμιναρίων), Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Μελετών, Αθήνα 1987, σ. 170. 
3. Affergan Francis, "Mode et depossession'', περιοδ. |Traverses|, αριθμ. 3 έκδ. 2η , Οκτ. 1984, σ. 140-144. 
4. Σπύρος Ασδραχάς, όπ. π., σ. 171. 

Ο Κωνσταντίνος Γκότσης είναι ιστορικός



Εκκλησία, Μύθος, Ιστορία

Στο πρόσωπο του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε', η νεοελληνική ιδεολογία κατάφερε να συγκεράσει το απολύτως ασυμβίβαστο: Παρότι βαρύνεται με τον αφορισμό των επαναστατών, δια του απαγχονισμού του αγιοποιήθηκε ως εθνομάρτυρας, τιμή που δεν αποδόθηκε με αντίστοιχη ένταση και έκταση στους υπόλοιπους, λιγότερο ή περισσότερο επώνυμους, λιγότερο ή περισσότερο τραγικά πεσόντες. Και είναι πράγματι παράδοξο το γεγονός, ότι παρά τις ενστάσεις που επανειλημμένα έχουν εγείρει οι επιστήμονες, ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' παραμένει μια από τις πιο εμβληματικές και λαοφιλείς προσωπικότητες του '21, σε σημείο μάλιστα που η συμπεριφορά του, οι ρόλοι και οι λειτουργίες που επιτελούσε, να μην εντάσσονται στις συνθήκες τους, να μην ανάγονται δηλαδή στο οθωμανικό πολιτικό περιβάλλον που τις εξέθρεψε, ακόμα και από σύγχρονες και "εκσυγχρονιστικές" ιστορικές προσεγγίσεις. Αναφέρομαι εδώ, στον πρόσφατο αφιερωματικό τόμο της |Ελευθεροτυπίας| (22/03/2008), |1821. Οι αθέατες όψεις|, όπου αναπαράγονται μηχανικά και απολύτως ρομαντικά, όχι "αθέατες" αλλά οι κυρίαρχες απόψεις, η έμφαση δηλαδή με την οποία η παραδοσιακή ιστοριογραφία έχει περιβάλλει τον θάνατο του πατριάρχη: "Γρηγόριος ο Ε', τον κρέμασε ο σουλτάνος, τον κήδεψε ο τσάρος". 
Από την εποχή που ο Ιωάννης Φιλήμων εξέδωσε το |Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας| (Ναυπλία 1834) και εξής, επαναλαμβάνεται στερεοτυπικά, με άλλα λόγια στοιχειοθετείται σκηνοθετικά, η θετική "προδιάθεση" του Γρηγορίου του Ε' για την επανάσταση: 
"|Ο Φαρμάκης ωμολόγει μετέπειτα, ότι ηθέλησεν να κατηχήση εις της Εταιρίαν τον εξόριστον τότε εις το όρος του Άθωνος Γρηγόριον Πατριάρχη| [1819]~ |ότι ο σεβάσμιος ούτος Γέρων έδειξεν ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν υπέρ του πνεύματος της Εταιρίας~ ηυχήθη εκ καρδίας~ και λέγων~ ‘Εμένα έχετε που μ' έχετε' δεν ηθέλησε και να ορκομωτήση κατά την Διδασκαλίαν. Παρά την επιβαλλομένην από τον ιερατικόν του χαρακτήρα υποχρέωσιν, παρετήρησεν, ότι, αν ανακαλυφθή ποτέ εις τα βιβλία της Εταιρίας το όνομά του, θέλει διακινδυνεύσει ολόκληρον το Έθνος, του οποίου προείχε πάντοτε, από την τύραννον Εξουσίαν. Τελευταίαν δε παρατήρησιν έκαμε, το να προσέξωσι πολύ οι Εταίροι, μήπως βλάψωσι αντί να ωφελήσωσι της Ελλάδα.|" (Ιωάννης Φιλήμων, ό.π. σελ. 202-203). 
Πρόκειται δηλαδή για έναν καλά οργανωμένο μύθο, συστατικό στοιχείο μιας θεωρίας που, επενδύοντας στην άγνοια, έχει από συστάσεως του ελληνικού κράτους επιβάλλει ένα ολοκληρωμένο σύστημα θέσεων, για την αδιάπτωτη συνέχεια του ελληνισμού και για τον ξεχωριστό και ηρωικό ρόλο που επιτελούσε στη μακρά αυτή διάρκεια η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν θα επαναφέρω εδώ τη προσφιλή συζήτηση για τη διάρκεια της πολυθρύλητης ελληνικότητας (σε αυτήν άλλωστε αναφέρεται καταληκτικά το κείμενο του Φίλιππου Ηλιού σε προηγούμενη σελίδα), αλλά θα επικεντρωθώ στην πασίγνωστη και, ενίοτε ακόμη και από σύγχρονους ιστορικούς, αγνοημένη θέση του πατριαρχείου στο οθωμανικό σύστημα. Και ενώ, όταν καλούμαστε να προσεγγίσουμε ιστορικά έναν τόσο ισχυρό, διαιώνιο, ιδεολογικό μηχανισμό σαν το πατριαρχείο, είναι προφανές ότι εκκινούμε από τις προσωπικές μας ευαισθησίες για να τις μπολιάσουμε με τις επιστημονικές μας διαθεσιμότητες, η -δια της σχετικοποίησης- μεταμοντέρνα ιστοριογραφία καταλήγει ενίοτε να ενισχύει εκείνες ακριβώς τις εθνικιστικές προσλήψεις που προτίθεται να αποδομήσει. Επανέρχομαι λοιπόν εδώ στην επίσης προσφιλή δημόσια συζήτηση για τον Γρηγόριο τον Ε' που εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια δηλαδή που δημοσιοποιήθηκε ο επιστημονικός αντίλογος, για να προκαλέσει σκληρές, πολιτικές και έντονα θυμικές επιθέσεις εφ' όλης της ύλης. 
Με όλο το σεβασμό και την εμπιστοσύνη στην ευεργετική λειτουργία των αντιθέσεων για την επιστημονική παραγωγή, θα ήθελα να καταθέσω την αντίρρησή μου για τη, δια της ερμηνευτικής διολίσθησης, διάθλαση των σχέσεων κατακτητών και κατακτημένων, έτσι όπως διαμορφώνονται και εξελίσσονται στην περίπτωση του πατριαρχείου. Υποστηρίζω δηλαδή, πως δεν είναι καθόλου "|εύλογο να θεωρήσει κανείς ότι το πλαίσιο λειτουργίας του Πατριαρχείου, όπως εξάλλου και των υπολοίπων εκκλησιαστικών ηγεσιών των άλλων μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, δεν ήταν γενικά δεδομένο, αλλά καθορίστηκε από την εξέλιξη των σχέσεων του Πατριαρχείου με την οθωμανική εξουσία, και συνεπώς το χαρακτήριζε η μεταλλαγή μάλλον παρά η σταθερότητα|", ότι δεν μπορούμε να αποδεχθούμε πως "|το Πατριαρχείο δεν εκινείτο σε ένα σαφώς καθορισμένο πλαίσιο αρμοδιοτήτων και υποχρεώσεων έστω και εποχιακά μεταλλαγμένο|", και πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε πως "|αν τα προνόμια είχαν κάποια υπόσταση, αυτή δεν ήταν άλλη από την διαμόρφωση ενός πλαισίου λειτουργίας που αποσκοπούσε στην αναπαραγωγή της εκκλησιαστικής οργάνωσης και την συντήρηση του κύρους της, έτσι ώστε αυτή να συνεχίσει να λειτουργεί ως πνευματικό κέντρο των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών|." (Χάρης Εξερτζόγλου, "Το ‘προνομιακό ζήτημα'", |Τα Ιστορικά|, τχ. 16, Αθήνα 1992, σελ. 65-66) 
Γιατί είναι ευρέως γνωστό, πως τα εν λόγω προνόμια που θεμελιώνουν την ιδεολογική, πνευματική αλλά και δικαιοδοτική εξουσία της ορθόδοξης εκκλησίας στους κατακτημένους χριστιανούς (πραγματικότητα που ο απόηχός της επιβιώνει βροντερά μέχρι τις μέρες μας), δεν προκύπτουν από συγκυριακές μεταλλαγές. Πολύ περισσότερο δεν αποτελούν αποκλειστικότητα των εν λόγω πληθυσμών της αυτοκρατορίας, όπως υπαινίσσονται οι σιωπές και οι γενικεύσεις της παραδοσιακής ιστοριογραφίας. Στην ουσία, πρόκειται για πάγια μουσουλμανική, κατακτητική και κυβερνητική τακτική, που "|δια της αναπαραγωγής|" των θρησκευτικών μηχανισμών των ετερόδοξων, έθετε τους κατακτημένους στην υπηρεσία του κεντρικού εξουσιαστικού μηχανισμού. Με αυτόν τον τρόπο, εξοικονομούσε διοικητικές και άλλες υπηρεσίες και, κυρίως, εξασφάλιζε την υπαγωγή των κατακτημένων στον "δικό" τους παράλληλο θρησκευτικό μηχανισμό, που λειτουργούσε περιοριστικά, συντηρητικά, και εκ των πραγμάτων συμπληρωματικά προς την κεντρική εξουσία, στην οποία όφειλε την λειτουργία του. 
Σ' αυτήν ακριβώς τη λογική που οριοθετούσαν τα πλαίσια της οθωμανικής νομιμότητας, εγγράφεται και η στάση του Γρηγορίου του Ε'. Σ' αυτές τις ιστορικές συνθήκες λοιπόν θα έπρεπε να στραφούν καταρχήν οι απολογητικές ερμηνείες για τις συνέπειες, τις έγνοιες και το φόβο που προκάλεσε στον πατριάρχη η οργή του σουλτάνου. Και επανέρχομαι στο προφανώς παράδοξο: Πώς δηλαδή είναι δυνατόν να αποθεώνεται ταυτόχρονα από την ίδια ιδεολογία η επανάσταση, αλλά και ο πατριάρχης που την αφόρισε; Νομίζω ότι εδώ μπορούμε και πάλι να επαναλάβουμε το ιστορικά αυτονόητο: Πως δηλαδή, "σε κάθε εποχή οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι οι κυρίαρχες ιδέες". 

Η επιστολή 

Η αντεπαναστατική επιστολή του Γρηγορίου του Ε' που δημοσιεύουμε, παντελώς αγνοημένη από την προϋπάρχουσα βιβλιογραφία, -αν και καταγράφεται χωρίς παράθεση από τον Τάσο Γριτσόπουλο, στην εξαντλητική εργογραφία του για τον Γρηγόριο τον Ε' (|Μονή Φιλοσόφου|, Αθήνα 1960, σελ. 372), είναι μία από τις τέσσερις αντεπαναστατικές επιστολές που επιχείρησε να στείλει ο πατριάρχης στους ύποπτους και συνυπεύθυνους, κατά την οθωμανική νομιμότητα, μητροπολίτες των επίμαχων περιοχών: Οι δύο πρώτες, με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1821, απευθύνονται στον Μητροπολίτη Πλαγηνών, επίσκοπο Βλαχίας, όπου η επανάσταση είχε ήδη ξεσπάσει, ενώ οι επόμενες δύο, με ημερομηνία 13 Μαρτίου, απευθύνονται αντίστοιχα στους επισκόπους, Παλαιών Πατρών Γερμανό και στον Τριπόλεως και Αμυκλών Δανιήλ Παναγιωτόπουλο, όπου η επανάσταση πρόκειται άμεσα να εκραγεί. 
Και οι τέσσερις επιστολές αναπαράγουν τη λογική που θα επαναληφθεί στο κείμενο του αφορισμού, την υποστήριξη δηλαδή εις "|το πιστόν του ρεαγιαλικίου, και τα χρέη της ειλικρινούς ευπειθείας και υποταγής|" "|εις την κραταιάν βασιλείαν|", ενώ και οι τρεις αρχιερείς υποχρεώνονται δια της πατριαρχικής παρέμβασης να κινηθούν, ώστε να διασφαλίσουν την τάξη στις περιοχές της δικαιοδοσίας τους. Στις επιστολές που απευθύνονται στην Πελοπόννησο αιτούνται "|κοινές αναφορές υπογεγραμμένες από όλους τους αρχιερείς και Προεστώτας με τας Σφραγί()δας των, σημειούντες [...] και ότι είσθε υπέρ πάντας ευπειθέστεροι|" ενώ προς τον Μητροπολίτη Πλαγηνών, όπου ήδη "|ο κατάρατος της μπογδανίας ηγεμών μιαρώς συμφωνήσας μετά του φυγάδος αλεξάνδρου υψηλάντη [...] εκήρυξαν αποστασίαν φανεράν|", η πατριαρχική επιστολή επισείει τον φόβο του Θεού, της Κρίσεως, της κολάσεως και της καθαιρέσεως, αν ο επίσκοπος δεν κατορθώσει να ελέγξει την εξέγερση: "|Προ πάντων δε προσεκτικώτατος έσο η ιερότης σου, αγαπητέ αδελφέ! Εννόησον, ότι έχεις να δως απολογίαν επί του αδεκάστου βήματος του κυρίου ημών εν τη φοβερά εκείνη ημέρα της ετάσεως περί όλων των αυτόθι ομογενών, και των αλλαχού ευρισκομένων, και εξ αιτίας αυτών κακόν τι υποστησομένων. Εκ της χειρός σου εκζητηθήσεται το αίμα αυτών, αν μη και λόγω και έργω εκτελέσης τα αρχιερατικά χρέη σου, προφθάσης την αναγκαίαν θεραπείαν και διόρθωσιν, μεταπείθων τους εξαπατηθέντας, αποδεχόμενος και συγχωρών τους μετανοούντας, και των όρκων εκείνων των σατανικών απαλλάτων~ [...] Καθότι, εάν ο μη γένοιτο! Αντιδιατεθής και άλλα παρά τα εκκλησιαστικώς γραφόμενα επιχειρήσης, ή λόγω, ή έργω, ή διανοία, σε έχομεν εξ εκείνης της ώρας έκπτωτον του αρχιερατικού βαθμού, αυτοκατάκριτον και μέλος αλλότριον και ξένον της εκκλησίας του Θεού, και καθαιρέσει αμετακλήτω ένοχον|..." (|Τα κατά τον αίδημον πρωταθλητήν του ιερού των Ελλήνων Αγώνος, τον Πατριάρχην Κων/πόλεως Γρηγόριον τον Ε', διορθωθέντα και υπομνηματισθέντα υπό του καθηγητού Γ. Γ. Παπαδοπούλου|, τ. 1ος, Αθήναι 1865, σελ. 229). 
Η λογική της ιερατικής εξουσίας και συνυπευθυνότητας, που επικαλείται στην παραπάνω επιστολή ο πατριάρχης, είναι αντίστοιχη με την επιχειρηματολογία που παραθέτει ο σουλτάνος στο φιρμάνι του απαγχονισμού: "|Επειδή χρέος των ανωτέρων και των αρχηγών, οιουδήποτε και αν ώσιν έθνους, είναι το επαγρυπνείν νυχθημερόν επί των εις την επιτήρησιν αυτών εμπεπιστευμένων προσώπων το πληροφορείσθαι περί πασών των πράξεων αυτών και αναφέρειν εις την κυβέρνησιν πάντα τα μεταξύ αυτών ανακαλυπτόμενα εγκλήματα~ και οι Πατριάρχαι, όντες επίσης, ως εκ της θέσεώς αυτών, ανώτεροι και αρχηγοί των υπηκόων οίτινες ζώσιν εν ασφαλεία υπό την σκιάν της αυτοκρατορικής εξουσίας, [...] κεκτημένοι δε τα ιδιότητας ταύτας, αφ' ού εννοήσωσι τας αγαθάς και κακάς κλίσεις λαού τινός, οφείλουσιν ίνα προλαμβάνωσιν εγκαίρως τας κακάς δι' απειλών τε, και συμβουλών, ή εν ανάγκη δια τιμωριών κατά τα παραγγέλματα της θρησκείας αυτών [...] Αλλ' ο άπιστος Έλλην Πατριάρχης, όστις όμως έδωκε προηγουμένως τοσαύτα αφοσιώσεως δείγματα, δεν ηδυνήθη να μη συμμεθέξη νυν εις τας στάσεις και την επανάστασιν του έθνους αυτού|..." (Ιωάννου Φιλήμωνος, |Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως|, τ. Γ', Αθήναι 1860, σελ. 443-444). 
Στην ιστορία το ζητούμενο δεν ήταν ποτέ να αποδοθούν ευθύνες, ελαφρυντικά και δικαιολογίες... Ζητούμενο είναι να αποκρυπτογραφηθούν μηχανισμοί, διαδρομές και νοοτροπίες, σχέσεις εξουσίας, επικοινωνίες, συνέχειες και ανατροπές, πάντοτε κάτω από το πρίσμα της ευαισθησίας και της επιστημολογικής ετοιμότητας των εμπλεκομένων ιστορικών, κάτω από την αναγκαιότητα της "αξιολογικής ουδετερότητας" του κοινωνικού επιστήμονα, όπως θα έλεγε στις αρχές του 20ου αιώνα και ο Max Weber. Εν προκειμένω, δεν πρόκειται να κρίνουμε την αναγκαστικά αντεπαναστατική δράση του Γρηγορίου του Ε', ή την αναγκαστικά επαναστατική δράση όσων επιχείρησαν να πορευθούν μέσα από τις συμπληγάδες της δικής τους τραγωδίας και της οθωμανικής κατάρρευσης, στην οδό της νεωτερικότητας. Το ζήτημα είναι τουλάχιστον να ξεχωρίσουμε το φαινομενικά αυτονόητο: Δηλαδή, ποιοι αποφάσισαν να συντηρήσουν το παρελθόν και ποιοι το μέλλον~ και να καταλάβουμε πως, όπως συμβαίνει σε επαναστατικές διαδικασίες, και στις δυο περιπτώσεις το τίμημα ήταν ο θάνατος. 


Τω ιερώ μητροπολίτη παλαιών πατρών, υπερτίμω και εξάρχω πάσης αχαϊας, εν │αγίω πνεύματι αγαπητώ αδελφώ και συλλειτουργώ της ημών μετριότητος: κύριω: Γερμανώ 

Γρηγόριος ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης και οικουμενικός Πατριάρχης 

ιερώτατε μητροπολίτα Παλαιών πατρών, υπεράγιε και έξαρχε πάσης αχαϊας, εν αγίω πνεύματι α:│γαπητέ αδελφέ και συλλειτουργέ της ημών μετριότητος κύριε: Γερμανέ, χάρις είη σού τη ιερότητι και │ειρήνη παρά θεού, ο κατάρατος της μπογδανίας ηγεμών μιαρώς συμφωνήσας μετά του φυγάδος │αλεξάνδρου υψηλάντη, και τινας άλλους εκεί ομοιοκακοήθεις, με το πρόσχημα της ελευθερίας │εκήρυξαν αποστασίαν φανεράν κατά του βασιλείου του κράτους. η είδησις εδόθη επαγγελματι│κώς από τον εξοχώτατον πρέσβυν της ρωσίας, ανατρέψαντα και όσα εκείνοι διέδω:│σαν, ως έχουσι τάχα συναινούσαν και την ρωσικήν δύναμιν. και γράμματα δε αφαι│ρέθησαν εις διάφορα μέρη σταλέντα, και έγινε γνωστόν εις το βασίλειον κράτος το κα:│κοηθέστατον αυτών σχέδιον∙ με ασυνειδησίαν απαραδειγμάτιστον εκήρυξαν, ότι το │σχέδιόν των είναι εθνικόν. πόσον η φήμη αυτή διετάραξε το κράτος, αφήνομεν να │συμπεράνη η ιερότης της. αμέσως λοιπόν επεχείρησεν εις την του κακοηθεστάτου│ εκείνου σχεδίου ανατροπήν η εκκλησία εκδίδωσι γράμματα πανταχού καταρτίζουσα │τους ομογενείς εις το πιστόν του ρεγιαλικίου, εκ των οποίων παρά πόδας σταλήσονται και │εις αυτά τα μέρη. εν τοσούτω ημείς εδώκαμεν εγγύησιν και διά το γένος, και κατ':│εξοχήν διά τους κατά τόπους αρχιερείς. διά να διαλυθώσι δε αι αναφυείσαι υπόνοιαι │είναι ανάγκη, άμα τη λαβή της παρούσης η ιερότης σου, να απέλθης εις τριπολιτζάν │και συγκαλεσάμενος όλους τους αρχιερείς της πελοποννήσου, να υπογράψητε κοινήν αναφο│ράν ολοσφράγιστην, δηλωτικήν της κοινής αυτόθι ησυχίας και σιδηράς ευπειθείας εις το │βασίλειον κράτος, και να την προφθάσης εις χείρας μας, δια να εμφανισθή εις το κρα│ταιόν δοβλέτι προς παράστασιν της των ομογενών αθωότητος έως ότου να προφθασθώσι │και τα γενικώτερα εντεύθεν γράμματα με επίτηδες έξαρχον. πόσον αναγκαία είναι │αυτή η πράξις και σωτηριώδης γνωρίζης εκ των ολίγων. εν δε ταις αναφοραίς ανά│γκη να γίνεται παράκλησις εκ μέρους της πελοποννήσου, δια να εμφανισθούν και εις αυ│τό το βασίλειον κράτος. ποίησον λοιπόν ως σοι γράφοντες παρακελευόμεθα, και μη │άλλως ανταποκριθής, ότι περιμένομεν κατά πρώτον μετά των αναφορών και την ιδίαν │σας πνευματικήν απόκρισιν. η δε θεού χάρις ειη μετά της ιερότητός σου 
αωηα: μαρτίου: ηγ│ 
Κωνσταντινουπόλεως εν Χριστώ Αδελφός 
ΓΑΚ, Ιστορικά Αρχεία Γιάννη Βλαχογιάννη, Αρχείον Ρήγα Παλαμήδη, Επαναστατικά 1820-1821, Φ. 250, έγγραφο 4. (Στην επιστολή διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου)




Απελευθερωτές και απελευθερωθέντες

Του Σπύρου ΚΑΡΑΒΑ

ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. H ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης, 1912-1922, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σ. 319


Η σύγχρονη ελληνική ιστορία, η ιστορία του 20ού αιώνα, έχει στιγματιστεί από δύο πολεμικές δεκαετίες: την δεκαετία του 1912-1922 και την δεκαετία του '40. Η δεύτερη, του ελληνοϊταλικού και του ελληνογερμανικού πολέμου, της κατοχής, της αντίστασης και του εμφυλίου, τα τελευταία 25 περίπου χρόνια, έτυχε της προσοχής των ιστορικών, με αποτέλεσμα να παραχθεί σειρά μελετών. Ήρθαν έτσι στο φως νέα πραγματολογικά δεδομένα, ερευνήθηκαν επί μέρους ζητήματα, τέθηκαν καινούργια ερωτήματα. Ασχέτως προς την αμφιλεγόμενη στόχευση ορισμένων από τις μελέτες αυτές, είναι σίγουρο ότι το νερό έχει μπει στο αυλάκι. 
Αντίθετα, η πρώτη δεκαετία, η "ένδοξη" δεκαετία του '12-'22, παραμένει σχεδόν άγνωστη. Η ιστοριογραφία μας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, έχει μείνει προσκολλημένη σε μια ηρωοποιητική και δικαιωτική προσέγγιση των πρωταγωνιστών της, σε μια μεγαλοϊδεατική και ελληνοκεντρική θεώρηση, που απηχεί περισσότερο την επίσημη προπαγάνδα του ελληνικού κράτους, παρά επιστημονικές ζητήσεις γύρω από την γνώση και κατανόηση της εποχής. 
Η πλειονότητα των προσεγγίσεων στην πολιτική ιστορία της περιόδου 1912-1922 υπηρετεί το σχήμα του περιούσιου ελληνικού λαού, με τα απαράγραπτα ιστορικά δίκαια, με τον ανώτερο πολιτισμό έναντι των γειτόνων του, με τα "ευγενικά" αισθήματα του στρατού του σε αντίθεση προς τη βαρβαρότητα των άλλων στρατών. Υπό το πρίσμα αυτό, καταδικάζεται και η αναλγησία των Μεγάλων Δυνάμεων, που αρνούνται να εννοήσουν το "εκπολιτιστικό έργο του ελληνισμού στην Ανατολή", ενώ παράλληλα υποβόσκει η αγωνία για την δικαίωση της μιας ή της άλλης παράταξης του Διχασμού. 
Η μελέτη του Τάσου Κωστόπουλου στέκεται στον αντίποδα αυτής της λογικής και έρχεται, ως εκ τούτου, να πληρώσει ένα τεράστιο κενό της ελληνικής ιστοριογραφίας. Με υποδειγματική τεκμηρίωση, με σεβασμό στα γεγονότα, όπως και στα αμέτρητα θύματα της βαλκανικής και μικρασιατικής εθνοκάθαρσης, ο Κωστόπουλος, χωρίς περιστροφές, χωρίς μεταμοντέρνες σχετικοποιήσεις, μας λέει τα πράγματα με τ' όνομά τους. Μας πληροφορεί για όσα δεν γνωρίζαμε ή κακώς νομίζαμε. Μας λέει όσα κάποιοι ακαδημαϊκοί, πανεπιστημιακοί ή αξιωματούχοι του κράτους γνώριζαν αλλά δεν είπαν. Και αυτά που μας λέει ο Κωστόπουλος είναι συγκλονιστικά. Τόσο συγκλονιστικά, όσο και τα γαλανά μάτια του γέρου μουσουλμάνου των Καϊλαρίων, όταν κοίταξε για τελευταία φορά στη ζωή του τον Μυριβήλη, πριν ο τελευταίος τραβήξει την σκανδάλη. Με το παράθεμα από το αντίστοιχο διήγημα του Μυριβήλη ξεκινά την αφήγησή του ο Κωστόπουλος, στην κόλαση της δύσβατης δεκαετίας (σ. 11-12). 
Αντικείμενο του καινούργιου βιβλίου του Τάσου Κωστόπουλου είναι η βία που ασκήθηκε στους "απελευθερωμένους" πληθυσμούς, όσοι δεν κρίθηκε ότι πληρούν τα κριτήρια του ομόγλωσσου, του ομόθρησκου και του ομότροπου με τον εκάστοτε "ελευθερωτή". Σε αντίθεση προς την επίσημη ελληνική ιστοριογραφία και τη λαϊκότροπη δημόσια ιστορία, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ούτε οι θύτες ήταν αποκλειστικά οι άλλοι, ούτε η εξήγηση των ωμοτήτων και των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων εδράζεται στον φύσει κτηνώδη χαρακτήρα του Τούρκου ή του Βούλγαρου. Ο Κωστόπουλος μας δείχνει πως η συγκεκριμένη βία δεν υπήρξε προϊόν της κτηνωδίας του όποιου Βαλκάνιου ή Μικρασιάτη, αλλά ήταν συστατικό στοιχείο της ίδιας της φύσης των συγκεκριμένων πολέμων. Γιατί οι πόλεμοι αυτοί ήταν -σε μεγάλο βαθμό- πόλεμοι κατακτητικοί και όχι απελευθερωτικοί, όπως προπαγάνδιζαν οι βαλκάνιοι σύμμαχοι και στη συνέχεια αντίπαλοι. 
Όμως πόλεμοι κατακτητικοί, έχοντας ως σημαία την αρχή των εθνικοτήτων -που σημαίνει στην κοινή νεοελληνική την λύτρωση των |δούλων αδελφών|- δεν νοούνται. Ως εκ τούτου έπρεπε να καταδειχθεί ότι ο κάθε νεοκατακτηθείς χώρος ήταν χώρος πληθυσμιακά ομοιογενής και πολιτισμικά ενιαίος με τον εκάστοτε διεκδικητή. Έτσι θα καταδεικνυόταν ότι ο πόλεμος υπηρετούσε το δίκαιο των εθνοτήτων και την απελευθέρωση των αδελφών. 
Στο όνομα ακριβώς αυτής της εθνικής καθαρότητας των απελευθερωθέντων εδαφών, συντελέστηκε το έγκλημα της εθνοκάθαρσης. Είτε με βίαιους τρόπους είτε με τρόπους επίσημα δηλωμένους. Παράδειγμα η |ανταλλαγή πληθυσμών|. Στη χώρα μας ο όρος της ανταλλαγής έχει ταυτιστεί με τα παρεπόμενα της Μικρασιατικής Καταστροφής και μόνον. Ωστόσο, αυτό δεν είναι ακριβές. Η ανταλλαγή πληθυσμών, δηλαδή η οριστική και ουσιαστικά υποχρεωτική μετανάστευση γηγενών, ένθεν κακείθεν των συνόρων, ήταν στα σχέδια, τουλάχιστον της ελληνικής κυβέρνησης, ήδη από το ξεκίνημα των βαλκανικών πολέμων. 
Είναι ελάχιστα γνωστό το γεγονός ότι ο Βενιζέλος, δύο μόλις μέρες μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό, στις 30 Οκτωβρίου του 1912, υποστήριζε στον Βούλγαρο ομόλογό του την |αδήριτο ανάγκη της ανταλλαγής των πληθυσμών| μεταξύ των δύο κρατών. Κι αυτό γιατί η διανομή των εδαφών μεταξύ των συμμάχων δεν θα μπορούσε να βασισθεί αποκλειστικά στην αρχή των εθνικοτήτων, καθώς ήταν πολιτικά και γεωγραφικά αδύνατον, όπως υποστήριζε ο Βενιζέλος^1^. 
Θυμίζω ότι αυτά λέγονται τη στιγμή που έχει επιτευχθεί ο βασικός στόχος της Ελλάδας -δηλαδή η κατάληψη της Θεσσαλονίκης- και ο ελληνικός στρατός έχει καταλάβει τμήμα της σημερινής κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας, με νοητό όριο τη γραμμή Βοδενιών-Γενιτσών-Θεσσαλονίκης. Να το πω πιο απλά: ακόμη και μέσα σ' αυτά τα όρια δεν μπορούσε να υποστηριχθεί στα σοβαρά το επιχείρημα της απελευθέρωσης βάσει της αρχής των εθνικοτήτων, εκτός αν ορισμένοι από τους "απελευθερωθέντες" εγκατέλειπαν την πατρώα γη. Τότε μόνο τα συγκεκριμένα εδάφη θα γίνονταν |και| εθνολογικά ελληνικά. Ότι ιστορικά υπήρξαν ανέκαθεν ελληνικά, η κρατούσα ιδεολογία ουδέποτε διανοήθηκε να το αμφισβητήσει. 
Εκεί, μάλιστα, όπου βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή τα ιστορικά δίκαια, είναι στις περιοχές των ερειπίων. Το γνώριζε αυτό ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαζαράκης, και γι' αυτό επεσήμανε στον Βενιζέλο, τον Νοέμβρη του '18, ότι τώρα μπορεί η Ελλάδα να διεκδικήσει και να επιτύχει την εκδίκαση σ' αυτήν, των πόλεων της Γευγελής και της Δοϊράνης με τις ενδοχώρες τους, καθώς |εξέλιπον| εντελώς οι κάτοικοί τους και έτσι "δεν πρόκειται πλέον περί κατοίκων δήθεν Σέρβων ή Σερβιζόντων, αλλά περί τμήματος εδάφους και ερειπίων" (σ. 86-87). 
Ας επιστρέψουμε όμως στους βαλκανικούς πολέμους, όπου επέλεξα να επικεντρωθώ εδώ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η εφημερίδα |Ακρόπολις|, πριν την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και μετά τη μάχη των Γενιτσών, στις 23 Οκτωβρίου 1912, πανηγύριζε καθώς "είμεθα κάτοχοι των 3/4 της ελληνικής Μακεδονίας". Και επίσης είναι αρκούντως διαφωτιστικός πάλι ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης, επιφορτισμένος με τον έλεγχο του φρονήματος των τελούντων υπό κατοχή πληθυσμών, όταν τόνιζε σε υπόμνημά του, τον Μάιο του 1913: "Πάντα τα χριστιανικά χωρία [μεταξύ Αξιού και Γαλλικού ποταμού] είναι ύποπτα φρονήματος, τινά δε φανατικώς βουλγαρίζοντα"^2^. 
Θα επιστρέψω όμως στο ζήτημα της ανταλλαγής, που, όπως σωστά τονίζει ο Κωστόπουλος, είναι η περισσότερο νομιμοποιημένη μορφή εθνοκάθαρσης (σ. 89). Απευθυνόμενος ο Βενιζέλος στον ρουμάνο ομόλογό του, υποστήριζε ότι λόγω "της διασποράς των εν Τουρκία ζώντων εκατομμυρίων ελλήνων", η Ελλάδα δεν μπορεί να επεκταθεί προς Ανατολάς. Ως εκ τούτου, ο όγκος των Ελλήνων αυτών "είναι προωρισμένος να συγκεντρωθεί εντός των ορίων του ελευθέρου Βασιλείου"^3^. Αυτά λέγονται στα τέλη του 1914, όταν έχει καταχωρηθεί στην ελληνική επικράτεια το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας, από τον Γράμμο μέχρι τον Νέστο, και οι προϋποθέσεις για το ρεσάλτο στη μικρασιατική ήπειρο δεν έχουν ακόμη εξασφαλιστεί. Η ελληνοποίηση της ελληνικής Μακεδονίας μέσω των Μικρασιατών είναι ήδη προ των πυλών. 
Αλλά πριν την όποια ανταλλαγή, υποχρεωτική ή |εθελούσια μετανάστευση| επί το ανθρωπιστικότερο, ο συγγραφέας πραγματεύεται το ζήτημα των εγκλημάτων που διαπράχτηκαν από τους αντίστοιχους στρατούς και τα παραστρατιωτικά σώματα, εις βάρος των αιχμαλώτων και του άμαχου πληθυσμού. Χωρίς να αποσιωπούνται οι ωμότητες των υπόλοιπων εθνικών στρατών -αντίθετα μάλιστα- η έμφαση δίνεται στα διαπραχθέντα εγκλήματα από τον ελληνικό στρατό. Εκεί ακριβώς όπου η ελληνική ιστοριογραφία προτίμησε τη διαστρέβλωση ή τη σιωπή. 
Στον πόλεμο του '12, σ' αυτόν |τον φρικώδη καίπερ ένδοξο πόλεμο|, κατά τον χαρακτηρισμό του Ίωνα Δραγούμη^4^, το τίμημα θα πληρώσουν κυρίως οι άμαχοι μουσουλμάνοι κάτοικοι των απελευθερωμένων εδαφών. Πυρπολήσεις ολόκληρων χωριών, μαζικές εκτελέσεις, βιασμοί, λεηλασίες, που πολλές φορές υποκαθιστούν την τροφοδοσία του στρατού, είναι στην ημερήσια διάταξη. Οι σέρβοι τσέτνικ, οι βούλγαροι κομιτατζήδες και οι έλληνες στρατιώτες θα συναγωνιστούν σε βαρβαρότητα. Οι απελευθερωτικοί στρατοί, αμέσως μετά τις νίκες τους επί των τούρκων, μετατρέπονται σε στρατούς κατοχής, με ανάλογη συμπεριφορά. Θύματα, οι αλλόθρησκοι και αλλόφυλοι προς κάθε κατακτητή. 
Όπως τονίζει ο συγγραφέας, την ίδια στιγμή εκδηλώνεται ένας "υπόγειος πόλεμος ανάμεσα στους -τύποις- 'συμμάχους', εν αναμονή της τελικής διανομής της λείας" (σ. 45). Αυτή ακριβώς είναι η σκοτεινότερη πλευρά της "απελευθέρωσης". Το μόνο που δεν λαμβάνεται υπ' όψιν, από τους στρατούς κατοχής και τους μηχανισμούς επιβολής της τάξης που εκείνοι εγκαθιστούν, είναι "οι διαθέσεις κι εθνικές συμπάθειες των κατά τόπους απελευθερωμένων 'αδελφών'" (σ. 45). Βρισκόμαστε στη στιγμή όπου οι "απελευθερωθέντες" αλλόγλωσσοι αυτόχθονες συνειδητοποιούν ότι τώρα ξεκινά ένα καινούργιο κεφάλαιο της τραγωδίας τους. 
Ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος, "το δεύτερο βαλκανικό σφαγείο" (σ. 47), όπως εύστοχα το τιτλοφορεί ο συγγραφέας, δεν θα τους διαψεύσει. Μέσα σε ένα μήνα, οι αλλόγλωσσοι χριστιανικοί πληθυσμοί της ζώνης των επιχειρήσεων, όσοι επέζησαν, θα διαπιστώσουν ότι είναι ανεπιθύμητοι. Για τις μαζικές σφαγές άμαχου πληθυσμού γνωρίζουμε μόνο όσα διέπραξαν οι Βούλγαροι στη Νιγρίτα, στις Σέρρες και στο Δοξάτο. 
Οι ωμότητες αυτές θα λειτουργήσουν προσχηματικά, μας λέει ο συγγραφέας, για την γενικευμένη εθνοκάθαρση που θα ακολουθήσει. "Χάρη" σ' αυτήν, η Θεσσαλονίκη απαλάσσεται από τη βουλγαρική θηλιά και αποκτά μια ενδοχώρα εθνολογικά ουδέτερη. Η πεδιάδα του Βαρδάρη διαθέτει τώρα μόνο πτώματα και ερείπια. Είναι δηλαδή εντελώς έτοιμη να εξελληνισθεί. Για τον αρχηγό του ελληνικού στρατού, Βασιλέα Κωνσταντίνο, δεν υφίσταται ενδοιασμός: "οι Βούλγαροι πρέπει να εξολοθρευτούν", η "Βουλγαρία πρέπει να καταστραφεί" (σ. 49). Ο στρατός του το έκανε πράξη όπου κι αν πέρασε. Διαβάζουμε σε επιστολή στρατιώτη προς τους δικούς του: |από τους 1.200 αιχμαλώτους της Νιγρίτας αφήσαμε 41 στη φυλακή| "τους υπόλοιπους κλαδεμός". |Απ' όπου περάσαμε δεν αφήσαμε ούτε ρίζα από αυτό το γένος|. Ένας άλλος φαντάρος ενημερώνει τους δικούς του στις 12 Ιουλίου 1913: "κοντέβουμε να τους πάμε στη Σόφια~ οι βούλγαροι όλω πιστοχωρούνε, τους λυσάξαμε~ καίμε τα χωριά τους~ όπου βρήσκουμε έναν δύο τους σκοτόνουμε σαν σπουργίτια"^5^. 
Να το πούμε αλλιώς: δεν υπάρχει χωριό βουλγαρικό που δεν κάηκε στη γραμμή προέλασης του ελληνικού στρατού, από το Κιλκίς μέχρι το Πέτσοβο, το Σιμιτλή και τη Μαχομία (σ. 50-55). Όμως επιχειρήσεις εκκαθάρισης θα γίνουν και στα μετόπισθεν, όπου πρωτοστατούν στελέχη των μακεδονομάχων. Το κύμα συλλήψεων, συνοπτικών καταδικαστικών αποφάσεων, απελάσεων, ακόμη και φόνων, θα έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη εξάρθρωση του μηχανισμού του "αντιπάλου" και παράλληλα την μαζική παλιννόστηση των εξαρχικών χωριών στους κόλπους του Πατριαρχείου (σ. 58). 
Ούτως ή άλλως, όσοι κάτοικοι δεν έχουν ως μητρική γλώσσα την ελληνική και δεν είναι ορθόδοξοι, για την ελληνική διοίκηση θεωρούνται ύποπτοι. Δηλαδή η πλειονότητα των "απελευθερωθέντων". Σε ορισμένες μάλιστα επαρχίες των νέων χωρών είναι όλοι ύποπτοι, καθώς δεν υπάρχει ούτε μία "ακραιφνώς" ελληνική οικογένεια. Ο λόγος είναι για τις επαρχίες της Φλώρινας, της Καρατζόβας, των Γενιτσών, των Βοδενών και του Κιλκίς. Οι στατιστικές που παραθέτει ο συγγραφέας στο παράρτημα είναι αρκούντως ενδεικτικές (σ. 157-166). 
Μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913), η συζήτηση που θα ξεκινήσει για το διοικητικό καθεστώς της Μακεδονίας αποτελεί την πιο απτή απόδειξη για τον φόβο που ενέπνεαν οι "απελευθερωθέντες" στον πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο του ελληνικού Βασιλείου. Φόβος που γεννιόταν από την επικείμενη εξίσωση των νέων χωρών με το Βασίλειο. Μέσα από την καταστολή της ληστείας, θα βρεθεί η φόρμουλα για την εκτόπιση των υπόπτων και τον "φρονηματισμό" των υπολοίπων. Κοντά στα μέτρα αυτά συγκροτείται και Ειδικό Απόσπασμα Ασφαλείας, δηλαδή σώμα πολιτικής Αστυνομίας, για να επιτηρεί και αν χρειαστεί να "συμμορφώνει" τους "απελευθερωθέντες" (σ. 62). 
Η Σερβία, από την πλευρά της, στις μακεδονικές κτήσεις της θα υιοθετήσει τα σκληρότερα μέτρα καταστολής. Αλλά και οι ελληνικοί πληθυσμοί της νέας βουλγαρικής επικράτειας δεν θα έχουν καλύτερη τύχη. Γρήγορα θα συνειδητοποιήσουν ότι η προσφυγιά είναι γι' αυτούς μονόδρομος. Όσο για τους πατριαρχικούς Στρωμνιτσιώτες που θα εγκατασταθούν στο ερειπωμένο Κιλκίς, αυτοί θα πληρώσουν το τίμημα της βουλγαροφωνίας τους, χαρακτηριζόμενοι απαξιωτικά ως |Βούλγαροι| από τους επίσης επήλυδες Μικρασιάτες πρόσφυγες στον ίδιο χώρο. 
Αν κάποιος ευθύνεται για την σκοτεινή πλευρά των απελευθερωτικών πολέμων, για τους διωγμούς, τις ανταλλαγές, τις ωμότητες και τις ταπεινώσεις που βίωσε ο άμαχος πληθυσμός, ο οποίος στην καλύτερη περίπτωση θα καταστεί μειονότητα στην ίδια του την πατρίδα, αυτός είναι ο ίδιος ο λαός, ή μάλλον οι λαοί. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί ένα επώνυμο στέλεχος του ελληνικού στρατού, ο Αλέξανδρος Μαζαράκης. Το 1944 έγραφε σε υπόμνημά του προς την εξόριστη κυβέρνηση με αφορμή τις νέες εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας: "Ατυχώς οι Λαοί δεν εγκαθίστανται εκάστοτε εντός εδαφικών περιοχών εξασφαλιζομένων υπό φυσικών γεωγραφικών συνόρων"^6^. Με άλλα λόγια, όσοι λαοί λάθεψαν στον τόπο εγκατάστασή τους, ήταν μοιραίο να πληρώσουν το τίμημα. 
Για την πραγμάτευση του ζητήματος της εθνοκάθαρσης, ο Κωστόπουλος χρησιμοποιεί μια τεράστια γκάμα τεκμηρίων. Δεν θα επιμείνω σε αυτό, γιατί γίνεται αμέσως προφανές στον αναγνώστη. Θα τονίσω μόνο ότι στις αρετές της μελέτης αυτής συγκαταλέγεται το γεγονός πως το σημαντικότερο τεκμηριωτικό υλικό για την πολιτεία του ελληνικού στρατού προέρχεται από τους ίδιους τους θύτες, άμεσους ή έμμεσους: τα ημερολόγια, οι αναμνήσεις ή τα απομνημονεύματα των φαντάρων και αξιωματικών του. Μια επιπλέον αρετή του βιβλίου του Κωστόπουλου είναι το δέσιμο του εντελώς ετερόκλητου υλικού του και η συνομιλία που επιτυγχάνεται ανάμεσα στο απομνημόνευμα του φαντάρου, την επίσημη εκδοχή της πολιτείας, τον τύπο, την ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. 
Ένα ζήτημα σαν κι αυτό είναι εύκολο να εκπέσει σε καταγγελτικό λίβελο. Αντίθετα, ο Κωστόπουλος συγκροτεί ένα κείμενο υψηλών επιστημονικών προδιαγραφών, χωρίς να καταφεύγει σε εύκολες εξισωτικές λύσεις είτε σε θεωρητικολογίες του συρμού. Το βιβλίο του έχει το βασικό χάρισμα που πρέπει να έχει ένα βιβλίο ιστορίας, και που τείνουμε να το ξεχάσουμε: διαβάζοντάς το να μαθαίνουμε και να κατανοούμε το παρελθόν. Τη στιγμή μάλιστα που αμφισβητείται η δυνατότητα να προσεγγίσουμε τα όντως όντα και προκρίνονται αφηγηματικές εκδοχές, οι οποίες συχνά καταλήγουν σε νεοπλασίες, το βιβλίο στέκεται υποδειγματικά στην πραγματολογική διάσταση της ιστορίας. 

Ο Σπύρος Καράβας διδάσκει ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου


1. Στο Νικόλαος Βλάχος, |Ιστορία των κρατών της χερσονήσου του Αίμου 1908-1914|, τ. Α', Αθήνα 1954, σ. 535-536. 
2. Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αρχείο Μαζαράκη [: ΙΕΕΕ/ΑΜ], φ. 7, πόλεμος 1912-13. Τίτλος του υπομνήματος: "Γενικαί πληροφορίαι περί του εθνικού φρονήματος των εν τη ζώνη των επιχειρήσεων κατοίκων". 
3. Στο Γεώργιος Τσόντος-Βάρδας, |Η βενιζελική τυραννία. Ημερολόγιο 1917-1920|, Εισαγωγή-Επιμέλεια: Γ. Πετσίβας, Αθήνα 2006, σ. 771. 
4. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Στέφανου Ν. Δραγούμη [: ΓΕΝ/Στ.Δρ.], φ. 113.1, έγγρ. 17, Ίων προς Στέφανο Δραγούμη, Αθήνα, 11 Δεκεμβρίου 1912. 
5. |Extrais fac-similes de certains lettres trouvees dans le courrier du 19me regiment de la VIIme division grecque, saisi par les troupes bulgares dans la region de Raglog|, Σόφια 1913, σ. 3, 10 (αντίτυπο στο ΓΕΝ/Στ.Δρ. φ. 113.2, έγγρ. 66). Παραπέμπει στο ίδιο έντυπο και ο Τ. Κωστόπουλος, ό.π., σ. 54. 
6. ΙΕΕΕ/ΑΜ, φ. 7, "Γενικό Επιτελείο. Εθνικαί Διεκδικήσεις", έγγρ. 1. Το συγκεκριμένο έγγραφο 31 σελίδων είναι αχρονολόγητο.




Οικονομική ιστορία και μέθοδος

Του Πέτρου-Ιωσήφ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

ΣΠΥΡΟΣ ΑΣΔΡΑΧΑΣ, Βίωση και καταγραφή του οικονομικού. Η μαρτυρία της απομνημόνευσης. Κύκλος σεμιναρίων, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών 


Φαινομενικά παράξενη η παρουσίαση ενός βιβλίου που ασχολείται με την οικονομική ιστορία, αποτυπώνοντας παραδόσεις μαθημάτων ενός δασκάλου που εμμένει στα ερωτήματα και τις στοχεύσεις αυτού που κατηγοριοποιήθηκε ως κλασσική ιστοριογραφία των |Annales|. Παράξενη, γιατί φαντάζει, στις μέρες μας, ως διπλά ανεπίκαιρη. Η οικονομική ιστορία δεν είναι πια της μόδας -αν υποτεθεί ότι κάποτε ήταν. Ανεξαρτήτως πολιτικής ή κομματικής ένταξης, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού κεφαλαίου, ιστορία, στα καθ' ημάς και όχι μόνο, σημαίνει κυρίως γεγονοτολογική, πολιτική ιστορία. Αυτή απασχολεί τις (ελάχιστες) τηλεοπτικές εκπομπές, αυτή προβάλλεται από τις στήλες των εφημερίδων, αυτή γίνεται αντικείμενο ευπώλητων ιστορικών μυθιστορημάτων ή εκλαϊκευτικών ιστορικών αναγνωσμάτων. Οι ιστορικές μελέτες που θέτουν στο επίκεντρο το οικονομικό δεν επιλύουν εθνικά ζητήματα, δεν αποτελούν πεδίο αντιπαράθεσης στο δημόσιο χώρο, δεν γίνονται πια αντικείμενο πολύβουων συνεδρίων. Το ότι δεν προβάλλεται βέβαια το είδος, δεν σημαίνει ότι έχει πάψει να διακονείται, από παλαιότερους και νέους ιστορικούς, οι οποίοι, παρότι αφανείς, υποχρηματοδοτούμενοι και με διαρκώς εντεινόμενη ακαδημαϊκή επισφάλεια, εφόσον θέσεις στα ανώτατα ιδρύματα σπανίως πια προκηρύσσονται για το αντικείμενό τους, παρόλα αυτά παράγουν έργο πολλές φορές αξιόλογο. 
Το γιατί η ενασχόληση με αυτό, που στο πλαίσιο του καταμερισμού της πνευματικής εργασίας ονομάζεται οικονομική ιστορία, θεωρείται για πολλούς ως κάτι άχαρο και ξεπερασμένο, δεν μπορεί να εκτεθεί ούτε καν υπαινικτικά στο παρόν κείμενο. Ξεπερασμένη, όμως, θεωρείται από πολλούς και η παράδοση εντός της οποίας θα μπορούσε να ενταχθεί ο συγγραφέας του συγκεκριμένου βιβλίου. Ο επίδοξος αναγνώστης, έστω κι αν είναι "οπωσούν πολιτισμένος", παρατηρώντας τον υπότιτλο και φυλλομετρώντας το, όρθιος σε ένα βιβλιοπωλείο του αθηναϊκού κέντρου, ίσως να θεωρήσει ως αποδοκιμαστέα έλλειψη την μη προσφυγή σε μεθοδολογικά εργαλεία υιοθετημένα από την ψυχανάλυση, τη θεωρία της λογοτεχνίας, την ανθρωπολογία, τον πρώιμο ή τον ύστερο Φουκώ. Η αλλαγή παραδείγματος των τελευταίων δεκαετιών, στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, η στροφή από τη μελέτη του συλλογικού και του κοινωνικού προς εκείνη του πολιτισμικού, θα μπορούσε να οδηγήσει τον βιαστικό αναγνώστη να αναρωτηθεί κατά πόσον βρίσκεται ενώπιον ενός απολιθώματος μιας περασμένης περιόδου της ιστορικής επιστημονικής παραγωγής. 
Δεν πρόκειται όμως για κάτι τέτοιο. Η ιστορία-πρόβλημα, το αίτημα της συγκρότησης μιας πραγματικής ολικής ιστορίας, η απαλλαγή από αυθαίρετους κατακερματισμούς και θεματικές υποδιαιρέσεις, η διαλεκτική σχέση ιστορικής θεωρίας και ιστοριογραφικής πρακτικής, αποτελούν μάλλον στόχο για το μέλλον, και όχι κεκτημένα, κοινούς τόπους ή παλιά, φθαρμένα συνθήματα. Η εμμονή στις θεμελιακές προκείμενες της ιστορικής επιστήμης, στον χώρο και τον χρόνο, ο ορισμός της ως μεθοδική και ερμηνεία συμβάντων, αλλά και η εμμενής, ενδελεχής και κριτική ανάγνωση των μαρτυριών, σε συνάρτηση με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, χωρίς αναγωγή σε μια προσυγκροτημένη θεωρία αλλά, ταυτόχρονα, χωρίς να λείπει μια θεωρητική σκευή, αποτελούν μάλλον δυσεύρετα προαπαιτούμενα, παρά απαρχαιωμένες παραξενιές ή θετικιστικά κατάλοιπα. 
Η |Βίωση και καταγραφή του οικονομικού| είναι η ανθολογημένη και επεξεργασμένη έκδοση μιας σειράς παραδόσεων του Σπύρου Ασδραχά, των ετών 1994 και 1995. Το βιβλίο θα μπορούσε να χωριστεί τυπικά σε δύο μέρη: στο πρώτο εκτίθεται η θεωρία, τα μεθοδολογικά εργαλεία, και σκιαγραφείται η ιδιαίτερη σκοπιά του ιστορικού, αλλά και, εμμέσως πλην σαφώς, η πορεία που διέτρεξε η σπουδή της ιστορίας που θέτει στο επίκεντρό της το οικονομικό στην Ελλάδα. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η παραδειγματική ανάγνωση απομνημονευματογράφων που ενεπλάκησαν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο στην επανάσταση του 1821. Όντας συνεπής με τα εργαλεία που παρουσίασε, ο ιστορικός προχωρά στη χρήση τους ενώπιον του κοινού, κατασκευάζοντας ιστορική γνώση. 
Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η μέθοδος της ιστορίας, αποτελεί, κατά την γνώμη μου, τη σημαντικότερη προσφορά του Ασδραχά στους μαθητές του, αλλά και στους αναγνώστες, στο ευρύτερο κοινό που δεν επικοινωνεί με τον επιστημονικό ιστορικό λόγο. Η παιδαγωγική και κοινωνική λειτουργία της ιστορικής επιστήμης δεν επιτυγχάνεται, βέβαια, ούτε από συγγραφείς μονογραφιών, που δεν κατορθώνουν ή δεν ενδιαφέρονται να μεταδώσουν τα πορίσματα των μελετών τους σε ένα πολυπληθέστερο τμήμα του κοινωνικού σώματος από εκείνο των ειδικών του αντικειμένου τους, ούτε από την πληθώρα εκλαϊκευτικών συγγραμμάτων που προωθούνται ως ιστορικές μελέτες, ενώ στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν, συνήθως, με εύληπτο βέβαια λόγο, τα στερεότυπα και τους κοινούς τόπους της εθνικιστικής ιστοριογραφίας του προπερασμένου αιώνα. 
Ο τρόπος με τον οποίο διδάσκει ο Ασδραχάς, όπως αποτυπώνεται και σε αυτό το βιβλίο, έρχεται σε ρήξη με την παραδοσιακή μορφή λόγου, την κατηγορηματικότητα και το ύφος της αυθεντίας που υιοθετούν οι ιστορικοί, δηλαδή όσοι παρουσιάζουν την πραγματικότητα ως ανατεμόμενο άψυχο σαρκίο. Ο Ασδραχάς διδάσκει μέθοδο, έχοντας κατά νου ότι ο ιστορικός λόγος δεν αποτελεί μόνο μια λογική και πληροφοριακή διαδικασία, αλλά και μια αφηγηματική, ρητορική και πολιτισμική διεργασία∙ όχι μια μορφή μετάδοσης γνώσεων που κατακτήθηκαν από τον διδάσκοντα σε χρόνο και τόπο παρελθόντα και απομακρυσμένο, αλλά μια συνεχή προβληματοποίηση του κοινού, μια πάλη με τις βεβαιότητες που ο καθένας μας φέρει εντός του, με τις ευκολίες και τους αυτοματισμούς της σκέψης. Γνωρίζει ότι η κατασκευή των ερωτημάτων, ο εντοπισμός της άγνοιας, είναι ο ασφαλέστερος αλλά και ο πιο επίπονος τρόπος για την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. 
Παρά τον φαινομενικό χωρισμό σε ένα πρώτο μέρος, όπου εκτίθεται η μεθοδολογία, και σε ένα δεύτερο, όπου παρουσιάζονται και μελετώνται μαρτυρίες, το βιβλίο θα πρέπει να θεωρηθεί στο σύνολό του ως ένα μάθημα μεθόδου. Κοινοποιούνται τόσο τα ευρήματα όσο και η διαδικασία που ακολουθήθηκε. Με αυτό τον τρόπο, το δεύτερο μέρος αποτελεί λογική συνέχεια του πρώτου, εφόσον η συστηματική παρουσίαση των μαρτυριών δεν αποσκοπεί μόνο στην παραγωγή συγκεκριμένης ιστορικής γνώσης περί των ιδίων, αλλά, ταυτόχρονα, χρησιμεύει στη μετάδοση στοιχείων που δε μπορούν να αποδοθούν σε αφηρημένη μορφή, ενώ δείχνει και τη διαδικασία μέσα από την οποία ο ιστορικός φτάνει στην έκθεσή τους. Έτσι οι ακροατές (αλλά και οι αναγνώστες) συμμετέχουν στη διαλογική κατασκευή του αντικειμένου, κι αυτό τους επιτρέπει να κατανοήσουν τις ερευνητικές διαδικασίες και να συλλάβουν τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο ιστορικός. Έτσι, σε αντίθεση τόσο με εγχειρίδια ιστορικής μεθοδολογίας θετικοεμπειριστικής κατεύθυνσης, τα οποία παρουσιάζουν μεθόδους υπό τη μορφή συνταγών, όσο και με μονογραφίες θεωρίας της ιστορίας, από τις οποίες η ιστορική επιστήμη μάλλον διαφεύγει, ο Ασδραχάς παρουσιάζει τον ιστορικό επί τω έργω, και μάλιστα έναν ιστορικό που σκέφτεται υψηλόφωνα, που μεταδίδει τις απορίες του, εκθέτει τη στρατηγική του, προσπαθεί να απαντήσει στα ερωτήματα που τίθενται από τις πρότερες γνώσεις του, όταν αυτές αντιμετωπίζουν τις κειμενικές μαρτυρίες που έχει ενώπιόν του. 
Η εικόνα του ιστορικού επιστήμονα που βρίσκεται διαρκώς σε σύγκρουση με τις βεβαιότητές του, που θέτει ερωτήματα, κάποια εκ των οποίων αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί (προσωρινά ή για πάντα) να επιλύσει, αλλά που θα πρέπει να τα εντάξει όλα σε μια συνεκτική αφήγηση, να παρουσιάσει μια εικόνα του παρελθόντος, μια ψηφίδα εντάξιμη στο όλο, κι όλα αυτά με έναν τρόπο που να αποσκοπεί στην κοινή ωφέλεια, η οποία δεν σχετίζεται με την κοινωνική αποδοχή: ίσως είναι αυτή μια μορφή αντίστασης ενάντια στον κυρίαρχο ιστορικό -και πολιτικό- λόγο, όπου η Ιστορία ισούται μάλλον με ηθικοπλαστική ρητορεία: όχι σκέψη αλλά αποδοχή των δεδομένων, όχι κριτική επιστήμη αλλά πολιτική και "εθνωφελής" διαπαιδαγώγηση. 

Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου