29/5/08

Μετά το ‘89 [Β]

Μετά το ‘89

Στους δρόμους της ιστορίας

και της λογοτεχνίας

επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης

τχ. 96, 31/10/2004 - τχ. 102, 12/12/20024




Κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη

[συνέχεια]




Από το 1917 στο 1989 και πίσω στο 1968


Του Γιώργου Σταθάκη


Το '75, ίσως το '76, ο Οδηγητής είχε δημοσιεύσει ένα χάρτη του κόσμου, με τις χώρες χρωματισμένες ανάλογα με το πολιτικό στρατόπεδο στο οποίο ανήκαν. Ο κόσμος φάνταζε αρκούντως κόκκινος. Δίπλα στη Σοβιετική Ένωση, την Κίνα και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, προέβαλλαν οι νέες χώρες, από τις ανακατατάξεις της δεκαετίας του '60 και των αρχών της δεκαετίας του '70. Χώρες, όπως η Κούβα, η Αλγερία, το Βιετνάμ, η Χιλή, η Αγκόλα έγιναν σύμβολα του συνεχιζόμενου επαναστατικού εγχειρήματος. Επιπρόσθετα, οι δικτατορίες στη Νότια Ευρώπη έπεφταν και πληθώρα αφρικανικών και ασιατικών χωρών, από αυτές που ανήκαν στον αδέσμευτο κόσμο, πειραματιζόντουσαν με αριστερόστροφες λύσεις στο εθνικό ζήτημα και την οικονομική ανάπτυξη. Ήταν χάρτης αισιοδοξίας και καταγραφής μιας ευθύγραμμης κίνησης της ιστορίας.

Από την άλλη, ο απόηχος του '68 ήταν βαρύς. Πιο πολύ από όλα βάραινε η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα, η διάσπαση του ΚΚΕ και η στροφή των μεγάλων κομμουνιστικών κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης. Η φιλελεύθερη δημοκρατία φαινόταν να υπερέχει του μονοκομματικού κομμουνισμού. Και ταυτόχρονα ήταν ο Μάης στο Παρίσι, που μπορεί να μην έθετε άμεσα κάποια πολιτική προοπτική, αλλά άνοιγε ανυπολόγιστους κριτικούς ορίζοντες. Λιγότερο ορατή, αλλά με τεράστια συνέπειες για αργότερα, ήταν η σύγκρουση στην Κίνα. Η Πολιτιστική Επανάσταση επεδίωξε να επιβεβαιώσει ότι η πολιτική επικαθορίζει την οικονομία, αλλά οι δυνάμεις υπό διωγμό είχαν την βεβαιότητα ότι η αναβίωση της εμπορικής παράδοσης των κινέζων αποτελούσε τη λύση για την παραπέρα οικονομική άνοδο της Κίνας. Και αυτό με μια λέξη σήμαινε αγορά.

Στην Ελλάδα η διάσπαση είχε συμπυκνωθεί σε μία φράση: «Η στάση απέναντι στη Σοβιετική Ένωση καθορίζει την πραγματική υπόσταση κάθε κομμουνιστή», έλεγε ο σοφός Χαρίλαος. Και συμπλήρωνε, πως η ιστορία θα μας δικαίωνε. Όσο αποτρόπαια φαινόταν η καταρράκωση κάθε πολιτικής ή ηθικής αρχής στην προσπάθεια υπεράσπισης του καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης, τόσο πραγματιστικό φάνταζε το επιχείρημα της πλευράς αυτής. Είμαστε σε πόλεμο, και μάλιστα ταξικό. Τα πεπραγμένα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού δεν επιτρέπουν δημοκρατικές διεξόδους. Μέσα σε μια δεκαετία οι ΗΠΑ είχαν επιβάλλει αναρίθμητες χούντες ανά τον κόσμο, στρεφόμενοι όχι μόνο κατά αριστερών κυβερνήσεων αλλά εναντίον κάθε κυβέρνησης που απέκλινε από το αυταρχικό ακροδεξιό μοντέλο που εθεωρείτο τότε ασφαλές για τις ΗΠΑ. Χιλή, Ιράν, Φιλιππίνες, Κορέα, Ελλάδα, Βιετνάμ, Βραζιλία, Ινδονησία κ.ο.κ.

Όπως συμβαίνει συνήθως, αυτού του τύπου οι διάλογοι έχουν τελικά ελάχιστη σημασία. Η ιστορία γράφεται με υλικά μη ορατά και μη διαχειρίσιμα. Η δεκαετία του '60, εάν μη τι άλλο, ήταν μια εκρηκτική περίοδος παραγωγής ιδεών. Ο μονεταρισμός στην οικονομική επιστήμη αποκαθήλωνε τον Κέυνς και τα οικονομικά της αγοράς εκθείαζαν την επιστροφή στις παλιές καλές μέρες του φιλελευθερισμού. Από διαφορετική σκοπιά, ο Γκαλμπραίηθ, με το Νέο Βιομηχανικό Κράτος, μιλούσε για την αναπόφευκτη σύγκλιση Ανατολής και Δύσης, σοσιαλισμού και καπιταλισμού, στη βάση του βιομηχανικού συστήματος. Οι ιδεολογικές συγκρούσεις στα περί οικονομίας δεν φάνταζαν πλέον πειστικές. Το βιομηχανικό σύστημα οδηγούσε προς μια μικτή οικονομία, με διαφοροποιημένους ίσως βαθμούς ανάμιξης αγοράς και προγραμματισμού, αλλά σε κάθε περίπτωση ήταν ρυθμιζόμενο και εν πολλοίς ελεγχόμενο. Η κοινωνία της κατανάλωσης είχε έρθει για να μείνει. Αυτό αποτέλεσε και την αφετηρία για την κριτική κοινωνική θεωρία. Αποστασιοποιήθηκε εντελώς από τον οικονομισμό και τις θεωρίες περί οικονομικών κρίσεων και ταξικής πάλης και έφερε στο επίκεντρο των αντιθέσεων στις σύγχρονες κοινωνίες τα θέματα της νομιμοποίησης, της κουλτούρας, της ιδεολογίας, της γλώσσας, της πολιτικής, με μια λέξη του εποικοδομήματος. Οι νοοτροπίες και οι δομές της μικροεξουσίας, η γραμματική και το συντακτικό των εξουσιαστικών θεσμών και της ιδεολογίας, αποτελούσαν τα νέα προνομιακά πεδία αναζήτησης.

Το '68 προσέθεσε πληθώρα εναλλακτικών προσεγγίσεων στην πολιτική: οικολογία, κοινωνικά κινήματα, διεκδίκηση δικαιωμάτων, άμεση δημοκρατία, χειραφετησιακές αναζητήσεις κάθε μορφής, αντιεξουσιαστικά συστήματα, νεολαιίστικα κινήματα. Ο καμβάς των ιδεών δεν είχε τέλος. Από τις ίδιες συνθήκες ξεπήδησε και η τρομοκρατία ως επαναστατική προοπτική. Από τις ίδιες συνθήκες και ο ευρωκομμουνισμός και η κατάργηση τελικά των κομμουνιστικών κομμάτων. Από τις ίδιες συνθήκες και η απεγνωσμένη φυγή προς το μαοϊσμό και την πολιτιστική επανάσταση. Μέσα σε μια δεκαετία, ξεδιπλώθηκε πιθανότατα ο πιο δημιουργικός ορίζοντας ιδεών του 20ου αιώνα.

Οι αλλαγές, που επέφεραν οι ιδέες και ο πολιτικός ακτιβισμός της δεκαετίας του '60 στις δυτικές κοινωνίες, ήταν εντυπωσιακός. Εάν το '60 οι μαύροι έπρεπε να σηκώνονται για να καθίσουν οι λευκοί στο λεωφορείο και η έλευση του πρώτου μαύρου φοιτητή σε πανεπιστήμιο γινόταν εθνικό θέμα, δεκαπέντε χρόνια μετά οι μεγαλύτερες πόλεις των ΗΠΑ είχαν μαύρους δημάρχους. Οι αλλαγές στους θεσμούς ήταν εντυπωσιακές καθώς οι δυτικές κοινωνίες, αυταρχικές και ανελαστικές στην πλειοψηφία τους, άρχισαν να ενσωματώνουν με γρήγορους ρυθμούς τις απαιτήσεις μιας περιόδου τεράστιων πολιτικών και πολιτισμικών ανακατατάξεων. Όσο γρήγορες ήταν οι αλλαγές αυτές στη Δύση, τόσο ανελαστική αποδείχθηκε η Ανατολή. Η περίοδος στασιμότητας απώθησε κάθε αίτημα για αλλαγές, μέχρι που οι πιέσεις εξερράγησαν. Οι πιο έγκυρες μελέτες για την κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος αρχίζουν την ανάλυση τους από την περίοδο αυτή, τέλη του '60 και αρχές του '70. Παρακάμπτουν πλήρως τα πρότερα, μαζί και τη σταλινική περίοδο. Η κρίση εντοπίζεται στην αδυναμία προσαρμογής στα προτάγματα της δεκαετίας του '60.

Ας επανέλθουμε όμως στη ρήση του Χαρίλαου. Κενή περιεχομένου η προτροπή στις μέρες μας. Η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πια και η ιστορία μάλλον δεν μας δικαίωσε. Το αντίθετο: δικαίωσε αυτούς που μας προέτρεπαν να υπερασπιστούμε μια κοινωνία κατά βάση ελεύθερη, με δυνατότητες απρόσκοπτης οικονομικής ανόδου, με σταθερή δηλαδή βελτίωση της κατανάλωσης και με ένα κράτος αρκούντως ορθολογικό και ανθρωποκεντρικό, ικανό να παρεμβαίνει όταν οι ανισότητες ή οι αντιθέσεις έπαιρναν ακραίες μορφές. Η παλιά σοσιαλδημοκρατική εκδοχή, σε όλο της το μεγαλείο. Ο Σασσούν, στο βιβλίο του 100 χρόνια σοσιαλισμός, διατύπωσε ευθέως τη θέση, ότι ένα συντηρητικό και ένα μεταρρυθμιστικό κόμμα αρκούν να χωρέσουν το σύνολο των αιτημάτων μιας κοινωνίας, συντηρητικών και μεταρρυθμιστικών ταυτόχρονα, χωρίς να θίγεται ο θεμελιακός πυρήνας της οικονομικής της βάσης. Άλλοι επέκτειναν την ίδια οπτική στο 19ο αιώνα και υπέδειξαν ότι οι συγκρούσεις, αλλά και οι συμβιβασμοί, ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά σχημάτισαν αυτό που ορίζουμε ως σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Η επανάσταση τελείωσε, μαζί και η θεωρία περί πέραν του καπιταλισμού.

Πίσω από την καταρράκωση αυτή της ιδέας της επανάστασης και της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, υπάρχει μια υπολανθάνουσα αντίληψη που παραπέμπει σε άλλου τύπου σκέψεις. Τη θεολογική καταγωγή της διπολικής σκέψης, αυτής που χαρακτήριζε όχι μόνο τον θετικιστικό επιστημονικό λόγο στις κοινωνικές επιστήμες, αλλά και τον πολιτικό λόγο της Αριστεράς. Ο πρόσφατα αποθανών Ντεριντά δοκίμασε τη σκέψη γενεών μαρξιστών. Η συγκρότηση της αρχής του νήματος θα μπορούσε να ξεκινήσει όχι από μια κοσμοθεωρητική αντίληψη και μια διαρκή αναγωγιμότητα του ειδικού στο γενικό, αλλά από την ενασχόληση με το ειδικό και το μερικό, από την αποτύπωση και την κατανόηση μιας συνεχούς διαφοροποίησης ταυτοτήτων, αντιλήψεων, νοοτροπιών και πρακτικών. Η στροφή αυτή δημιούργησε νέες συνάφειες που είχαν χαθεί. Δεν δημιούργησε μόνο κινήματα, δεν ανέδειξε θέματα ξεχασμένα, δεν ενεργοποίησε ανθρώπους και ιδέες σε νέα και γόνιμα πεδία αναζητήσεων, αλλά επανέφερε το θέμα της κρίσης, της δοκιμασίας ιδεών και πρακτικών απέναντι σ' ένα μείζον θέμα: την εξουσία.

Αυτό αφορούσε πλέον μια ολόκληρη γενιά. Εδώ η αποδόμηση ήταν πλήρης. Η στροφή σε εναλλακτικές αναλυτικές προσεγγίσεις, όπως κάθε νέα αρχή, φάνταζε σύνθετη και ίσως ακατάλληλη, με βάση το διαθέσιμο φορτίο ιδεών. Αντίθετα, οι εξουσίες φάνταζαν απόλυτα συγγενικές, ανεξαρτήτως ιδεολογικού περιεχομένου. Εξάλλου, οι τεχνικές διαχείρισης των ιεραρχικών θεσμών προσομοιάζουν η μία με την άλλη. Σε Δύση και Ανατολή, αριστεροί μεταμορφώθηκαν με τρομερή ευκολία σε εθνικιστές, σε αγοραίους νεοφιλελεύθερους, σε μάνατζερς, σε χυδαίους λωτοφάγους της εξουσίας. Η εξουσία, η οποία αδηφάγα εγκαλούσε κάθε πιστό να προσέλθει, τέθηκε ως η αποκλειστική πρόκληση μιας γενιάς, κατά βάση ηττημένης. Για όσους έμειναν στην Αριστερά "η στάση απέναντι στην εξουσία" φάνηκε να καθορίζει τελικά "την υπόσταση κάθε αριστερού".

Όσο έωλη ήταν η προτροπή του Χαρίλαου περί Σοβιετικής Ένωσης, τόσο έωλη ήταν και η ύστερη αρχή περί αριστερών και εξουσίας. Στα πανεπιστήμια του '60 και του '70 αναπόφευκτα φτιάχνονταν, πέρα από όλα τα άλλα, και οι ελίτ που θα αναλάμβαναν να διαχειριστούν τους κρατικούς οργανισμούς και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, να επανδρώσουν τα κόμματα, να αναλάβουν τους εξεζητημένους ρόλους στα μέσα ενημέρωσης, να σχηματίσουν τους νέους καλλιτεχνικούς κύκλους και να πληρώσουν τις πανεπιστημιακές θέσεις. Πολύ γρήγορα, η γενιά αυτή, ή μέρος της, βρήκε το δρόμο της. Αποδέχθηκε τις αναλύσεις του Σασσούν και συστρατεύτηκε κατά κανόνα με τα σοσιαλιστικά κόμματα. Όπως κάθε πράξη, απαιτούσε μια σχετική θεωρία. Και εδώ άνθησε η αντι-δεξιά ορολογία. Η ανικανότητα και η αυταρχικότητα της Δεξιάς, τα μέτρια στελέχη της, νομιμοποιούσαν τη σπουδή της ενσωμάτωσης. Υπήρχε θέση και για τους ηττημένους λοιπόν. Μόνο που τα πράγματα που όφειλαν να κάνουν ήταν εν πολλοίς δυσάρεστα και παραβίαζαν κάθε έννοια ορθού λόγου ή έστω καντιανής ηθικής, από αυτήν που είχε εμπεδώσει η Αριστερά.

Μα το '68 φαίνεται να διαρκεί πολύ. Από όπου το διώχνεις, αυτό επανέρχεται. Το φάντασμα των φαντασμάτων δεν λέει να μετακινηθεί. Δεν πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Δεν έχει ορατή υπόσταση, ούτε φωνή. Διατρέχει με αόρατους τρόπους τη βολή μας και τις βουλές μας. Σχηματίζει την εικόνα ενός κόσμου, που προφανώς δεν είναι εφικτός αλλά είναι υπαρκτός. Το νήμα αιωρείται απέναντι σε μια αρχή που δεν έχει οριστεί. Λίγο πριν από το τέλος, λίγο πριν από την οριστική τακτοποίηση των οικονομικών θεμάτων και του δικομματισμού, λίγο πριν η επανάσταση οριστικά μετατραπεί σε αρχαϊκό λόγο, ένα νήμα δημιουργεί μια αβεβαιότητα. Τόσο μεγάλη αβεβαιότητα, που η στροφή του υπαρκτού καπιταλισμού σε εκπλήσσει. Οι νικητές, οι ΗΠΑ δηλαδή, στρέφονται στον μεσσιανικό χριστιανικό φονταμενταλισμό. Οι Ευρωπαίοι παραπαίουν ανάμεσα σ' ένα παρηκμασμένο νεοφιλευθερισμό, σ' ένα χυδαίο μπερλουσκονισμό και ένα αδιαμόρφωτο δεξιό εξτρεμισμό. Οι αντίπαλοι βυθίζονται σε ότι πιο αντιδραστικό έχει καταγράψει η ιστορία του πνεύματος. Ισλαμικός φονταμενταλισμός, εθνικισμός και δημοκρατία των όπλων ή της μπριζόλας, ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης κάθε χώρας. Η Αριστερά αναθάρρησε. Έφτιαξε φόρουμ και ενεπλάκη σε νέες μάχες.

Κάτι αδιόρατο διατρέχει τον κόσμο, που δεν μπορεί να τον αφήσει να καταλαγιάσει. Εκεί που όλα ηρεμούν, δεν λένε να ηρεμήσουν. Να απολαύσουν οι νικητές τη νίκη τους και οι ηττημένοι να διαχειριστούν την ήττα τους. Σαν να θέλουν να προλάβουν κάτι, που ενώ δεν είναι ορατό, ως να έρχεται. Τι είναι αυτό; Δύσκολο να πει κανείς.




















Πρωθύστερη εκδίκηση

Του Ανδρέα Μήτσου

Εγώ μένω δίπλα στον κύριο Ανέστη. Μας χωρίζει μόνο μια μάντρα ύψους ενάμισι μέτρου και μήκους οκτώ. Από τη μια μεριά του τοίχου και από την άλλη έχουμε κτίσει και οι δύο τις βραγιές με τα άνθη μας.

Εκεί βγαίνουμε τις απογευματινές συνήθως ώρες, ποτίζουμε τα λουλούδια στα μικρά παρτέρια, και συζητάμε, ενώ το νερό φεύγει με ένταση από το λάστιχο και χύνεται σπάταλα πάνω στις πλακόστρωτες αυλές μας.

Ο κύριος Ανέστης είναι πολύ γέρος. Έχει περάσει τα ενενήντα, φαίνεται όμως άψογος. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη κι όταν ποτίζει τα λουλούδια, φοράει το κοστούμι με τη γραβάτα του, εις πείσμα των αλλεπάλληλων και μάταιων διαμαρτυριών της συμβίας του, η οποία πολλές φορές κρίνει σκόπιμο να απουσιάζει από το σπίτι. Έρχονται τα παιδιά τους και την παίρνουν για διάφορες επισκέψεις. Εκείνη αποχωρεί, πίσω από τις κόρες της, γκρινιάζοντας τον κύριο Ανέστη που δεν την ακολουθεί και δίνοντάς του τις ίδιες πάντα εντολές.

Εχτές ο κύριος Ανέστης, έριξε μέσα στον κήπο μου ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι.

Μύρισε όλη η γειτονιά. Βαριά οσμή κάπνας γέμισε τον τόπο. Ανέβαινε πανύψηλη μια φλόβα μωβ και εκείνος έριχνε αδιάκοπα πάνω στο σωρό.

«Θα μας κάψεις και μας κύριε Ανέστη», του φώναξα, κι επειδή δεν με άκουγε με κανέναν τρόπο, πήδησα μέσα στην αυλή του.

«Μα τι κάνεις εκεί» επέμεινα.

«Διέλαθον της προσοχής», απάντησε πικρόχολα και συνέχιζε να ρίχνει ψηλά στο σωρό.

«Τρελάθηκες» τον αποπήρα. Κι αμέσως ύστερα μαλάκωσα.

«Ουίσκι; Εσύ, ένας βέρος κομμουνιστής;».

«Τις πιο ωραίες πράξεις μου τις επέτυχα πάντοτε διαλαθών της προσοχής», εξήγησε αγνοώντας απολύτως το σχόλιό μου.

Μιλούσε μιαν αυστηρή, αλλά ανεπιτήδευτη καθαρεύουσα.

«Μόνο που τις αποτιμούσα πολύ αργότερα, ότι ήταν σπουδαίες». Σταμάτησε να τροφοδοτεί τη φωτιά και γύρισε να με κοιτάξει: «Αυτή τη φορά βέβαια δεν πρόκειται να αξιολογήσω εγώ ετούτη την πράξη μου», συνόψισε σιγανά και λυπημένα, με σπασμένη φωνή. «Έφτασα πλέον προ του τέλους».

Σπρώχνοντας τον οδήγησα μέσα στο σπίτι και τον ανάγκασα να καθήσει.

Είχε γεμίσει το δάπεδο με ρούχα. Από εκεί έπαιρνε ένα ένα τα κουστούμια του τα κουβαλούσε έξω στην αυλή και τάριχνε στη φωτιά.

Τα χνώτα του μύριζαν ουίσκι.

«Είσαι πιωμένος κύριε Ανέστη», είπα.

«Ήπια λίγο ουίσκι», ομολόγησε «το υπόλοιπο το 'ριξα πάνω στα ρούχα και τους έβαλα φωτιά».

«Δεκαπέντε έξοχα κοστούμια», δήλωσε αποφθεγματικά και το σαγόνι του έτρεμε από συγκίνηση.

«Τόσα πολλά κοστούμια, κύριε Ανέστη;» θαύμασα.

«Υπήρξα σπάνιας ωραιότητος εις δροσερωτέρας ηλικίας, το προσωνύμιό μου μάλιστα ήτανε Απόλλων, δια να καταλάβετε», απάντησε προσβεβλημένος.

Όταν έφυγε η γυναίκα του ο κύριος Ανέστης πεθύμησε να πιει ουίσκι που είχε κρυμμένο μέσα στη ντουλάπα του. Του συνέστησε άλλωστε ο γιατρός να πίνει ένα ποτηράκι, που και που, γιατί τονώνει την καρδιά και ωφελεί την υγεία.

Καρφώθηκε όμως το μάτι του στα κουστούμια, μόλις άνοιξε το ιδιότυπο κελάρι του. Δοκίμασε τέσσερα ή πέντε κοστούμια, τα βρήκε πως του ήταν όλα πολύ φαρδιά, αφού είχε αδυνατίσει πια αφάνταστα και συρρικνωθεί.

Τότε τα ζήλεψε. Ότι εκείνα θα μένανε πίσω του όταν αυτός θα είχε φύγει. Γι' αυτό τα κατέβρεξε με ουίσκι και τα πυρπόλησε.

Έφυγα νιώθοντας πως ανέλαβα εγώ την ευθύνη να αποτιμήσω την πράξη του αργότερα.

Είναι αλήθεια πως δεν φαντάστηκα ποτέ Ζεν-Πρεμιέ τον κύριο Ανέστη. Μια μικρή πάντως απορία είχα γι' αυτόν και τα κοστούμια του, καθώς ήταν γνωστό ότι είχε χρηματίσει ιδρυτικό στέλεχος του ΚΚΕ: Πώς τον αποδέχονταν, με το κοστούμι πάντα. Ένα πρότυπο διαφορετικό.

Κάποια μέρα μάλιστα, αρχές του 1990, ανοίκεια επιχείρησα να ξύσω την πληγή.

«Πάει και τ' όνειρο, μπάρμπα-Ανέστη! Χάθηκε», αναστέναξα. «Πολύ κακό αυτό», αποφάνθηκα, ο ίδιος, εν συνεχεία, με παράταιρη σοβαρότητα.

«Κακό για ποιον, που λέει και ο Μπρεχτ» γέλασε πολύ δυνατά ο κύριος Ανέστης, τονίζοντας το μυθικό όνομα με μια βαριά γερμανική προφορά που μ' ανατρίχιασε. Κι έφυγε εσπευσμένα από κοντά μου ενθουσιασμένος με τον εαυτό του. Σαν νάχε μόλις κερδίσει μια σπουδαία παρτίδα τάβλι ή νάχε θυμηθεί κάτι ανεκτίμητο.

Λίγο πριν πετάξω το άδειο μπουκάλι στο καλάθι με τα σκουπίδια, κοίταξα στην ετικέτα του ένα καράβι, και άκουσα αμήχανος τον εαυτό μου να απαγγέλλει σιγανά ένα ποίημα άσχετο:

«Είν' όλ' αυτά τα πράγματα πολύ παλιά, το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα».






Δυο κατευναστικές σκέψεις

Του Μισέλ Φάϊς

Κάποιοι προφήτευαν (η φουκογιαμική “εσχατολογία” απ’ άκρη σ’ άκρη) ότι το μεθυσμένο πλήθος τον Νοέμβρη του ‘89, που προσπαθούσε να αποσπάσει ένα κομμάτι από το ψυχροπολεμικό τείχος του Βερολίνου, ουσιαστικά ευαγγελιζόταν το “τέλος” της Ιδεολογίας, της Ιστορίας, της Αφήγησης.

Ωστόσο οι πολίτες των Λαϊκών Δημοκρατιών μάλλον ανέμελα (και κυρίως φοβισμένα) σ’ αυτό το πολυαναμενόμενο “πάρτι” απλώς προσπαθούσαν να ξορκίσουν ένα κρίσιμο κενό: πίσω τους η φιμωμένη ελευθερία του υπαρκτού σοσιαλισμού, μπροστά τους η αδιαφορία της ελευθερίας του δυτικού κόσμου.

Έκτοτε η προαναγγελθείσα διάλυση της Ανατολικής Γερμανίας (και των ομογάλακτων καθεστώτων), μην έχοντας καμία Στάζι για να “ρυθμίζει” την κοινωνική συνοχή, άνοιγε τους κρουνούς της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού, του ρατσισμού. Μ’ αυτόν τον τρόπο πλέον γέμιζαν τ’ άδεια στομάχια και οι άδειες καρδιές. Τα ορφανά του Χόνεκερ γίνονται και πάλι τα ορφανά του Χίτλερ.

Με δεδομένη τη νεοελληνική υστέρηση, η πτώση του βερολινέζικου τείχους (ως άρση των παλαιών διαχωριστικών γραμμών αλλά και ως βάρβαρη επιβολή του μοναδικού πλέον πολιτικού και πολιτισμικού δέους) σημαδεύεται με την αφύπνιση, και στα λογοτεχνικά μας πράγματα, της συλλογικής μνήμης.

Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι όλο και περισσότεροι συγγραφείς αναλαμβάνουν να φωτίσουν το εδώ και τώρα με την απόσταση μισού ή ενός αιώνα πίσω. Στέκομαι προφανώς σε ιστορικές ή ιστορικοφανείς γραφές λογοτεχνών και όχι σε βιβλία-αντίκες. Η ανάγκη να μιλήσει κάποιος για τον εαυτό του, τον τόπο του και τη γραφή του δείχνει να υπερβαίνει πλέον τα όρια ενός ιδιωτικού μικρόκοσμου, μιας εθνικής γεωγραφίας, ενός βιβλιοφιλικού γούστου. Κι αυτό είναι ενθαρρυντικό.

Ωστόσο το πλαίσιο της πνευματικής υποδοχής τραυματικών ή αποσιωπημένων ιστορικών αφηγήσεων είναι μάλλον ανέτοιμο ακόμη. Αλλιώς δεν δικαιολογείται βιβλία (με πιο πρόσφατο την Ορθοκωστά) να επισύρουν την κατά μέτωπο σύγκρουση με την ιστοριογραφία (αριστερή ή αναθεωρητική).

Δυο κατευναστικές σκέψεις μόνο, αντίθετες στην τρέχουσα σύγχυση και εμπάθεια. Πρώτον ο συγγραφέας ιστορικότροπων βιβλίων σκηνοθετεί μιαν ιστορική πραγματικότητα (κατά μείζονα λόγο όταν διακονεί, όπως ο Θανάσης Βαλτινός, τη λογοτεχνία ντοκουμέντων) και ως προς αυτήν την δεινότητα ή αδεξιότητα κρίνεται μόνο. Δεύτερον ο συγγραφέας είναι ένας αναγνώστης όπως οι αναγνώστες του –όχι κατ’ ανάγκην ο αυθεντικότερος ή ο πειστικότερος διερμηνευτής των βιβλίων του.

Με άλλα λόγια: όπως είναι αδιέξοδο ένας ιστορικός να καθίζει στο σκαμνί (ή να αθωώνει) μυθοπλαστικές κατασκευές ή ήρωες από χαρτί και μελάνι, σύμφωνα με την ιδεολογική του “δικογραφία”, εξίσου αδιέξοδο είναι ο συγγραφέας να συνηγορεί (εκτός γραφής) υπέρ της μιας ή της άλλης ιδεολογικής πρόσληψης των δαιμόνων του.

Θα μου πείτε ότι όλα αυτά εντέλει είναι ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα. Δεν θα διαφωνήσουμε. Μόνο που όταν συμβαίνουν κατά κόρον και κυρίως όταν ανατροφοδοτούν παράπλευρες απλουστεύσεις και γενικεύσεις (κάποιες εκ των οποίων μας τραβάνε πίσω, σε εποχές ιδεολογικών χαρακωμάτων) το ζήτημα εκτός από αποκαρδιωτικό γίνεται και ανησυχητικό.

Πέραν όμως αυτού του φαινομένου (ελλείψει κανόνων στο διάλογο λογοτεχνίας και ιστορίας) η λογοτεχνία μόνο ωφελημένη βγαίνει από την κατάδυσή της στην ιστορική πραγματικότητα. Αλλά και η ιστορία, διότι εμπλουτίζει τις ιστορικότητές της μέσω των αισθημάτων και των χειρονομιών που ιστορικοποιεί ο συγγραφέας.





























Δεκαπέντε χρόνια από την πτώση του τείχους

(Απ’ αφορμή)

Του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου


Οι ιδέες δεν έχουν φραγμούς× οι ιδεολογίες δεν έχουν μητροπόλεις και το παιχνίδι του θανάτου, όπως αυτό της ποίησης, έχει τους δικούς του κανόνες, που έτσι και πιστέψεις ότι τους έμαθες, τους έκανες κτήμα σου, βρίσκεσαι εκτεθειμένος στο έλεος ενός ανελέητου, τιμωρού ουρανού, στο μέσο μιας ανηλεούς απελπισίας. Γι’ αυτό και μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι γεγονότα, έστω κοσμοϊστορικά, που δεν έχουν, ωστόσο, προλάβει να παγιωθούν, αυτά και ο απόηχός τους, στις συνειδήσεις, μπορούν να επιδράσουν, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, στο λογοτεχνικό και, ειδικότερα, στο ποιητικό, γίγνεσθαι.

Η αγωνία μπροστά στο «αχανές» λευκό χαρτί εξακολουθεί να είναι η ίδια× ο ποιητής αρνείται, πάντα το ίδιο πεισματικά, να απεμπολήσει τα δικαιώματά του στην καθημερινή ομιλία, διακατέχεται από την ίδια, πάντα, ανάγκη να διατηρήσει το πρόσωπό του ακέραιο, εξακολουθεί να επιθυμεί διακαώς να είναι ο δίαυλος ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον κόσμο της φαντασίας× να «παραδώσει» την πρώτη εμπλουτισμένη, ιριδισμένη από το φως ή το σκοτάδι της δεύτερης. Κατά βάθος γνωρίζει ότι η ποίηση είναι η υπέρτατη ουτοπία× ότι, σε τελευταία ανάλυση, το μοναδικό στοιχείο που την προσδιορίζει και τη συνέχει, η γλώσσα, αδιαφορεί παντελώς για το αν και κατά πόσο ανταποκρίνεται στη δική του αλήθεια, στις δικές του ανησυχίες, τους όποιους προβληματισμούς του× ότι η ποίηση, άρα η γλώσσα, δεν μεριμνά, παρά μόνο για να διαφυλάξει τη δική της αλήθεια και το δικό της ψεύδος.

Η κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα μπορεί να κινητοποιεί παντοιοτρόπως τον ποιητή -συναισθηματικά, ιδεολογικά, πνευματικά κλπ.-, μπορεί να του δημιουργεί την ανάγκη προσδιορισμών, αυτοπροσδιορισμών και επαναπροσδιορισμών, όλ’ αυτά, ωστόσο, συμβαίνουν με την αμέριστη συμπαράσταση της φαντασίας. Αυτό το αφιλοκερδές, πάντα ρευστό και εύπλαστο στοιχείο, που αποσπά τη φωνή από την ένδεια των καθημερινών πρακτικών διεκπεραιώσεων, πολλαπλασιάζοντας τους τόνους και τις αποχρώσεις της, δίνοντας άλλη διάσταση στη σιωπή× κυρίως, είναι το στοιχείο που γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στα πράγματα, τα αισθήματα και τις καταστάσεις από τη μια και τις λέξεις ή τις φράσεις που δηλώνουν ή που υποδηλώνουν όλ’ αυτά από την άλλη. Η φαντασία σοβεί μονίμως, ως αναβράζουσα επαναστατική δύναμη, ως ανατρεπτικό αντίβαρο στην αδυναμία μιας πρότασης να ανταποκριθεί στον διακαή πόθο του ποιητή να υπερβεί το παρόν της ανάγνωσης και της γραφής του.

Η φαντασία προστατεύει τον ποιητή από το έρεβος της απελπισίας× τον στέργει σε στιγμές που η αίσθηση της απώλειας ή της προδοσίας, σε όλα τα επίπεδα, του γίνεται αφόρητη. Τον προμηθεύει με τα απαραίτητα ψευδαισθητικοποιά της τραυματικής πραγματικότητας όπλα, όπως είναι η τρικλίζουσα βεβαιότητά του ότι, γράφοντας, επιτελεί έναν σημαντικό προορισμό. Ακόμα, τον προμηθεύει με το λυτρωτικό και, συνάμα, προστατευτικό αίσθημα του θυμού, μπροστά σε κάθε ενδεχόμενο πραγματικής ή νομιζόμενης αδικίας, ενώ, συχνά και υπό προϋποθέσεις, τον καθιστά κλεπταποδόχο στιγμών της δικής του ζωής αλλά και σημαδιακών στιγμών της ιστορίας, κρατώντας τον στην αναγκαία χρονική και τοπική απόσταση ασφαλείας από ό,τι θα μπορούσε να τον εξουθενώσει.

***

Μίλησα στην αρχή για το αχανές, παρά το προσδιορίσιμο πλαίσιό του, “άσπρο χαρτί”. Επανέρχομαι σ’ αυτό, επειδή το θεωρώ ως έναν συνειδητά επιλεγμένο κοινωνικό χώρο, στην ολισθηρή επιφάνεια του οποίου ο ποιητής πραγματώνει, έστω για μια στιγμή, την πνευματική και την κοινωνική του ελευθερία. Μία ελευθερία που η στιγμιαία, αιφνίδια, επιδιωκόμενη κι όμως απρόσμενη κατάκτησή της, θερμαίνει και αναθερμαίνει αυτόν που την αξιώθηκε, παρασύροντάς τον σε νέες σισύφειες περιπλανήσεις και περιπέτειες, για την επανάκτηση-επαναβίωσή της, στο διηνεκές. Μόνο που το “άσπρο χαρτί”, έχοντας απολέσει, πλέον, τις κοινωνικές του διαστάσεις -αφού η ποίηση κατάντησε στις μέρες μας μία υπόθεση περίκλειστη, ιδιωτική, του θερμοκηπίου- διατηρεί μόνο την ιδιότητα ενός σκληρού, αμείλικτου, καθρέφτη, που δεν επιστρέφει παρά “αυτό που ήσουν”. Μάλιστα, διατήρησε την ιδιότητα ενός καθρέφτη με δύο όψεις: με τη μία στραμμένη προς τα έξω, για να μπορεί, οποτεδήποτε, να επιστρέφει στον ποιητή την πραγματική του εικόνα, και με την άλλη στραμμένη προς τα μέσα, για να μπορεί να καθρεφτίζεται η ίδια η ποίηση. Να βλέπει τα σπλάχνα της και τους μηχανισμούς της, μια και δείχνει να έχει υπερκορεστεί από το υλικό που, ως τώρα, της παρείχε, για “επεξεργασία”, η πραγματικότητα, αρνούμενη να συμπράξει στη διαιώνιση μιας ολοένα φθίνουσας -ή, εν πάση περιπτώσει, μη αφομοιώσιμης, προσώρας- περιρρέουσας ατμόσφαιρας× σε μια εποχή που όχι απλώς έχουν διασαλευθεί, αλλά έχουν παντελώς καταργηθεί τα όρια μεταξύ ποιητικού και μη ποιητικού. Κι έτσι, αρνούμενη -η ποίηση- να εμπλακεί σε μία κατάσταση που δεν ανταποκρίνεται στην παραδοσιακά διαμορφωμένη δεκτικότητα και προσληπτικότητά της, μοιάζει να διανύει μια, ακόμα, περίοδο χειμέριας νάρκης που, όσο διαρκεί, ένας θεός ξέρει ως πότε, τρέφεται από τα ίδια της τα σπλάχνα –θέλω να πω από ό,τι, σε καιρούς καλύτερους, δημιουργικότερους και περισσότερο ανταποκρινόμενους στη βαθύτερη φύση της μπόρεσε να εναποθηκεύσει. Γι’ αυτό και τώρα ενδοσκοπεί υπερβολικά και, έτσι, ενδοσκοπώντας, αποκαλύπτει τους μυστικούς αρμούς της και εκποιεί, σε τιμή ευκαιρίας, στοιχεία συνεκτικά της αλλοτινής γοητείας της, καθιστώντας, εν αγνοία της, επισφαλές το ίδιο της το μέλλον.

























Γιάννης Δάλλας

Ποίηση και ιστορία

συνέντευξη στον Κώστα Βούλγαρη

Κ.Β.: Κύριε Δάλλα, πώς θα ορίζατε το λογοτεχνικό τοπίο των τελευταίων ετών; Η ιστορική τομή του ’89 πώς εσωτερικεύεται στη λογοτεχνία;

Γ.Δ.: Το ’89 προτείνεται ως ένα ορόσημο, πρώτα απ’ όλα. Ορόσημο για άλλους προβληματισμούς, για επαναπροσανατολισμό διαφορετικό της ποίησης ειδικότερα και του πνεύματος γενικότερα. Βέβαια μια χρονολογία ιστορική και άλλες φορές έχει προταθεί ως σημείο εκκίνησης για ποιητικές και λογοτεχνικές γενιές. Μιλάνε για τη γενιά του ’50 (θα πρότεινα του ’45, ορθότερα), και έχουμε πίσω τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Όμως η ανά δεκαετίες περιοδολόγηση δεν είναι σωστή. Για παράδειγμα, από την άποψη του ιστορικού προσδιορισμού θα ήταν σωστότερο να μη μιλάμε για γενιά του 1910 αλλά του 1909 (του Βάρναλη, του Σικελιανού, του Μελαχρινού κ.ά.), γενιά που έχει πίσω της το κίνημα στο Γουδί. Να μη μιλάμε για του 1920, αλλά του ’22, γιατί υπάρχει πίσω της η Μικρασιατική καταστροφή και η ανάταξη όλου του κοινωνικού ιστού που επέφερε ως χειρουργική επέμβαση η ανταλλαγή των πληθυσμών. Υπάρχουν λοιπόν τέτοιοι προσδιορισμοί, που ορίζονται, κυρίως, από ιστορικά φαινόμενα. Φαινόμενα, άλλοτε ως ορόσημα πολύ κοντά στον ποιητή και άλλοτε ως απωθημένα, σαν να είναι ο μακρινός ορίζοντάς του. Στην πρώτη περίπτωση ο ποιητής βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε άμεση ανταπόκριση με τα ιστορικά γεγονότα που τον περιβάλλουν. Αυτά του γίνονται ο θεματικός και ιδεολογικός του δρομοδείκτης. Περπατά μέσα στα γεγονότα. Νομίζω πως αυτό έκανε η πρώτη μεταπολεμική γενιά. Συνέπλεε με την ιστορία. Και έτσι νομίζω, αν και με εντελώς άλλο τρόπο, όπως θα εξηγήσω, συμβαίνει με τη νέα γενιά, μετά το ’89.

Κ.Β.: Τα χρόνια και τα ποιήματα που μεσολάβησαν;

Γ.Δ.: Δίνουν το παρόν με τις γενιές του ’60 και του ’70, όπως λέγονται συμβατικά, ενώ με ιστορικά κριτήρια ορίζονται, αντίστοιχα, από την ψυχροπολεμική εποχή που ακολούθησε (η πρώτη), και από τα νέα δείγματα γραφής τα εισαγόμενα ακόμη και απ’ την “αγορά” του νέου κόσμου (η δεύτερη). Και εν σχέσει προς τον άξονα του θέματος που μας απασχολεί, η μία (του ’60) ζει την ιστορία ως μεταίσθημα στις “προσωπικότερες” κοινωνικές αναφορές της. Και η άλλη (η λεγόμενη του ’70), ζει και εκφράζεται σε πλήρη απεξάρτηση από την ιστορία και τη συναφή πολιτική. Με αποτέλεσμα, στη θέση των ιστορικών τώρα να προτείνονται και άλλοι προσδιορισμοί: ψυχολογικοί (του διαλόγου με τα πράγματα, με μιαν αμφισημία), μορφολογικοί (του τρόπου εκφοράς τους, πίσω απ’ τις νεωτερικές τεχνοτροπίες). Όπου παρεμβάλλεται ως συντελεστής ποιητικής, με αναδρομική ισχύ και τεκμηρίωση στις προηγούμενες γενιές, και η τεχνική. Για παράδειγμα, στην πρώτη φάση του μεσοπολέμου, με τον Καρυωτάκη θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουμε μια νέα γενιά. Επ’ αυτού λοιπόν, υπάρχουν άλλοι που θα έθεταν το διαχωριστικό όριο, αντί για το 1922 στο 1927, γιατί τότε ωριμάζει αυτή η φάση, όπου συναντώνται και συνάμα αντιδιαστέλλονται (ως ιδεολογίες και ποιητικές) δύο σημαντικά βιβλία, τα Ελεγεία και σάτιρες του Καρυωτάκη και οι Σκλάβοι πολιορκημένοι του Βάρναλη.

Και παρόμοια, αργότερα, επιβάλλοντας μια νέα οριοθέτηση από το 1948 ως το 1952, διασταυρώνονται με τις συλλογές του Εγγονόπουλου, το Κατά Σαδδουκαίων του Κατσαρού και Με το πρόσωπο στον τοίχο του Σαχτούρη (σε αντιπαράθεση και με τον Ελύτη, που αποκάλεσε την ποίηση του τελευταίου γκραν-γκινιόλ). Τέλος, το 1968-1969, σε αντιπαράθεση προς ό,τι προηγήθηκε, ως ορόσημο εισαγωγής της ποίησης των μπήτνικς και της ποπ, από την πρώτη εμφάνιση της ποίησης του Πούλιου και αντιστοίχως του Στεριάδη.

Κ.Β.: Μετά το ’89 τι συμβαίνει;

Γ.Δ.: Η ποίηση μετά το ’89 ανοίγει πάλι ένα διάλογο με την ιστορία. Αλλά η γενιά της δεν μπαίνει η ίδια μέσα, δεν είναι η παθούσα –η σωματικά παθούσα- όπως η πρώτη μεταπολεμική. Είναι μια γενιά που αντιμετωπίζει τα ιστορικά φαινόμενα άλλοτε εξ αποστάσεως και άλλοτε σε βάθος χρόνου. Και άρα η στάση τους δεν είναι βιωματική, αλλά στοχαστική και κριτική. Άλλωστε το ’89 δεν είναι ένας πόλεμος ή έστω βίαιη ιδεολογική αντιπαλότητα. Είναι μια άρση της αντιπαλότητας, την ώρα που εκ των κάτω δοκιμάζεται η κρίση ενός συστήματος. Ενώ έχουμε τα δύο στρατόπεδα, το τείχος πέφτει, επιβάλλοντας μιαν άλλη αναγκαιότητα για αναμόρφωση του κόσμου. Και αυτό το λαβαίνει υπ’ όψιν της η επίμαχη γενιά. Και ό,τι ακολούθησε την πτώση του τείχους. Η κατάρρευση ενός συστήματος δεν οδήγησε σε θρηνωδίες, αλλά απεναντίας σε αντικειμενική συνειδητοποίηση του φαινομένου. Μια κατάρρευση που άγγιξε βαθιά και τα Βαλκάνια, πράγμα που εκφράζει η ποίηση του Βρεττού και από άλλη οπτική του Μπλάνα. Το ’89 λοιπόν επηρεάζει μια σειρά από ποιητές και επ’ αυτού θα ήθελα να πω δυο λόγια, αφήνοντας προσώρας την πεζογραφία, όπου βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά, αφού το παλιό δεν έχει ακόμα εκπαραθυρωθεί απόλυτα, ο παλιός τρόπος αφήγησης.

***

Στο παρελθόν δεν είχαμε πολλά ποιήματα που να ανακαλούν αυτά της ιστορικής θεματικής του Καβάφη. Αναφέρω μόνο την αποτυχημένη απόπειρα του Σεφέρη στα κυπριακά ποιήματα με θέμα τους Λουζινιάν, όπου ο ιστορικός μύθος λειτουργεί σαν πρόσχημα. Όμως αυτός ο τρόπος δεν ήταν δυναμικός, εν τέλει δημιουργικός. Ο άλλος τρόπος είναι του Άρη Αλεξάνδρου, όμως κι αυτός ήταν πολύ κοντά στα πράγματα, στην τελευταία συλλογή του Ευθύτητα οδών. Εκείνος που χρησιμοποίησε κατ’ εξοχήν τους καβαφικούς τρόπους είναι ο Κατσαρός, στο Κατά Σαδδουκαίων μα και στα αμέσως επόμενα βιβλία του, και κατάφερε να μας δώσει μια μετακαβαφική ποίηση, και μάλιστα ρωμαϊκού κλίματος. Ανάλογα κινήθηκε ο Μπρόνσκι. Ο Καβάφης, θα έλεγα, μας έδωσε την ιστορική μέθοδο και την ονομάζω έτσι για να την αντιδιαστείλω από την μυθική, του Πάουντ ή του Έλιοτ και σ’ εμάς του Σεφέρη, ιδίως στα ποιήματα της πρώτης περιόδου του. Ο Καβάφης είχε την τόλμη να επιβάλλει την ιστορική μέθοδο. Δεν χρησιμοποιεί μύθους αλλά παίρνει το ίδιο το ιστορικό γεγονός, όμως καθώς το περιγράφει όπως ακριβώς έγινε, αυτομάτως στον αναγνώστη δημιουργείται ένας μετασχηματιστής, σαν να διατρέχει την σύγχρονη ιστορία. Διαβάζει π.χ. το “Ας φρόντιζαν” και εισπράττει σημερινούς πολιτικούς κυνισμούς. Η ιστορική μέθοδος λοιπόν είναι τόσο καθαρή, αλλά και τόσο επικίνδυνη: ο Παλαμάς με τον Βουλγαροκτόνο μάς αναγκάζει να πάμε πίσω, αλλά ο αναγνώστης δεν πάει πίσω.

Το αριστουργηματικό του Καβάφη είναι ότι πιάνει τα καθολικά πράγματα και τα οικουμενικά, μέσα από τη στιγμή της δοκιμασίας τους. Αντίθετα ο Καρυωτάκης λειτουργεί ως ιχνευτής εδάφους. Αν ο Καβάφης με την Pax Romana, όπως είπε ο Τσίρκας, αποδίδει την Pax Britannica, ο Καρυωτάκης αποδίδει τη διαρκή κρίση του μικροαστισμού, με την υπαλληλία, τη γραφειοκρατία. Και αν θέλει κανείς να κάνει γεφυρώσεις, φυσικά μπορεί. Είναι νόμιμο, και έχει γίνει αυτό, να συγκριθεί το τελευταίο γράμμα του Καρυωτάκη με εκείνο του Μαγιακόφσκι. Σε άλλη κατεύθυνση κινήθηκε ο καθένας, όμως συναντούνται κάπου. Η ειλικρίνεια τους και η γνησιότητα λειτουργούν σε μια κοινή συχνότητα.

Η νέα γενιά δεν χρησιμοποιεί ακριβώς την καβαφική ιστορική μέθοδο ούτε και τον ανιχνευτικό τρόπο του Καρυωτάκη, παρ’ ότι αυτοί οι δύο είναι οι προνομιακοί συνομιλητές της. Δημιουργεί έναν δικό της τρόπο να δοθεί η ιστορία. Διαβάζω αυτή την ποίηση και βλέπω να μιλάει καθαρά μέσα στα πράγματα, κυρίως στο παρόν. Και όπου περνά στο παρελθόν, ήδη έχει γίνει η αφαίρεση.

Κ.Β.: Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε ποίηση του ιστορικού παρόντος;

Γ.Δ.: Όχι∙ απολύτως. Ίσως θα έπρεπε να βρούμε μια άλλη ονομασία. Ας πούμε, ιστορική παραβολή του παρόντος ή ακόμη και προβολή του παρόντος στο παρελθόν.

***

Το ’89 με τη σημασία καταρχήν ενός ορόσημου ιστορικού: πτώση του τείχους του Βερολίνου και ό,τι έκτοτε ακολούθησε: κατάρρευση των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ, αδυναμία του σοσιαλιστικού συστήματος να περιμαζέψει τις πληγές του και από άλλη βάση να ανασυνταχθεί, μονοπώληση του καπιταλισμού. Πολυσημικού λοιπόν ορόσημου: ιδεολογικού και υπαρξιακού, πολιτισμικού και «φιλοσοφικού» ακόμη προβληματισμού. Η επενέργειά του επηρέασε άμεσα ή έμμεσα την ποίηση των τελευταίων χρόνων. Άμεσα με τη σημασία της ρητής θεματικής αναφοράς και έμμεσα με τα “υπονοούμενα” μιας ιστορικής παραβολής. Ποιητών ξεκινημένων από άλλη –ανιστορική- αφετηρία. Και περνώντας βαθμιαία –πάντως ύστερα απ’ το ‘89- στην “ιστορική” ποιητική τους: Ο Σπύρος Βρεττός, από τους πρώτους με ποιήματα σχετικής θεματικής αναφοράς (π.χ. “Σαρκασμός 1997”, “Αλβανός;”, “Παρείσακτος ηθοποιός”, “Προετοιμασία ηγέτη για απολογία”), με γλώσσα μεταϋπερρεαλιστική (και μεταμαγιακοφσκική, θα έλεγα), ιδιαίτερα στις συλλογές του Ανιστόρητο (1999) και Πράξη απλή (2003). Και με άλλα ανοίγματα πνευματικά ο Γιώργος Μπλάνας, με την τέχνη των δραματικών του μονολόγων, μέσα από την πολιτική “παθολογία” στο Επεισόδιο (2002) και από μια στοχαστική διαχρονία στην πολυδιάστατη Η απάντησή του (2000). Είναι επίσης ο Δημήτρης Χουλιαράκης, που από μετρητής και αυτός της επικαιρικής διασποράς στις πρώτες συλλογές του, φτάνει στη Ζωή κλεισμένη (2002), όπου διεκτραγωδεί στιγμές ακραίες προσωπικοτήτων, από την ποιητική του περιήγηση στην ιστορία. Σημειώνω, για παράδειγμα, το ποίημα “Η Άννα Αχμάτοβα μπροστά στη Λουμπιάνκα”, γιατί ως πιο κοντά στο θέμα μας κατέχει μια ηθικοπολιτική διάσταση, συμπίπτοντας με την ποιητική ενότητα “Αχμάτοβα” της συλλογής Μετά το τέλος της ομορφιάς, που επιτηδεύεται ένας άλλος ποιητής κοσμοπολίτης, και μεταφραστής από τους παραγωγικότερους αυτής της συντεχνίας, ο Χάρης Βλαβιανός. Είναι εξ αποστάσεως επίσης ο Βαγγέλης Κάσσος, που με τις δικές του ιστορικοπνευματικές βολές μας δίνει, στη συλλογή Αδιαπέραστο φως (1998), υπό τύπον όχι μονολόγων αλλά θα έλεγα απολόγων, σε μικρές αλλά πυκνές και καίριες φόρμες, “παραδείγματα” μιας διϊστορικής επικαιρότητας. Και κάτω απ’ όλους, σαν σε περιμετρική υπόγεια με πολλές επισταθμίες σπινθηρίζει, πάντα απρόβλεπτη και ανατρεπτική η ποίηση του Ηλία Λάγιου. Και εξίσου περιμετρική στην επιφάνεια, αντλώντας από την παράδοση του πιο γνήσιου ευρωπαϊκού συμβολισμού, σχεδιάζεται η γραφή του Στρατή Πασχάλη, με ένα πέρασμα από τον Ελύτη στον Σεφέρη, και η ανοιχτή αισθητική παραγωγή, με ποιητική και δοκιμιακή στοχαστικότητα του Θανάση Χατζόπουλου. Και ως μια ανάδραση του κερματισμού της προηγούμενης γενιάς, τα λυρικά παλίμψηστα της Μαρίας Κούρση.

Μια πολυφωνική γενιά που ωριμάζει και ωριμάζοντας κατακυρώνει και ταυτόχρονα μπορεί να ξεπερνά τα ορόσημα που βάλαμε.

***

Κ.Β.: Να κλείσουμε με μια προσωπική σας νότα. Έχετε αναφερθεί και με τη δική σας ποίηση στο ’89, π.χ. με το ποίημα “Οι ιδεοπράχτες” της συλλογής Στοιχεία ταυτότητας (1999), το οποίο ποίημα έχει ένα χαρακτηριστικό μότο: “Σιωπηρή κατολίσθηση/ λαών και δογμάτων”. Μα και στην επόμενη συλλογή Γεννήτριες (2004) έχετε πολιτικά ποιήματα για τα Βαλκάνια και το Ιράκ, όπως επεσήμανε και ο Μάσσιμο Κατσούλο πριν από δύο Κυριακές. Όμως αυτές τις μέρες κυκλοφορεί ένα ακόμη βιβλίο σας, οι Χρονοδείκτες, όπου με τη φόρμα της ημερολογιακής μνήμης ανατρέχετε στα μεταπολεμικά χρόνια αλλά και σε αυτά της χούντας. Θα πρότεινα λοιπόν να κλείσουμε με έναν “χρονοδείκτη”. Ένα απόσπασμα, αν θέλετε ως σχόλιο στα προηγούμενα:

Γ.Δ.: Αρχές του ’73 και η Χούντα, παρ’ όλη την κυριαρχία και τις άμυνές της, έδειχνε πως άρχιζε αφανώς να γέρνει. Τα είχε βάλει κατά πάντων, μηδέ και της ΕΡΕ εξαιρουμένης. Τις βόμβες των αντιστασιακών τις χαρακτήριζε κροτίδες. Απόδειξη της ένδοσής της είναι και το γεγονός πως ύστερα από πίεση των ξένων κέντρων εξουσίας, χορηγούσε επειγόντως διαβατήρια («passport επί του πιεστηρίου») σε πρόσωπα επίσημα, επιτρέποντας τη νόμιμη φυγή τους προς τις χώρες του εξωτερικού, ιδίως τη Γαλλία. Κι εμείς, οι ζώντες και περιλειπόμενοι, να μένομε εγκλωβισμένοι με τα «κόλλυβα» (εννοείται της Ελευθερίας) και τα «υποκατάστατα» αναγωγής σε επαναστάτες άλλης χώρας και εποχής. Και εδώ εξυπακούεται και η μελοποίηση του Μπολιβάρ που είχε κάνει τότε ο Μαμαγκάκης, μια μελοποίηση που τέλειωνε στεντόρεια με την επίκληση και της ισπανικής Ελευθερίας: Libertad. Μια επίκληση που παρηχεί και με τα Liberty, τα αεροσκάφη της διαφυγής που αναφέραμε.

Γράφω λοιπόν μια παρωδία με ομοιοκαταληξίες, όχι κόντρα-ρίμες αλλά “σκάζουσες”, ήτοι κουτσές, ή πιο σωστά σαν από κρατητήρια κουτσουρεμένες (π.χ. ασισχτίρ-πιεστηρίου, ρελαντί-αντίο, Μάγκατζης-bagages, κόλλυβα-Μπολιβάρ) και το έστειλα σε εκδότες, κριτικούς και φίλους από την μακρινή μου επαρχία στην Αθήνα:

[...]

Κροτίδες αντί για στάση

μας έπρηξαν με τέτοιαν αντίσταση

Υπάρχει κ’ η λύση του ασιχτίρ

Passport επί του πιεστηρίου

Τ’ αεροσκάφος στο ρελαντί:

Ποιος έχει σειρά για αντίο;

Π.χ. ο κύριος Μάγκατζης

μετά συμβίας και άλλων bagages

Και μείναμε εμείς με τα κόλλυβα

και τις μελοποιήσεις του Μπολιβάρ

Liberty liberty

LIBERTAD

Καμιά απάντηση. Παρά μονάχα η περιέργεια: ποιόν υπαινίσσεται ο τίτλος “Who is who!”, που

Σαν να μην ήταν άλλοτε Ερές

τους περνάει γενεές δεκατέσσερις;

Μα φίλοι μου, όπως συνηθίζεται να λέγεται, ας κάνει κάτι επιτέλους και ο αναγνώστης.













Η πτώση των τειχών και των προσχημάτων

Ή πώς ένας πρώην συγγραφέας της Αριστεράς

μεταλλάσσεται σε ρήτορα της Νέας Δεξιάς

Της Λήδας Καζαντζάκη

Το 1989 καθιερώθηκε στη μνήμη ως η ημερομηνία που σήμανε το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού και του συνεπαγόμενου αντίπαλου δέους στην καπιταλιστική δύση.

Όμως το 1989 δεν έπεσε μόνον το τείχος του Βερολίνου. Το 1989 πέσανε και τα τελευταία προσχήματα αναφορικά με την αναθεώρηση της ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του κυρίαρχου ρόλου που έπαιξε η Αριστερά στην Αντίσταση στο φασισμό. Θα σταθώ σε ένα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα, γιατί έχει επιπλέον την ιδιαιτερότητα της -δυτικο-γερμανικής καταγωγής. Και γιατί το μεταπολεμικό τοπίο της διαιρεμένης στα δυο Γερμανίας εμφανίζει εκλεκτικές συγγένειες με το μετεμφυλιακό τοπίο της διχασμένης στα δυο Ελλάδας. Και γιατί έτσι, ίσως, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις δικές μας περιπτώσεις μεταλλαγμένων συγγραφέων.

Θα σταθώ στην περίπτωση του Μάρτιν Βάλζερ. Η πορεία του μέσα στην τέχνη του λόγου και στην πολιτική καθρεφτίζει αυτήν ακριβώς τη σταδιακή μεταστροφή του πρώην αριστερού συγγραφέα σε εθνικιστή λογοτέχνη, του οποίου ο λόγος συνάδει πλέον, από το ‘89 και μετά, με τις διακηρύξεις της Νέας Δεξιάς.

Ο Μάρτιν Βάλζερ γεννήθηκε το 1927. Σπούδασε λογοτεχνία, ιστορία και φιλοσοφία κι έγραψε το διδακτορικό του για τον Φραντς Κάφκα, η απαισιοδοξία του οποίου διαπνέει και τους χαρακτήρες του Βάλζερ. Το 1953 προσχώρησε στην περίφημη “Ομάδα ‘47”, όπου άνθρωποι του λόγου ένωσαν τις δυνάμεις τους με στόχο το πλάσιμο του άλλου, δημοκρατικού προσώπου της μεταπολεμικής δυτικής Γερμανίας. Μιας ομάδας που καθόρισε μέχρι και τη δεκαετία του ‘60 τη μορφή της δυτικογερμανικής λογοτεχνίας και της οποίας στέλεχος υπήρξε και ο Γκύντερ Γκρας.

Ο Μάρτιν Βάλζερ είναι μια εξίσου πληθωρική παρουσία στα γράμματα με τον συνομήλικό του Γκρας, έχει δοκιμασθεί όπως κι εκείνος σε όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου, το διήγημα, το δράμα, το μυθιστόρημα, το δοκίμιο, και έχει τιμηθεί κι αυτός με αρκετά βραβεία κι ας μην πήρε το νόμπελ. Και, σχεδόν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, μέχρις ενός σημείου, οι βίοι τους είναι παράλληλοι στη ζωή και στην τέχνη. Και, ότι ο καθένας τους χωριστά έπλασε με τον δικό του τρόπο του την δική του πλευρά της μεταπολεμικής Γερμανίας, που αν τις συνθέσουμε, αντικρίζουμε ολόκληρη την εικόνα. Εκείνη της ιστορίας της, στην οποία στηρίζεται το έργο του Γκρας. Και την άλλη, της καθημερινότητάς της, στην οποία εισδύει ο Βάλζερ. Ψυχογραφώντας με σαρκασμό τον απλό γερμανό του “οικονομικού θαύματος”, μέσα από τον αγώνα του να αναρριχηθεί πάση θυσία κοινωνικά και την μάταια καφκική προσπάθειά του να βρει την ευτυχία. Και ταυτόχρονα καυτηριάζοντας, μέχρι και το τελευταίο του μυθιστόρημα, τον Θάνατο ενός κριτικού (που εκδόθηκε φέτος στα ελληνικά από τις εκδόσεις της Εστίας) την καπιταλιστική, πολιτιστική βιομηχανία και τους μηχανισμούς της.

Και, σχεδόν, θα έλεγε κανείς ότι μέχρι και τη δεκαετία του ’70 ο Μάρτιν Βάλζερ εμφανιζόταν ως ο ριζοσπαστικότερος των δύο συγγραφέων. Αυτός που τάχθηκε ανοιχτά εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ, που προσέγγισε το ’68 την Εξωκοινοβουλευτική Αντιπολίτευση και στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το Κ.Κ.Γ, στις εκδηλώσεις του οποίου συμμετείχε ενεργά, χωρίς ποτέ να γίνει μέλος του. Όταν ο Γκρας ακόμη επιχειρούσε να ασκήσει και να ενισχύσει την πολιτική των σοσιαλδημοκρατών.

Και ξάφνου, αφού από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 ο Βάλζερ έχει πάρει τις αποστάσεις από την πολιτική και το υλικό της μυθοπλασίας του αντλείται πλέον από το καθαρά προσωπικό, εκπλήττει άπαντες σε μια σειρά διαλέξεων στο Μόναχο, με τον τίτλο “Να μιλήσουμε για τη Γερμανία”. Ήταν το 1988, ένα χρόνο πριν από την πτώση του τείχους, και αφού όμως είχε προηγηθεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 στη Γερμανία, η λεγόμενη “διαμάχη των ιστορικών”, η αναθεώρηση δηλαδή της ιστορίας του φασισμού από μια ομάδα ιστορικών, κυρίως μέσα από την εξομοίωση των εγκλημάτων του ναζισμού με εκείνων του σταλινισμού. Τότε ο Βάλζερ ανακαλύπτει αίφνης τα εθνικά του αισθήματα και χαρακτηρίζει τη διαίρεση της Γερμανίας καταστροφή. Έτσι απλά.

Ένα χρόνο μετά πανηγυρίζει για την πτώση του τείχους και την επικείμενη ενοποίηση, την ίδια στιγμή που ο Γκύντερ Γκρας επισημαίνει τους κινδύνους που εμφωλεύει και χαρακτηρίζεται από τους συμπολίτες του προδότης.

Όταν οι “λανθασμένες” κατά τον Βάλζερ “προφητείες” γίνονται ρατσιστικές πράξεις, ο Βάλζερ τις αποκαλεί «πράξεις έντονης διαμαρτυρίας», επιρρίπτει όλες τις ευθύνες γι’ αυτές στην αριστερά, στην πολιτική και στα ΜΜΕ που κυριαρχούνται επίσης από αριστερούς και επεξηγεί: «Νομίζω ότι η δημιουργία ακροδεξιών ομάδων είναι μια απάντηση στην παραμέληση του εθνικού από όλους εμάς. Όλους εμάς που αρνηθήκαμε, σε όσους καλλιέργησαν εθνικές τάσεις, την οποιαδήποτε νομιμότητα».

Το 1991 ο Βάλζερ δημοσιεύει το μυθιστόρημα Η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας, που κυκλοφορεί στα ελληνικά επίσης από τις εκδόσεις της Εστίας και επτά χρόνια μετά το αυτοβιογραφικό Σιντριβάνι. Και τα δυο μυθιστορήματα έχουν ως θέμα την ιστορία της Γερμανίας, ιδωμένης όμως, στο πρώτο, μέσα από τα μάτια ενός νευρωτικού που βίωσε τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης και αρνείται να ενηλικιωθεί και, στο δεύτερο, από έναν εξάχρονο που έζησε το ναζισμό. Έτσι η εξομοίωση θυτών και θυμάτων, όταν το ρόλο του θύματος παίζει ένα παιδί, είναι εύκολη.

Από το 1997 ο Βάλζερ αποφασίζει να χρησιμοποιήσει πλέον δημόσια και χωρίς το προστατευτικό πέπλο της μυθοπλασίας την ίδια τη γλώσσα των αναθεωρητών της νέας Δεξιάς. Σε ομιλίες, συνεντεύξεις στο Ντερ Σπήγκελ, στη συλλογή δοκιμίων και ομιλιών με τον τίτλο Γερμανικές έγνοιες που δημοσιεύει τον ίδιο χρόνο. Ο Χίτλερ και η ναζιστική Γερμανία είναι κατά τη γνώμη του ένα αποκύημα της συνθήκης των Βερσαλλιών και υπό αυτήν την έννοια ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος μια συνέπειά του Α΄, οι στρατιώτες της Βέρμαχτ πατριώτες, το Άουσβιτς το ηθικό ρόπαλο που χρησιμοποιούν εκείνοι που διαμορφώνουν σήμερα την κοινή γνώμη για να πονέσουν τους Γερμανούς.

Αποσιωπώντας ή διαστρεβλώνοντας τις αιτίες που γέννησαν τα γεγονότα, τον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό, την τυφλή υπακοή στον δικτάτορα, την παθητική ή ενεργό συμμετοχή των γερμανών στα ναζιστικά εγκλήματα, παραβλέποντας τα θύματα της τελικής λύσης της συστηματικής εξόντωσης των εβραίων και τα εκατομμύρια των νεκρών του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, εστιάζει το βλέμμα του στο μεταρσιωμένο συναίσθημα του πόνου και του τρόμου που έζησαν οι γερμανοί κατά τους βομβαρδισμούς των συμμάχων και τη διαίρεση της χώρας ή στο συναίσθημα της ντροπής των επιγόνων τους.

Πρόκειται για την ίδια μέθοδο που επεσήμανε ο Άγγελος Ελεφάντης για το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού Ορθοκωστά (Ο Πολίτης, Ιούνιος-Ιούλιος 1994, σελ. 63): «Οι αναμνήσεις των αφηγητών στη μεγάλη τους πλειοψηφία μέσα στο μυθιστόρημα τοποθετημένοι από την πλευρά των Ταγματασφαλιτών, έχουν συρρικνωθεί στα περιστατικά βίας που τους σημάδεψαν, σβήνουν οι αιτίες της βίας, βιαστές και βιαζόμενοι αναγορεύονται σε αυτόνομη πραγματικότητα. (…)Η ανάμνηση του φόβου είναι ο μόνος ήχος που ακούς, και η μονότονη επανάληψή του σε κάνει και σένα τον αναγνώστη να πάρεις την ίδια περπατησιά μέσα στο χρόνο, να βαδίσεις με το ρυθμό που σου υποβάλλει το ταμ ταμ του συγγραφέα. Σπρώχνεσαι στο πυκνό σκοτάδι της επιλησμονής».

Μήτε τον Βάλζερ μήτε τον Βαλτινό τον ενδιαφέρει το γιατί, τώρα που τα χαρτιά ανακατεύτηκαν ξανά σ’ αυτήν εδώ την παρτίδα της ιστορίας, σύμφωνα με τη λογική του ενός και μόνο νικητή που είναι προκαθορισμένος, όπως απέδειξε και ο Κώστας Βούλγαρης, (Η παρτίδα, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004).

Τώρα που η ιστορία ξαναγράφεται, ιδωμένη μέσα από την παραμορφωτική διόπτρα της καπιταλιστικής, αντικομουνιστικής δύσης. Όχι μόνον από επαΐοντες ιστορικούς αλλά και από λογοτέχνες που είχαν διακριθεί στο παρελθόν για την αριστερή, κριτική τους ματιά, και που, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, διέγραφαν ανέκαθεν με την γραφίδα τους το πνεύμα των καιρών: στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αμερική, την Ελλάδα, το φαινόμενο είναι διεθνές.


Martin Walser, Ueber Deutschland reden, Suhrkamp 1989

Juergen Lentes “Wehleidige Maertyrer“, in Junge Welt, 13.06.2002

Martin Walser, Deutsche Sorgen, Suhrkamp 1997

Martin Walser im Gespraech mit R. Augstein, Der Spiegel, 2.1.98







Χρονικό μιας δεκαπενταετίας

Της Σώτης Τριανταφύλλου


Στην αρχή συνέβη ένα τροχαίο ατύχημα. Το αυτοκίνητο έγινε μια μάζα από σιδερικά κι εγώ βγήκα από μέσα αιμόφυρτη και θριαμβευτική: Είμαι ακόμα ζωντανή! Φωνάξτε το ασθενοφόρο. Περιμένοντας το ασθενοφόρο, βάλθηκα να ψάχνω τις κασέτες μέσα στα συντρίμμια∙ δεν μπορούσα να οδηγήσω χωρίς μουσική∙ το ατύχημα έδειχνε πως ίσως δεν μπορούσα να οδηγήσω ούτε με μουσική. Κι όμως, οι κασέτες μού φαίνονταν σπουδαιότερες από το αυτοκίνητο. Για το τρακάρισμα έφταιγα εγώ∙ κανείς άλλος∙ την επόμενη μέρα, δανείστηκα ένα σωρό λεφτά, αγόρασα καινούργιο αυτοκίνητο∙ κι όταν το απόκτησα, ανακάλυψα πως ήταν περιττό. Ξαφνικά, τίποτα πια δεν με κρατούσε στην Αθήνα∙ έφυγα∙ σέρνοντας μια τεράστια βαλίτσα, πήρα το αεροπλάνο για το Φοίνιξ. Το Φοίνιξ της Αριζόνα, πόλη καθησυχαστική και ηλιόλουστη: πισίνες, φοινικόδεντρα∙ πιο δυτικά, η χρυσαφένια έρημος. Πέρασα ένα χρόνο ανάμεσα σε δυο ωκεανούς∙ έπειτα, κάποιος που αγαπούσα πέθανε: υπερβολική δόση. Δεν υπάρχουν υπερβολικές δόσεις: όλες οι δόσεις είναι υπερβολικές∙ έτσι, το τέλος του ’90 τέλειωσε μ’ ένα θάνατο, με φλέβες αδειασμένες σε δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου. Όταν ακόμα έλπιζα, έλεγα: μόλις γίνεις καλά, θα σε πάω σε μια πόλη που έχει το όνομα της μικρής κόρης του Βασιλιά Ληρ, θα σε πάω στον Κόλπο του Μισοφέγγαρου και στην Ακτή της Μπαρμπαριάς, θα σε πάω όπου θέλεις κι όπου μπορείς. Στο τέλος, σε είδα να τρέμεις σαν πουλί∙ κι έπειτα, μια κηλίδα στην άκρη των χειλιών σου κι ο ήλιος σε κορόιδευε.

Γύρισα στην Ελλάδα κι ήταν μια υπέροχη χρονιά, όπου κάθε στιγμή φοβόμουν πως θα γίνει ανάμνηση: μια χρονιά που έλαμπε μέσα στους νεκρούς καθρέφτες. Σο μυαλό μου αντηχούσε το ποίημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόου στην Άνναμπελ Λη, ένα μεθυστικό κοκτέιλ φωτός, η αρμονία ενός αιώνιου Νότου. Έκλεισα τα τριάντα τρία: ένα αποδημητικό πουλί που καθυστερούσε να πετάξει∙ για μια στιγμή έμοιαζα με χαλασμένο δείχτη ρολογιού. Το 1991 είδα σκηνές από το τέλος του κόσμου: είδα, με τα μάτια μου, την ύλη να υψώνεται, γελώντας, σαν μια πόλη που ξυπνάει. Και να πέφτει από ψηλά, να τσακίζεται μέσα σε μια πανδαισία από ήχους και χρώματα. Το κέντρο της ζωής είχε μετατοπιστεί στη νύχτα: το πρωί, όταν επέστρεφα στο άδειο, σκοτεινό σπίτι, υπέφερα από βίαιους, κυμαινόμενους πυρετούς: όλοι θα συμμορφωθούν, σκεφτόμουν, θα υπακούσουν στους νόμους, θα μεγαλώσουν∙ κι εγώ θα μείνω εδώ να χορεύω μαζί με τους στραγγαλιστές, στο ρυθμό των αλμπίνων.

Το 1992 με βρήκε μεγάλη πια και μαζί πιο μικρή και πιο έκπληκτη: έλεγα στη μαμά μου γιατί με γέννησες αφού καθόλου δεν ήθελα. Έπειτα, μετάνιωσα και μ’ άρεσαν όλα: διέσχιζα το χρόνο κρατώντας σφιχτά το μπαλόνι μου και καταβροχθίζοντας κόκκινες καραμέλες∙ μονάχα που, καμιά φορά, έβλεπα εφιάλτες με φαντάσματα ακέφαλα. Τα φαντάσματα με κεφάλι είναι πιο τρομακτικά, με παρηγορούσε η μαμά μου. Τρελαινόταν σιγά-σιγά: την παρατηρούσα να κατρακυλάει σ’ ένα τερατώδες σύμπαν, να σαλπάρει στο σκοτάδι∙ αναρωτιόμουν αν το ήξερε κι αν η τρέλα ήταν μονάχα ένα καταφύγιο. Κι όμως ήμουν ευτυχισμένη κι ένιωθα ευγνωμοσύνη: δεν είχα καθηλωθεί σε αναπηρική καρέκλα σαν τον Ντοκ Πόμους∙ δεν ήμουν τυφλή σαν τον Ρέυ Τσαρλς∙ δεν είχα την τύχη του Μπέρναρντ Κόυ, που τον πυροβόλησαν ενώ προσπαθούσε να αποδράσει από τη φυλακή του Άλκατραζ. Δεν βρισκόμουν μέσα σε φυλακή, βρισκόμουν απ’ έξω. Ζούσα με τις λέξεις και το ροκαμπίλλυ, με έρωτες σύντομους και φαντασμαγορικούς: κάθε πρωί που ξυπνούσα ο κόσμος ήταν εξαίσια φωταγωγημένος.

Πέρασαν κάμποσα χρόνια έρποντας κι έπειτα τρέχοντας. Κι εγώ προσπαθούσα να προλάβω με κομμένη την ανάσα: οι άνθρωποι αναζητούσαν την ησυχία∙ εγώ, εσύ, εμείς, αναζητούσαμε τη μεγαλύτερη εντροπία. Ένιωθα πως κανείς και τίποτα δεν είχε τη δική μου ταχύτητα, το στρόβιλο που με κρατούσε ζωντανή ανάμεσα σε παχύρρευστες μουσικές, σε διαβολικά ποτά, σε ουσίες ιερές και θανάσιμες. Κι όμως ποτέ δεν ένιωσα μοναξιά. Ούτε για μια στιγμή δεν ένιωσα μοναξιά. Έπειτα, ένα δεύτερο ατύχημα: όλοι είπαν πως έφταιγε η ταχύτητα, εγώ όμως ήξερα πως για όλα έφταιγαν οι Ρόλλινγκ Στόουνς. Επέζησα πάλι. Ακολούθησε ένας θάνατος` όχι ο δικός μου∙ καμιά φορά σκεφτόμουν: μακάρι να ήταν ο δικός μου. Τον περίμενα εκείνο το θάνατο: μια νύχτα έμοιαζες με σκυλί στη βροχή∙ μια ολέθρια νύχτα. Ήξερα ότι θα πεθάνεις. Πάντα έλεγα: κάθε ερωτική ιστορία είναι το χρονικό μιας αποτυχίας. Μετά από τόσα γεγονότα, τόσα γέλια και τόσα δάκρυα, τόσες αναμονές, τόσα μεγάλα, μακρόσυρτα φιλιά, γινόμαστε πάλι ξένοι, όπως ξένοι ήμασταν. Όλα ξετυλίγονται γρήγορα, ζούμε σ’ ένα πλανήτη όπου οι άνεμοι ουρλιάζουν: ζούμε, ξεχνάμε κι έπειτα κάνουμε την ίδια λάθος κίνηση. Κι εγώ έγραφα την ίδια ιστορία, ξανά και ξανά, μήπως καταφέρω να της δώσω ένα καλό τέλος.

Στο μεταξύ, ο κόσμος προόδευε –πρόοδος!– οι φίλοι μας γίνονταν οικογενειάρχες, ανακάλυπταν τις ηδονές της επιτυχίας, της τεχνολογίας και του χρήματος. Γύρω στο 1995 έκανα απολογισμό: είχα κιόλας μετακομίσει δεκαέξι φορές∙ είχα περάσει το ένα τρίτο της ζωής μου σε ξενοδοχεία και σε μοτέλ. Η κοινωνική αναρρίχηση μού φαινόταν μια ξύλινη σκάλα που έτριζε και που την έτρωγε το σαράκι∙ το να ριζώνεις κάπου μού φαινόταν συνθηκολόγηση με τα σκουλήκια στο χώμα. Ξέρω, είχα πάντα άδικο, όπως άδικο έχω και τώρα. Αλλά, δεν φοβόμουν τίποτα: ούτε τις ερμητικές, εχθρικές πόλεις, ούτε τις φρικαλεότητες των ανθρώπων. Ούτε τα βαθιά πελάγη, ούτε τους ατέρμονους, παγερούς χειμώνες. Δεν φοβόμουν τίποτα, γι’ αυτό κανείς δεν μ’ αγαπούσε. Κανείς δεν μ’ αγαπούσε: μονάχα με κοιτούσαν με περιέργεια. Με περιέργεια τους κοιτούσα κι εγώ: ο κόσμος έμοιαζε με τη χύτρα της μάγισσας, κι είχα πέσει μέσα της. Κι από τότε έβρισκα τις χαμένες σκιές, άκουγα τις δονήσεις της γης. Δεν φοβόμουν τίποτα: ούτε τα ολισθηρά οδοστρώματα, ούτε τους φονιάδες στις αποβάθρες των υπόγειων τρένων. Έτσι, δεν είχα τίποτα: είχα μόνο θέα στο έγκλημα, στο λαβύρινθο όπου κοιμόταν το πνεύμα του Μινώταυρου. Δεν φοβόμουν τίποτα: σαν τον Ράντυ Σέολ που έπαιζε μπόνγκος με τα χέρια του μέσα στις γαλάζιες φλόγες∙ και σαν τον ντράμερ των Μπαρμπάριανς που είχε γάντζο αντί για χέρι.

Πώς νιώθω: τυχερή νιώθω. Είδα τα Ιμαλάια και το Κιλιμάντζαρο∙ ανέβηκα σε καθεδρικά βουνά∙ άκουσα τη μελωδική σιωπή του Γκραντ Κάνυον∙ διέσχισα το Πετρωμένο Δάσος. Κάθισα στην άκρη του ωκεανού, εκεί όπου ο ορίζοντας έμοιαζε με σύννεφο∙ χόρεψα μπροστά σ’ αστραφτερά τζουκ-μποξ που έπαιζαν τ’ αγαπημένα μου τραγούδια. Αγάπησα χιλιάδες τραγούδια κι άλλα τόσα ποιήματα. Τέλος, είδα τον Πολ Μπάτερφηλντ να παίζει αρμόνικα λίγο προτού πεθάνει. Ο κόσμος άλλαξε κι εγώ μαζί του: τίποτα δεν είναι όπως πριν από δεκαπέντε χρόνια∙ φαίνεται μακρινός ο καιρός όπου οι μέρες ήταν ωμές, τα τοπία τυφλά∙ τότε που περπατούσα μ’ ελαφρά βήματα έξω απ’ το Τίφφανυ’ς και τα τζάμια θρυμματίζονταν∙ τότε που φανταζόμουν τα διαμάντια να κυλάνε στο πεζοδρόμιο.

Τι λέω: προσέχετε τον εαυτό σας. Μην ξεχνάτε ποτέ τον δρόμο του Οζ με τα κίτρινα τούβλα. Μην ξεχνάτε τίποτα: η λήθη σκοτώνει∙ κι εξάλλου είναι προδοτική. Δεν θα ησυχάσουμε ποτέ, ποτέ δεν θα ξεκουραστούμε: αν είναι να πεθάνουμε, ας καούμε μέσα στην έξαψη της πόλης.



Ιστορία και λογοτεχνία:

Οι Αρραβωνιασμένοι του Αλεξάνδρου Μαντζόνι

Του Νίκου Ε. Καραπιδάκη



(σημείωση στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας)

Το παρόν κείμενο δεν αντιστοιχούσε, θα μπορούσε να πει κανείς, στην προβληματική του αφιερώματος. Ωστόσο, αν και δεν ασχολείται με τις επιδράσεις της πτώσης του τείχους στη λογοτεχνία και στην πρόσληψη της ιστορίας, εστιάζει σε μια άλλη στιγμή μετάβασης στην ιστορία, θεωρημένης από ένα κορυφαίο λογοτέχνη. Της μετάβασης από τον παλιό μεσαιωνικό κόσμο και τη φεουδαρχία στην νεώτερη ιστορία. Η αντιστοιχία της με την παρούσα ιστορική στιγμή δεν είναι βέβαια προφανής αλλά η ιδέα της μετάβασης και του τέλους εποχής είναι σ’ ένα βαθμό κοινές.

Συχνά οι άνθρωποι οι οποίοι έζησαν στο τέλος μιας εποχής, την αφηγήθηκαν, τη στοχάστηκαν και τη θεωρητικοποίησαν, ώστε να μας δώσουν τη σχετική άποψή τους επεξεργασμένη. Έτσι γίνονται διπλά μάρτυρες. Τόσο της εποχής τους, γενικώς, όσο και του τρόπου που αυτή καταλάβαινε την ιστορία της. Κάποτε είναι και μάρτυρες εξαιρετικής αξίας για το ίδιο το αντικείμενο επειδή, έχοντας ζήσει κοντά στα γεγονότα τα οποία αφηγούνται, στοχάζονται ή θεωρητικοποιούν, μας μεταφέρουν προσλήψεις που ίσως μας διαφεύγουν. Οι διαφωτιστές ζούσαν το τέλος μιας μακράς περιόδου που είτε την ονομάσουμε Φεουδαρχία, είτε Μεσαίωνα και Παλαιό Καθεστώς (όροι που όλοι τους αποκρύπτουν, σχεδόν σκόπιμα, ένα μέρος της πραγματικότητας), κυρίως διακρίθηκε από μια θεμελιώδη κοινωνική σχέση ηγεμονίας. Ηγεμονία την οποία ασκούσαν οι άρχοντες πάνω στη γη και τους ανθρώπους, ταυτόχρονα, και η οποία τους εξασφάλιζε την παραγωγή της γαιοπροσόδου. Κεντρική θέση σ’ αυτή την περίοδο είχε η Εκκλησία που αφενός κατείχε πολλές γαίες με τους ανθρώπους τους, και αφετέρου συμμετείχε με πολλούς τρόπους στον μηχανισμό καθήλωσης των ανθρώπων στην καλλιεργούμενη γη. Οι διαφωτιστές στοχάστηκαν πρώτοι με νέους όρους, κυρίως με πολιτικούς και κοινωνικούς, το τέλος αυτής της εποχής, όταν πια το κοινωνικό σύστημα που κυριαρχούσε ως τότε άρχισε να αλλάζει και να αντικαθίσταται, οριστικά, από μια νέα λογική που θα το παρέσυρε προς το τέλος του. Το σύστημα καταδικάστηκε συλλήβδην εκ μέρους τους (για τη διακυβέρνησή του, την οικονομία του και τη δικαιοσύνη του) ως αναχρονιστικό, και μετά απ’αυτούς, καταργήθηκε από τη Γαλλική Επανάσταση.

Το είχαν επίσης στοχαστεί από τα τέλη του 16ου αιώνα οι νομομαθείς, με νομικούς όρους, οι οποίοι και πρώτοι εισήγαγαν την έννοια “φεουδαρχία” η οποία είχε τούτο το χαρακτηριστικό, να διαχωρίζει μεταξύ εμπραγμάτου δικαίου (ιδιοκτησία) και προσωπικού δικαίου (φεουδαρχικά δικαιώματα). Ιδεολογικός, κατ’ ουσίαν, διαχωρισμός που βέβαια χρησιμοποιήθηκε αργότερα, ακόμα και μετά το 1789, υπέρ των κυρίων της γης (ονομάστηκαν ιδιοκτήτες), όταν τέθηκαν θέματα διαμελισμών και δημεύσεων της φεουδαρχικής περιουσίας.

Η περίοδος θα γνωρίσει, εννοείται, και άλλες θεωρητικοποιήσεις καθώς και ιδεολογικές ή ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, περνώντας από τον μαρξισμό και την ειδική θέση που επεφύλαξε στον φεουδαλισμό (η έννοια αυτή αντίθετα με τη φεουδαρχία έχει κυρίως οικονομική συνδήλωση) ως ενδιαμέσου σταδίου μεταξύ δουλοκτησίας και καπιταλισμού, καθώς και από τις διάφορες ιστοριογραφικές σχολές που κυρίως το περιέγραψαν, περισσότερο από όσο το ανέλυσαν, για να μας δώσουν την εικόνα ενός συνόλου μεγάλης ποικιλίας ετερογενών, διασκορπισμένων και συχνά μάλλον δυσπροσδιόριστων “δικαιωμάτων” και “κτήσεων” επί της γης, επί των ανθρώπων, επί των μέσων παραγωγής και επί της διακίνησης των αγαθών.

Στο σημείωμα αυτό θα σταθούμε στον τρόπο που προσέλαβε και απέδωσε το σύστημα ένας λογοτέχνης, ο Αλέξανδρος Μαντζόνι (Alessandro Manzoni), επειδή ακριβώς η ζωή του βρέθηκε ανάμεσα στον παλαιό κόσμο και τον νέο· μεταξύ της κατάργησης του πρώτου και του δύσκολου προσδιορισμού του δεύτερου. Έζησε, από κοντά μάλιστα, τόσο τους διαφωτιστές όσο και τις αλλαγές που συμπαρέσυρε η “Μεγάλη Επανάσταση”· τα κενά που άφησε και τις νέες δυσκολίες που ανέκυψαν. Έζησε μεταξύ των διαφωτιστών που θέλησαν να δουν τον Παλαιό Κόσμο ν’ αλλάζει και των ρομαντικών που αναστοχάστηκαν, συντηρητικότερα, τις αλλαγές που προκάλεσε η Επανάσταση.

Γεννήθηκε το 1785. Ήταν εγγονός από την μητέρα του, την Τζούλια, του μαρκησίου Καίσαρα Μπεκαρία (Cesare Beccaria), του κυριότερου ίσως Ιταλού διαφωτιστή, στοχαστή του δικαίου και συγγραφέα της πραγματείας περί Αδικημάτων και Ποινών (Dei Delitti e delle Penne), του τόσο σημαντικού έργου για την κατανόηση της Δικαιοσύνης του Παλαιού Κόσμου. Ήταν φυσικός γιος του Τζιοβάνι Βέρι (Giovanni Verri), αδελφού τού Πιέτρο, ενός επίσης σημαντικού εκπροσώπου του “Λομβαρδικού Διαφωτισμού”.

Ο Μαντζόνι, αναλύοντας τις πηγές που διέθετε για την ιστορία του Μιλάνου του 17ου αιώνα, φτάνει στα δικά του συμπεράσματα για τα οποία γράφει, χαρακτηριστικά, στον Φοριέλ: «Πρόκειται για μια κοινωνική κατάσταση απολύτως εκτός κανονικότητας. Η πιο αυθαίρετη εξουσία συνδυασμένη με τη φεουδαρχική και τη λαϊκή αναρχία· η νομοθεσία τρομερή, κατά τις διατάξεις της και κατά τα συμφραζόμενά της· η άγνοια, βαθιά, άγρια και υπεροπτική· οι κοινωνικές ομάδες με αντικρουόμενα συμφέροντα και κανόνες».

Στον αναγνώστη, ο οποίος θα ήθελε να μάθει τι κερδίζει η ιστορική γνώση από αυτό το μυθιστόρημα, απομένει να προχωρήσει στην ιστορική του ανάλυση.

***

Η κεντρική ιστορία των Αρραβωνιασμένων είναι απλή. Βρισκόμαστε στο φθινόπωρο του 1628. Ο Ρέντζο και η Λουκία, δυο νέοι υφαντές μεταξιού, καταγόμενοι από μια κωμόπολη, το Λέκκο, στις όχθες της λίμνης του Κόμο, της δικαιοδοσίας της πόλης του Μιλάνου, η οποία ήταν τότε υπό ισπανική κυριαρχία, σκοπεύουν να παντρευτούν. Η Λουκία, ωστόσο, μερικές μέρες πριν από τον γάμο, γίνεται, εν αγνοία της, αντικείμενο του πόθου ενός τοπικού άρχοντα, του Ντον Ροντρίγκο ο οποίος μηχανεύεται έναν τρόπο να εμποδίσει τον γάμο. Η απλή αυτή ιστορία, αρκεί για να μας ανοίξει ένα παράθυρο στο κοινωνικό βάθος της περιοχής.

Οι δυο μελλόνυμφοι δουλεύουν με παραγγελίες. Δεν είναι χωρικοί με τη στενή έννοια. Δεν είναι δεμένοι, δηλαδή, με τη γη που καλλιεργούν. Οι δικαιοδοσίες, άρα, του άρχοντα επί του γάμου τους, είναι ανυπόστατες αφού το μυστήριο ανήκει στη σφαίρα των εξουσιών της Εκκλησίας και εξαρτάται από τη βούληση των συμβαλλομένων. Γεγονός το οποίο θα ήταν διαφορετικό, αν οι ήσαν καλλιεργητές των κτημάτων του. Τα φεουδαλικά συνήθεια θα του έδιναν, σ’ αυτήν την περίπτωση, ορισμένα δικαιώματα, όπως αυτό της, έστω συμβολικής, εξαγοράς της συγκατάθεσής του. Θα έδιναν, όμως, και δικαιώματα στους χωρικούς οι οποίοι, από προηγούμενους αιώνες, είχαν επιτύχει την κωδικοποιημένη καταγραφή των υποχρεώσεών τους. Η κωμόπολη στην οποία κατοικούν οι μελλόνυμφοι δεν εμπίπτει στη φεουδαλική δικαιοδοσία του, ή, τουλάχιστον, δεν εμπίπτει ως προς το σύνολό της, παρά το γεγονός ότι ο αρχοντικός πύργος και ο γύρω του οικισμός βρίσκονται κοντά της. Ωστόσο ο άρχοντας, κατά την κοινωνική πραγματικότητα, διέθετε τα μέσα ώστε να παρέμβει και να καθυστερήσει τον γάμο, με την ελπίδα ότι θα έβρισκε, στη συνέχεια, έναν τρόπο να απαγάγει -η λεία και, άρα, η δια της βίας απαγωγή ήταν ένα χαρακτηριστικό των ισχυρών οικογενειών του παλαιού κόσμου- και να χρησιμοποιήσει τη μέλλουσα νύφη. Ο άρχοντας δεν είχε, νομικά, κανένα δικαίωμα να απαγορεύσει έναν γάμο ελεύθερα αποφασισμένο, και ακόμα λιγότερο, να χρησιμοποιήσει μπράβους για να απειλήσει τον εφημέριο. Η νομοθεσία της περιοχής, διαμορφωμένη από την ισπανική διοίκηση του Μιλάνου, ήταν σαφής: «Πάντες…είναι υποχρεωμένοι να εμποδίζουσι μπράβους και αλήτας…οι οποίοι όντες αλλοδαποί ή εντόπιοι, ουδέν επάγγελμα έχουσιν ή έχοντες δεν εξασκούσιν αυτό…συντηρούνται υπό τινος ιππότου ή ευγενούς, αξιωματούχου ή εμπόρου…δια να τον υποστηρίζουσιν και τον ευνοώσι…1 Παρά τις αυστηρές ποινές που προβλέπονταν, το διάταγμα δεν έτυχε της αναμενόμενης εφαρμογής και εκδόθηκε νέο και αυστηρότερο το επόμενο έτος.

Η επανάληψη της έκδοσης των διαταγμάτων, όλως αναποτελεσματικών ως προς την ισχύ τους, υπενθυμίζει τη μεγάλη διάσταση που υπήρχε μεταξύ του κράτους, της νομοθεσίας του και της κοινωνικής πραγματικότητας.

Ο μελλόνυμφος Ρέντζο, προσφεύγει στη βοήθεια ενός δικηγόρου, του δόκτορα Ατζέκα Γκαρμπούλι όπως τον αποκαλούσαν οι κάτοικοι της κωμόπολης, ένα προσωνύμιο που στα ελληνικά θα μεταφραζόταν ως “στρεψοδίκης”. Όταν αντιλαμβάνεται το ακριβές περιεχόμενο της υπόθεσής του, αρνείται να τον αναλάβει.

Ο Ρέντζο θα μπορούσε να απευθυνθεί στη συνέχεια στον Τοποτηρητή της κεντρικής διοίκησης, τον Podestà· αυτόν, ακριβώς, που ήταν επιφορτισμένος με την τήρηση των διαταγμάτων. Δεν το κάνει. Είναι η απόσταση που τους χωρίζει, ψυχολογικά, μεγάλη; Το βέβαιο είναι ότι αποφεύγει να απευθυνθεί στον Τοποτηρητή, ο οποίος, άλλωστε, είναι τακτικός συνδαιτυμόνας του άρχοντα Δον Ροντρίγκο, προς τον οποίο αισθάνεται ταξικά και πολιτιστικά αλληλέγγυος.

Ο Ρέντζο θα μπορούσε να απευθυνθεί στον προεστό της κωμόπολης, υπεύθυνο, κατά τα συνήθεια, να αναφέρει στον Τοποτηρητή, τα ασυνήθιστα συμβάντα ή τις εγκληματικές ενέργειες που ενέπιπταν στην αρμοδιότητα της κρατικής δικαιοσύνης. Δεν το κάνει. Είχε, ίσως, κάθε λόγο να φοβάται ότι ο προεστός, ένας χωρικός εγκεκριμένος από τον τοποτηρητή ή τον άρχοντα, ανάλογα με τα κατά τόπους συνήθεια, θα υπέκυπτε στις απειλές, όπως και ο εφημέριος, και θα τηρούσε απόλυτη εχεμύθεια.

Άλλος κοσμικός άρχοντας δεν φαίνεται να έχει δικαιοδοσίες στην περιοχή της κωμόπολης. Δεν έμενε, στον φοβισμένο Ρέντζο, παρά η Εκκλησία. Απούσα στο πρόσωπο του εφημέριου, όπως είδαμε, παρούσα πάντως, μέσω ενός μοναστικού ιδρύματος αδελφών Καπουτσίνων, στην περιοχή. Με τη στάση τους, χωρίς να εμφανίζουν τον εξαιρετικό κομφορμισμό του δειλού εφημερίου, αποφεύγουν, επίσης, τη σύγκρουση με τις αρχοντικές εξουσίες. Άλλωστε και αυτές το ανταπέδιδαν, με έναν σχετικό σεβασμό. Ωστόσο το ίδρυμά τους, όπως και γενικότερα τα ιδρύματά τους, αντιπροσωπεύουν το άσυλο του οποίου έχαιραν, από αιώνες, η Εκκλησία και οι ναοί της. Ήταν στην διακριτική ευχέρεια τους να σώσουν ή να παραδώσουν όποιον προσέφευγε σ’ αυτούς, ακόμα και εγκληματία, εκλιπαρώντας την προστασία τους. Ένα υψηλό προνόμιο· ένα δικαίωμα που εκτιμούσε ιδιαίτερα ο λαός (δηλαδή οι πιστοί), το οποίο συμμερίζονταν και οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι και δύσκολα μπορούσαν να το παραβιάσουν, ακόμα και κάτω από αφόρητη πίεση, χωρίς να χάσουν την αυτοεκτίμησή τους. Οι εκκλησιαστικοί αντιπροσώπευαν, χάρη σ’ αυτό το προνόμιο τους, χάρη στον πλούτο των ιδρυμάτων τους και το πνευματικό τους βάρος, μια δύναμη πολιτική, αφού το δικαίωμά τους να παρέχουν άσυλο, δηλαδή προστασία (κατ’ εξαίρεση μάλιστα στους κανόνες απονομής δικαιοσύνης) τους κατέτασσε μεταξύ των ηγετικών κοινωνικών ομάδων. Ο Ρέντζο, η Λουκία και η μητέρα της, καταφεύγουν σ’ αυτούς, και σε εκείνον ανάμεσά τους, ο οποίος φαίνεται να είχε την υψηλότερη αίσθηση της μοναστικής του ιδιότητας. Τον πατέρα Χριστόφορο. Τα πράγματα δεν είναι, όμως, εύκολα ούτε γι’ αυτόν. Κοσμικές και εκκλησιαστικές εξουσίες είναι συνδεδεμένες· οι άνθρωποί τους συνδέονται μεταξύ τους. Είναι συγγενείς, δωρητές, υποστηρικτές. Τολμά, ωστόσο, να πάει να αντιμετωπίσει καταπρόσωπο τον άρχοντα και να του ζητήσει να μην προχωρήσει στη σχεδιαζόμενη ασέλγεια. Η συζήτησή τους είναι εξαιρετικά δύσκολη. Έχουν και οι δυο υψηλή εκτίμηση της τάξης που αντιπροσωπεύουν, της αρχοντικής ο ένας, της εκκλησιαστικής ο άλλος, και γνωρίζουν ότι μια υποχώρηση εκ μέρους τους θα ισοδυναμούσε με ταπείνωση:

Η συζήτηση κατέληξε άσχημα. Δεν έμενε στον καλόγερο που παρείχε την προστασία του παρά να εξασφαλίσει, χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του, μια αξιοπρεπή διαφυγή στους προστατευόμενούς του, έως ότου βρεθεί μια καλύτερη λύση. Στον άρχοντα, πάλι, δεν έμενε παρά να εξουδετερώσει τον καλόγερο χρησιμοποιώντας κι αυτός τις γνωριμίες του, σε υψηλότερο από το τοπικό επίπεδο.

Αναλύοντας τα παραπάνω, θα αναγνωρίσουμε μια διάσπαρτη εξουσία την οποία, σε τοπικό επίπεδο, διαθέτει ο άρχοντας, και που δύσκολα θα μπορούσε να εκφράσει κάποια από τις λατινικές λέξεις που είχαν κληρονομήσει, από το ρωμαϊκό δίκαιο, οι νομικοί. Η λατινική λέξη manus, που βέβαια σημαίνει τη δύναμη, δεν περιέχει την ψυχολογική διάσταση από την οποία επωφελείται ο άρχοντας. Ούτε πρόκειται, μόνο, για τη δυνατότητα του άρχοντα να ασκεί έλεγχο -έναν ηθικό κυρίως έλεγχο- στην περιοχή του (auctoritas). Ούτε για την “πραγματική”, την οικονομική δύναμή του (potestas). Ούτε για την εξουσία να καταδιώκει και να τιμωρεί (districtum). Ούτε πρόκειται, μόνο, για την εξουσία του πολέμου (imperium), την οποία ασκεί συντηρώντας οπλισμένους μπράβους. Η εξουσία του συγκεντρώνει όλες τις παραπάνω πλευρές. Η μόνη διάσταση της εξουσίας που του διαφεύγει είναι αυτή της Τύχης (fortuna) η οποία, άλλωστε, θα δώσει και την τελική λύση στην ιστορία του Μαντζόνι. Διάσταση που, τόσο κατά τους νομικούς όσο και κατά την κοινή νοοτροπία, ήταν της δικαιοδοσίας του Θεού.

Σε κανονικές συνθήκες, ο άρχοντας ασκεί την εξουσία του συγκεντρώνοντας όλες τις παραπάνω αποχρώσεις αυτής της έννοιας, για τις οποίες δεν διαθέτουμε κατάλληλη λέξη, εκτός ίσως από την παλιά φραγκική λέξη bannum. Την ασκεί μέσω της φορολογίας, του πολέμου, της άσκησης δικαιοσύνης, στο όνομα της τάξης και του δημοσίου συμφέροντος. Στην εποχή στην οποία αναφερόμαστε, η ύπαρξη ενός ανώτερου επιπέδου διοίκησης, της κρατικής, περιορίζει κατά πολύ τη δική του εξουσία, όχι όμως απόλυτα. Πολύ περισσότερο που, εκτός από τη συμβολική της σημασία, η ίδια η κρατική διοίκηση υπόκειται στην συγκατάθεση των αρχοντικών δυνάμεων, οι οποίες και τη στηρίζουν και τη συμπληρώνουν. Η συνύπαρξη των δύο επιπέδων εξουσίας, της αρχοντικής και της κρατικής, δεν οδηγεί σε συγκρούσεις αλλά προϋποθέτει τη διαρκή διαπραγμάτευση των αμοιβαίων ορίων. Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν η θέσπιση ασυλιών, εξαιρέσεων, ειδικών προνομιών, τα οποία κατέληγαν να σχηματίζουν ακόμα περισσότερα φράγματα μεταξύ του “κράτους” και των ιδιωτικών δυνάμεων. Επιτρέπει μάλιστα την ονομαζόμενη “ιδιωτική δικαιοσύνη”, δηλαδή τη δυνατότητα άσκησης της εξουσίας όπως την περιγράψαμε παραπάνω, με ελάχιστα περιθώρια παρέμβασης του κράτους.

Η εκκλησιαστική εξουσία συνδιαλέγεται, διαπραγματεύεται, καταδικάζει αλλά και συμμετέχει στη συνοχή των ηγεμονικών ομάδων, απέναντι στις οποίες παρουσιάζει, ωστόσο, την αδυναμία του αόπλου. Αδυναμία στην οποία το δικό της δικαίωμα του ασύλου δεν επαρκεί πάντα.

Η εικόνα την οποία “κατασκευάζει” ο Μαντζόνι για το παλαιό καθεστώς είναι μεγάλης αξίας, αφού, ως κοντινός παρατηρητής του, αναδεικνύει τον τρόπο κατά τον οποίο οι διάφορες ομάδες επιτυγχάνουν την ισορροπία της κοινωνίας τους, μέσα από τη διαρκή σύγκρουσή τους. Όπως και η ανάλυσή του της λειτουργίας του κράτους, το οποίο περιορίζει σ’ έναν διακριτικά ρυθμιστικό ρόλο αντικρουόμενων δυνάμεων και, πάντως, θεωρεί ως μέρος του συστήματος ηγεμόνευσης.

Το κείμενο αποτελεί περίληψη ενός εκτενέστερου που δημοσιεύθηκε σε δυο συνέχειες στο περιοδικό Νέα Εστία, 156, (τεύχη 1771-1772) Οκτώβριος – Νοέμβριος 2004.

1 Το απόσπασμα είναι από τη μετάφραση του Δημητρίου Αργυρίου στις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, Αθήνα, 1990.


































Ένα περιστατικό

Του Κώστα Βούλγαρη

Ένα χαρακτηριστικό των ημερών, το οποίο απογράφεται στις σελίδες των εφημερίδων, είναι η διαχείριση της ιστορίας, εκ μέρους λογοτεχνών, δημοσιογράφων, αλλά και ιστορικών, με βάση τη συγκυρία. Ιδίως της πρόσφατης ιστορίας, της δεκαετίας του 1940. Όχι με τον τρόπο που κάθε εποχή διαβάζει μια προηγούμενη, ζητώντας απαντήσεις σε δικά της ερωτήματα, αλλά ως αναλώσιμο υλικό, σε ένα ρευστό, σχετικοποιημένο και αγχωτικό τοπίο, με τη σπουδή να καλυφθούν τρέχουσες και κάθε φορά διαφορετικές ανάγκες. Μέσα σε αυτό το κλίμα προβάλλει έντονα και η αναζήτηση ρόλων εκ του ασφαλούς, δηλαδή μέσα από πλέγματα σχέσεων και παντοειδών αντιθέσεων, χωρίς να βασίζονται ή έστω να καταλήγουν σε απόψεις, σε σχήματα, εν τέλει σε κείμενα. Η αναπαραγωγή στερεοτύπων, οι ρητορικές κορώνες και οι συνδικαλιστικοί χειρισμοί είναι ο κανόνας. Όχι ο λόγος και το έργο. Διαπίστωση που προκύπτει, κατά τη γνώμη μου αρκετά καθαρά, και από την πολύμηνη συζήτηση στα Νέα περί του ελληνικού εμφυλίου και της αναθεώρησής του (οι εξαιρέσεις δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα, ούτε φυσικά έδωσαν τον τόνο).

Αναμενόμενα όλα αυτά, δεκαπέντε χρόνια μετά την πτώση του τείχους; Μετά τις τόσες πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις, που συνεχίζονται με γρήγορους ρυθμούς; Δεν ξέρω. Πάντως, στο πεδίο της δημοσιότητας, που πια σε πολύ μεγάλο βαθμό οργανώνει και τα υπόλοιπα, δεσπόζουσα συνθήκη είναι η προσαρμοστικότητα. Η οποία, με τη σειρά της, μάλλον είναι άμεσο προϊόν και κατάλοιπο της πασοκικής εικοσαετίας, διαρκής ιδεολογική παρακαταθήκη της, όπως υποστηρίζουν κάποιοι.

Και η αριστερά; Η ιστορική ιδεολογική και πολιτική ήττα της, έχει ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη αδυναμία των λόγιων χώρων της να υπερβούν πάγιες ή τρέχουσες συσσωματώσεις, αγκυλώσεις και ισορροπίες, και να παρέμβουν ουσιαστικά στις συζητήσεις του παρόντος, εν τέλει στο ιδεολογικό γίγνεσθαι. Δηλαδή να δημιουργήσουν κανόνες, όπου θα επανεγγραφούν οι αντιθέσεις, ώστε να προβάλλουν διακριτές ιδεολογικές ταυτότητες, παρ’ ότι κανείς δεν πιστεύει ότι πια μπορούν να έχουν την παλιά συνεκτικότητα (και καλώς).

Δεν εννοώ, βέβαια, πως οι αριστεροί διανοούμενοι έχουν παραδοθεί, και μάλιστα άνευ μάχης. Όμως επί του προκειμένου, δηλαδή στην όλη συζήτηση για τον ελληνικό εμφύλιο, οι πολυπληθείς βολές ήδη δημιουργούν ένα κλίμα ιδεολογικής τρομοκρατίας, δια της επίκλησης των φαντασμάτων που υποτίθεται πως περιέχει ο όποιος εξ αριστερών λόγος, του παρόντος ή και του μέλλοντος, ώστε φθάσαμε στο σημείο να επανεισάγονται οι πιο βίαιες και σχηματικές αντιλήψεις, εμφυλιοπολεμικής προελεύσεως και αισθητικής, τώρα κραδαίνοντας τις σημαίες της επιστημονικής αυθεντίας ή τού “δημοσιογραφικού πολιτισμού”.

Αναζητώντας τις αιτίες, θα πρέπει να ενσκύψουμε και στα καθ’ ημάς. Νομίζω πως πια είναι προφανές, ότι η διάχυση της αριστερής, για την ακρίβεια της ανανεωτικής κουλτούρας των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης στο κοινωνικό σώμα, δεν συνοδεύτηκε με οργανικές συνάψεις, δεν δημιούργησε ένα σαφές ρεύμα σκέψης, ένα πολιτιστικό πρόταγμα, μια νέα λαϊκότητα. Με αποτέλεσμα τώρα, που ο άνεμος των καιρών κινείται αντίθετα, οι απόηχοι αυτής της κουλτούρας να επιστρέφονται ως ακατέργαστη ιδεολογία των ανελθόντων μεσοστρωμάτων. Ως σύμφυρμα μεταλλαγμένων και βολικά “αντιδογματικών” επιχειρημάτων, απέναντι στην ίδια την αριστερά. Όχι ως έλεγχος και κριτική των στρεβλώσεων του ορθού λόγου, ούτε ως διαρκής αποδόμηση και ανασύνθεσή του, αλλά ως δαιμονοποίησή του. Γιατί η ιδεολογία του “νέου κοινωνικού κέντρου” δεν εμπεδώνεται χωρίς αντίπαλο, πραγματικό ή φαντασιακό...

Όμως η συγγραφή και η διαχείριση της ιστορίας εμπίπτει στη σφαίρα της ιστορικής επιστήμης, ενώ η συστηματική μελέτη και αξιολόγηση των πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων αφορά άλλες ειδικότητες. Περιορίζομαι λοιπόν στον οικείο μου χώρο, και από την όποια ενασχόλησή μου με τον εμφύλιο και τις αναθεωρήσεις του κρατάω ένα μόνο περιστατικό.

Προσφάτως, εξέδωσα το αφηγηματικό δοκίμιο Η Παρτίδα. Ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας (εκδόσεις Βιβλιόραμα), ως απάντηση στην Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού. Εκεί κατέγραψα, με τους όρους και τα μέσα της λογοτεχνικής αφήγησης, τη μαρτυρία ενός συμπαθέστατου και καλλιεργημένου γέροντα, που μαζί με τη γυναίκα του είναι πια οι μοναδικοί κάτοικοι του χωριού Ρούβαλη-Νέα Χώρα. Συντοπίτης δηλαδή του Θανάση Βαλτινού ο συνομιλητής μου, όμως υπήρξε και κρατούμενος σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μάλιστα η στιγμή της σύλληψής του έχει περάσει και στις σελίδες της Ορθοκωστάς. Ο γέροντας λοιπόν μου δήλωσε πως, αφ’ ότου διάβασε την Ορθοκωστά, και ακολουθώντας μια παλιά συνήθεια, έκοψε την καλημέρα στον Θανάση Βαλτινό (Η παρτίδα, σ. 79).

Το περιστατικό δεν δηλώνει το αδύνατο κάθε σχετικού διαλόγου, ούτε επανεισάγει ενοχές, δια της προκλητικής ή υπόρρητης επίκλησης του δέους του «επιζώντος». Αυτή η κίνηση-λόγος του γέροντα, δηλαδή η προκείμενη αφήγηση αυτού του σύγχρονού μας προσώπου, με τη σαφήνειά της, αν θέλετε με το μεγαλείο της, υποδεικνύει και φωτίζει μια πραγματική αφετηρία της συζήτησης, περί του ’89 και των επακόλουθων. Μιας συζήτησης που μόλις τώρα ανοίγει και φυσικά αφορά το παρόν -όπως και το μέλλον.


Σημείωση

Το κείμενο αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μία επιστολή και μία δήλωση, που δημοσιεύθηκαν στις σελίδες των “Αναγνώσεων” της Αυγής στις 16/1/2002:

Αγαπητέ κύριε Κάρη,

σε περισπούδαστο άρθρο του στην Κυριακάτικη Αυγή της 28ης Νοεμβρίου, ο συνεργάτης σας κ. Κ. Βούλγαρης, συσχετίζοντας Φάντη με ρετσινόλαδο, παραθέτει τα εξής:

«Προσφάτως εξέδωσα το αφηγηματικό δοκίμιο Η Παρτίδα. Ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας, ως απάντηση στην Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού. Εκεί κατέγραψα, με τους όρους και τα μέσα της λογοτεχνικής αφήγησης, την μαρτυρία ενός συμπαθέστατου και καλλιεργημένου γέροντα, που μαζί με τη γυναίκα του είναι πια μοναδικοί κάτοικοι του χωριού Ρούβαλι-Νέα Χώρα. Συντοπίτης δηλαδή του Θανάση Βαλτινού ο συνομιλητής μου, όμως υπήρξε και κρατούμενος σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μάλιστα η στιγμή της σύλληψής του έχει περάσει και στις σελίδες της Ορθοκωστάς. Ο γέροντας λοιπόν μου δήλωσε πως, αφ' ότου διάβασε την Ορθοκωστά, και ακολουθώντας μια παλιά συνήθεια, έκοψε την καλημέρα στον Θανάση Βαλτινό».

Θα περιοριστώ στο πραγματολογικό υλικό: στον τόπο μου γνωρίζω μερικά συμπαθέστατα γερόντια. Συμπαθέστατο καλλιεργημένο γέροντα, μοναδικό μάλιστα κάτοικο του χωριού Ρούβαλι -που σημειωτέον δεν είναι το χωριό μου-, δεν γνωρίζω κανέναν. Και πάντως κανέναν που να μου έχει κόψει την καλημέρα.

Κατά τον τρόπο που δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, δεν μπορείς επίσης να κόψεις κάτι που δεν υπάρχει. Επειδή η εν λόγω "κατασκευή" έχει σαφώς δυσφημιστικό χαρακτήρα, παρακαλώ θερμά η επιστολή μου αυτή να δημοσιευτεί στις "Αναγνώσεις".

Φιλικά
Θανάσης Βαλτινός

ΥΓ.:
1.Εσωκλείω φωτοαντίγραφο του εν λόγω άρθρου.

2. Η σχετικά αργοπορημένη παρέμβασή μου οφείλεται σε, εξ αντικειμενικών λόγων -προσωρινών, ελπίζω- δυσκολία ενημέρωσης.

*

Ονομάζομαι Κυριάκος Λέγγουρδας. Μαζί με τη γυναίκα μου Μεταξία είμαστε πια σχεδόν οι μοναδικοί μόνιμοι κάτοικοι του χωριού Ρούβαλη-Νέα χώρα, το οποίο απέχει 1 Km από του Καράτουλα, δηλαδή το χωριό του Θανάση Βαλτινού.

Υπήρξα κρατούμενος σε γερμανικό στρατόπεδο. Μάλιστα, η στιγμή της σύλληψής μου αναφέρεται στη σελίδα 262 της Ορθοκωστάς (εκδόσεις Άγρα), όπου και κατονομάζομαι. Αφ' ότου διάβασα το βιβλίο, έκοψα την καλημέρα στον Βαλτινό, όπως σωστά αναφέρει ο Κώστας Βούλγαρης.

Μετά τιμής

Κυριάκος Λέγγουρδας

Επίσης, στο φύλλο της Κυριακής, 23/2/2005, υπήρξε η ακόλουθη συνέχεια:

15 Φεβρουαρίου 2005

Αγαπητέ κύριε Κάρη,

γελάω συχνά με ιστορίες ψευδομαρτύρων, στο παλαιό Ειρηνοδικείο Τανίας και Δολιανών. Είχαν δημιουργήσει παράδοση. Για μισή οκά κρασί.

Την παράδοση αυτή αναβιώνουν ο “κριτικός λογοτεχνίας” κ. Κώστας Βούλγαρης με το «αφηγηματικό δοκίμιό» του και ο «συμπαθέστατος καλλιεργημένος γέροντας» κ. Κυριάκος Λέγγουρδας, με την δήλωσή του στην Αυγή της 16.1.05, ότι μου έχει κόψει την καλημέρα. Για να το πω απερίφραστα: ψεύδονται και οι δύο, εν επιγνώσει.

Όχι μόνον στη σελίδα 262 που αναφέρουν – πουθενά στην Ορθοκωστά δεν γίνεται ο παραμικρός έστω υπαινιγμός, για τη στιγμή σύλληψης από τους Γερμανούς οποιουδήποτε Κυριάκου Λέγγουρδα. Πρόκειται για υπολογισμένη ανακρίβεια. Το όνομα τούτο χρησιμοποιείται εκεί ως επουσιώδες συγγραφικό βούλωμα. Θα μπορούσε να έχει υποκατασταθεί από κάποιο άλλο ή να έχει λείψει εντελώς, χωρίς να διαταραχθεί στο ελάχιστο το δραματικό φορτίο της αφήγησης.

Με την ευκαιρία: τον κ. Κυριάκο Λέγγουρδα έχω να τον δω παραπάνω από δεκαπέντε χρόνια. Τον θεωρούσα πεθαμένον. Χαίρομαι που, έστω και με αυτόν τον θλιβερό τρόπο, μαθαίνω ότι ακόμα ζει.

Είμαι βέβαιος ότι και η παρούσα επιστολή θα δημοσιευθεί στις “Αναγνώσεις”.

Φιλικά

Θανάσης Βαλτινός

Υ.Γ. 1: Εσωκλείω αντίγραφο της σελ. 262, έκδοση Άγρας.

2: Η κατ’ ανάγκη συμμετοχή μου σ’ αυτό το λογοτεχνικό πρωινάδικο σταματάει εδώ. Για τα ποινικά χαρακτηριστικά του, ωστόσο, επιφυλάσσομαι.

*

Μιας και ο Θανάσης Βαλτινός κάνει λόγο για γλαφυρές ιστορίες της περιοχής Τανίας και Δολιανών, παραθέτω μία, νομίζω πολλαπλώς ενδιαφέρουσα και δηλωτική, του πόνου των ανθρώπων και των πραγμάτων, που θα έλεγε και ο συμπατριώτης μας Κ.Γ.Καρυωτάκης. Περιλαμβάνεται στο προαναφερθέν βιβλίο μου, δηλαδή στο αφηγηματικό δοκίμιο Η παρτίδα. Ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας (εκδόσεις Βιβλιόραμα):

«Υπάρχει κι ένα ανέκδοτο, χαρακτηριστικό μιας από τις νοοτροπίες της περιοχής, με ήρωα έναν φουκαρά που είχε το τοπικό πρακτορείο των εφημερίδων: δίνοντας μια μέρα στην αστυνομία την τακτική του αναφορά, σημείωσε και την πληροφορία ότι κάποιος κάτοικος αγόραζε την Αυγή. Έτσι, στην επόμενη κλήση του στο Τμήμα Χωροφυλακής, δια υπόθεσίν του, ο προοδευτικός κάτοικος βρέθηκε επιβαρυμένος και με αυτό το επιπλέον στοιχείο.

-Συγγνώμη κύριε Ενωματάρχα, αλλά δεν έρχεται η Αυγή στο πρακτορείο, απάντησε έκπληκτος.

-Δεν έρχεται; Ξαναρώτησε, επίσης έκπληκτος ο ενωματάρχης.

-Όχι, δεν έρχεται.

-Είσαι σίγουρος; Αλλά μάλλον θα είσαι. Αυτό δεν μπορώ να το αμφισβητήσω. Πάντως, θα το ελέγξω.

Το έλεγξε λοιπόν ο ενωματάρχης κι έκανε αυστηρές συστάσεις στον εφημεριδοπώλη:

-Από δω και πέρα οι πληροφορίες που δίνεις θα είναι ακριβείς. Κατάλαβες; Ακριβείς. Δεν θα με εκθέτεις εμένα. Αλλιώς θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί» (σελ. 102).

Πέραν αυτών όμως, νομίζω πως θα πρέπει, με κάποιο τρόπο, να προφυλαχθεί ο Θανάσης Βαλτινός, από την προφανή πια εμμονή του να αποκαθηλώσει το ίδιο το έργο του.

Γιατί το συγγραφικό corpus του Βαλτινού παραμένει, και συνεχίζει να αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας, παρά το έκδηλο πολιτικό φορτίο του ή τις φθορές που εκ των υστέρων τού επιφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας.

Κώστας Βούλγαρης








Ποιος θυμάται τον Μιχαήλ Σόλοχοφ;

Της Ευγενίας ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ

Το ερώτημα ετέθη από τον Δημήτρη Γκιώνη, “Ποιος θυμάται τον Μ. Σόλοχοφ; Πού βρίσκεται άραγε -πιο σωστά, τι παράγει- η ρώσικη λογοτεχνία μετά την κατάρευση του σοσιαλισμού;” (Ελευθεροτυπία, 20/11/2004). Ερώτημα ενδεικτικό της άποψης ενός δυτικού για το πρόσωπο του Σόλοχοφ, μα και για τα τεκταινόμενα στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Θα έλεγα ότι πιο σωστή θα ήταν η ερώτηση, πώς θυμούνται τον Μιχαήλ Σόλοχοφ, στην πατρίδα του και στο εξωτερικό, 20 χρόνια μετά τον θάνατό του και 15 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Γιατί στη Ρωσία έχουν πάψει προ πολλού να παρουσιάζουν τον Μιχαήλ Σόλοχοφ ως τον μόνο σοβιετικό συγγραφέα που ήταν «ακραιφνής κομμουνιστής» και είχε «εντυπωσιακή εξέλιξη στην κομματική ιεραρχία» ή ως υπέρμαχο του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», όπως τον αποκαλεί ο Δ. Γκιώνης.

Τι παράξενα παιχνίδια παίζει η ζωή! Ο αρθρογράφος τον θεωρεί ως τον «μόνο ευνοούμενο του καθεστώτος», από τους τέσσερις Νομπελίστες της πάλαι ποτέ υπερδύναμης (οι άλλοι τρεις ήταν ο Πάστερνακ, ο Σολτζενίτσιν και ο ήδη εκπατρισμένος Μπρόντσκι), όμως αρκετοί δυτικοί κριτικοί λογοτεχνίας μόνο τον Σόλοχοφ έχουν συγκρίνει με τον Τολστόι και μάλιστα το βιβλίο του Ήρεμος Ντόν με το τολστοϊκό έπος Πόλεμος και Ειρήνη. Ενώ σήμερα, που δεν υπάρχει πια η περιβόητη σοβιετική λογοκρισία και η αστυνομική μπότα πάνω από κάθε επίσημη και ανεπίσημη γνώμη, στην πατρίδα του ο Δόκτορ Ζιβάγκο του Πάστερνακ αμφισβητείται από πολλούς ως πραγματικό λογοτεχνικό αριστούργημα.

Όμως, «Τι μπορεί να λέει σήμερα το έργο του Σόλοχοφ, κατ΄ αρχάς στους συμπατριώτες του, γιατί για το υπόλοιπο κόσμο είναι μάλλον ξεχασμένος», αναρωτιέται και ισχυρίζεται μαζί ο Δ. Γκιώνης, βάζοντας κι εμένα στη σκέψη και τον πειρασμό να προσπαθήσω να απαντήσω στην ερώτηση.

Είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του, τον Σόλοχοφ τον θυμούνται πολύ στην πατρίδα του. Το 2000, στην 95η επέτειο της γέννησής του, ευγνώμονες αναγνώστες και συμπατριώτες του αποφάσισαν να στήσουν μνημείο στη γενέτειρά του, και το έκαναν με πλούσιες εκδηλώσεις προς τιμή του συγγραφέα, προκαλώντας τη σχετική δυσαρέσκεια του Υπουργείου Πολιτισμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που είχε σκοπό να στήσει το 2005, για λογαριασμό της πολιτείας, μια μεγάλη προτομή του Σόλοχοφ με αφορμή των 100 χρόνων από τη γέννησή του και να συνδυάσει τα αποκαλυπτήρια με πανρωσικές εκδηλώσεις. Παρ΄ όλο που οι εποχές έχουν αλλάξει...

Όμως τον θυμούνται και στα λαϊκά ανέκδοτα. Για παράδειγμα ένα, που μαρτυρεί, πόσο “ακραιφνής κομμουνιστής” ήταν:

Στον πόλεμο του ‘41 ο Στάλιν κάλεσε τον Σόλοχοφ στο γραφείο του και του είπε:

-Διάβασα την Ξεχερσωμένη γη σου και μου άρεσε πολύ. Γιατί να μη γράψεις, λέω, και μια σειρά άρθρων με θέμα “Όταν ο εχθρός, ας πούμε, δεν παραδίδεται, τον, ας πούμε, εξοντώνουμε”;

-Φοβάμαι πως δε θα τα καταφέρω... Η υγεία μου χειροτέρεψε.

-Θα σε βοηθήσουμε. Θα σε στείλουμε στη Γεωργία, θα πιεις κρασάκι, θα φας σταφύλι...

-Επιτρέψτε μου τότε να αποχαιρετήσω την οικογένειά μου.

-Γιατί αυτό;

-Για την περίπτωση που δε θα βγει καλό το άρθρο...

Τον Σόλοχοφ δεν τον θυμούνται μόνο, αλλά συνεχίζουν να τον διαβάζουν. Αυτό μαρτυρούν και οι αριθμοί: τα τελευταία χρόνια στην πρώην ΕΣΣΔ έχει εκδοθεί πάνω από 1000 φορές, σχεδόν σε 90 γλώσσες. Μόνο στη ρωσική γλώσσα τα βιβλία του έκαναν 500 εκδόσεις. Το συνολικό τιράζ είναι 100 εκατομμύρια αντίτυπα. Ενώ οι 1000 εκδόσεις του Σόλοχοφ στο εξωτερικό ακυρώνουν επίσης τον ισχυρισμό ότι «για τον υπόλοιπο κόσμο είναι μάλλον ξεχασμένος».

Το ενδιαφέρον για τη ζωή και κατ΄ επέκταση το έργο του παραμένει αμείωτο, είκοσι χρόνια από το θάνατό του. Το 1995 στις εκδόσεις “Λιμπέρια” τυπώνεται το βιβλίο του Βαλεντίν Οσιπόφ Η κρυφή ζωή του Μιχαήλ Σόλοχοφ. Ακόμα και το 2002, αποσπάσματά του δημοσιεύονται και συζητούνται έντονα, π.χ. στην Εφημερίδα των δασκάλων, όπου ένας αρθρογράφος, καθηγητής Λυκείου, μεταξύ άλλων σχολιάζει: «Μας ενδιαφέρει και παραμικρή λεπτομέρεια που αφορά τον Σόλοχοφ, ιδιαίτερα σήμερα, που για λόγους πολιτικής, από το σχολικό πρόγραμμα έχει αφαιρεθεί η περίφημη Ξεχερσωμένη γη». Στο βιβλίο πράγματι αφθονούν γεγονότα άγνωστα στο ευρύτερο κοινό. Θα αναφερθώ μονάχα σε μερικά, που μαρτυρούν πόσο “αφοσιωμένος του Στάλιν” και πόσο ακραιφνής υποστηρικτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ήταν.

Για έναν σοβιετικό συγγραφέα, η σχέση του με την εξουσία δεν αποτελούσε ποτέ ρητορικό ζήτημα, αλλά πάντα ήταν και παραμένει θέμα αρχής. Και σ΄ αυτή την περίπτωση τα “συν” και τα “πλην” είναι συνήθως εντελώς εικονικά, όπως στην περίπτωση του Σόλοχοφ, ο οποίος ήταν ένας από τους μετρημένους στα δάκτυλα ανθρώπους, που έλεγε (και έγραφε) στον Στάλιν την αλήθεια. Στο πρώτο Φόρουμ των Σοβιετικών συγγραφέων η πίεση που ασκήθηκε στους συγγραφείς ήταν τόσο αφόρητη, που και ο Πάστερνακ και ο Μάντελσταμ συμμορφώθηκαν και αφιέρωσαν τα ποιήματά τους στον πατερούλη των λαών, ο Μπουλγκάκοφ λύγισε, ενώ ο μεγάλος συγγραφέας Αλεξέι Τολστόι (ο “σοβετικός κόμης”, όπως τον αποκαλούσαν) ξεκίνησε την περίφημη τριλογία του Περιπλάνηση στα βάσανα, αφιερωμένη στον εμφύλιο πόλεμο. «Και μόνο ο Σόλοχοφ δεν ανταπέδωσε στον Στάλιν την αυτοκρατορική του χειραψία», αναφέρει το εν λόγω βιβλίο.

Στον Ήρεμο Ντον, στην πρώτη του εκδοχή που βραβεύθηκε με απόφαση του ίδιου του Στάλιν, δεν υπάρχει ούτε ένα σημείο που να αναφέρει το όνομά του. Ενώ ο άλλος Νομπελίστας, ο Σολζενίτσιν, πυροδότησε τις φήμες (και πολυετείς έρευνες) πως το μυθιστόρημα Ήρεμος Ντον δεν ήταν γραμμένο από τον Σόλοχοφ, αλλά από έναν Καζάκο, και πως ο Σόλοχοφ κοινώς έκλεψε τα γραπτά του. Το θέμα έκλεισε οριστικά στη δεκαετία του ‘90, όταν αποδείχθηκε πως το μυθιστόρημα ανήκει στον Σόλοχοφ και μόνο σ΄ αυτόν.

Τα αρχεία της ΚαΓκεΜπε που άνοιξαν τα συρτάρια τους για πάσα έρευνα, αποκάλυψαν έναν αληθινό θησαυρό: πλήθος πληροφοριών, όχι μόνο για το συγγραφικό έργο αλλά και για τη προσωπικότητα του Σόλοχοφ. Τα ντοκουμέντα μαρτυρούν, για παράδειγμα, πως ο συγγραφέας αρνήθηκε πολλές φορές τις προτάσεις του ίδιου του Στάλιν να γράψει πανηγυρικά θεατρικά έργα, και μυθιστορήματα που θα μπορούσαν να τον καταστήσουν μοναδικό ίνδαλμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, στην εκδοχή του Δημήτρη Ραυτόπουλου, όπως αυτή παρατίθεται προλογικά στο άρθρο του Δ. Γκιώνη: «τελική νίκη των καλών επί των σαμποτέρ, ενθουσιώδες ξεπέρασμα του “πλάνου”, χαμόγελο ως τ΄ αυτιά και σεξουαλική αγνότητα ως τον καθυστερημένο γάμο, άνευ αυνανισμού».

Ο Σόλοχοφ αντιδρούσε -γραπτώς και προσωπικά!- στον Στάλιν για τις συλλήψεις αθώων (μερικές φορές αποτελεσματικά), ενώ το 1937 – την πιο φονική χρονιά του σταλινικού καθεστώτος- όταν η εφημερίδα Λιτερατούρναγια Γκαζέτα, επίσημο όργανο της σοβιετικής ιντελιγκέντσιας, δημοσίευσε την ομαδική επιστολή των σοβιετικών συγγραφέων, με τίτλο “Κατάσκοποι και φονιάδες” και την απαίτηση να συνεχιστεί η εξόντωση των εχθρών του λαού, την κοσμούσαν οι υπογραφές των επιφανέστερων, με παγκόσμια φήμη, Α. Τολστόι, Φαντέγιεφ, Μαρσάκ, Ολέσα... Όμως η υπογραφή του Σόλοχοφ έλαμψε δια της απουσία της.

Από το 1934 και μέχρι τις αρχές του πολέμου το 1941, οπότε ο Σόλοχοφ έφυγε για το μέτωπο ως πολεμικός ανταποκριτής, κανένα του έργο δεν είδε το φως της δημοσιότητας. Ο Σόλοχοφ έγραφε “στο συρτάρι”, επιλέγοντας συνειδητά τη σιωπή και... το ποτό.

-Έχω ακούσει ότι πίνετε περισσότερο, σύντροφε Σόλοχοφ, του παρατήρησε κάποια στιγμή ο Στάλιν.

–Περισσότερο από ποιον; απάντησε ο Σόλοχοφ...

Αλλά και μετά τον πόλεμο, ως το θάνατό του από καρκίνο το 1984, έχει γράψει απελπιστικά λίγα πράγματα, γεγονός που επέτρεψε σε έναν αμερικανό κριτικό λογοτεχνίας να δηλώσει, ότι γι΄ αυτό το λόγο ο Σόλοχοφ δεν μπορεί να θεωρηθεί κλασικός συγγραφέας του 20ού αιώνα...

Ναι, ο Σόλοχοφ δεν συνελήφθη, ούτε φυλακίστηκε ποτέ. Μα αυτό το γεγονός δεν αποδεικνύει τη στενή φιλία του με το καθεστώς: ούτε ο Πάστερνακ φυλακίστηκε, ούτε η Αχμάτοβα. Η τρομοκρατία ήταν πιο εκλεπτυσμένη για τους συγγραφείς, παρ’ ότι ο συγγενικός και φιλικός περίγυρος του Σόλοχοφ πήγε στα κάτεργα, τις περισσότερες φορές δίχως επιστροφή. Τα αρχεία μαρτυρούν πως η σύλληψη του Σόλοχοφ είχε αποφασιστεί αρκετές φορές, κάποιες ύστερα από απαίτηση των συναδέλφων του, που ξεσήκωναν κύματα “διαμαρτυριών” εναντίον του στον Τύπο. Μια φορά –χάρη σε ελαφρύ νεύμα μιας άγνωστής του νοσοκόμας– ο Σόλοχοφ απέφυγε μια περιττή, και φονική εγχείρηση σκωληκοειδίτιδος (ένα από τα συνηθισμένα κόλπα του σταλινικού καθεστώτος).

Κάτι πρέπει να λέει και το γεγονός, πως από το 1924 μέχρι τον θάνατό του, 60 ολόκληρα χρόνια, ο Σόλοχοφ έζησε στο χωριό που γεννήθηκε, σ΄ ένα σπίτι που δεν διέφερε σε τίποτα απ’ αυτά των συγχωριανών του. Λίγο παράξενο για ένα μέλος του Ανωτάτου Σοβιέτ, της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ και της Ακαδημίας των Επιστημών της ΕΣΣΔ.

Τον Σόλοχοφ τον θυμούνται και τον διαβάζουν. Και ακόμα, βλέπουν τις κινηματογραφικές ταινίες που βασίζονται στα βιβλία του. Στη μοναδική ίσως γιορτή που άντεξε στο χρόνο και τις καταστάσεις στην πρώην ΕΣΣΔ, στη γιορτή της 9ης Μαΐου, της νίκης επί του φασισμού, η ταινία Η μοίρα του ανθρώπου, με τον Σ. Μπονταρτσούκ στο βασικό ρόλο (ο ίδιος που με την ίδια δύναμη έπαιξε τον Πιερ Μπεζούχοφ στο επικό Πόλεμος και Ειρήνη), παραμένει μια από τις δημοφιλέστερες. Μπορεί ο Σόλοχοφ να μην έγραψε πολλά, αλλά στην περίπτωσή του αρκούν ο Ήρεμος Ντον και Η μοίρα του ανθρώπου για να μην ξεχαστεί: δύο πόλεμοι, εμφύλιος και αντιφασιστικός, δύο έπη. Δύο σταθμοί στην ιστορία του 1/6 του πλανήτη μας.

Αλήθεια, όμως, «τι μπορούν να λένε σήμερα τα έργα του Σόλοχοφ στους συμπατριώτες του;», αναρωτιέται ο Δημήτρης Γκιώνης. Και στον κόσμο ολόκληρο, θα πρόσθετα εγώ.

Το μνημείο που στήθηκε το 2000 στην πατρίδα του, δείχνει τον συγγραφέα στην ηλικία που βρίσκεται και στη φωτογραφία, η οποία συνοδεύει το άρθρο του Δ. Γκιώνη. Λέγεται, όμως, ότι πολλούς κρατικούς παράγοντες δυσανασχέτησε το γεγονός, πως ο Σόλοχοφ κρατάει στο χέρι του ένα τσιγάρο. Αποφασίστηκε λοιπόν να το αφαιρέσουν και να βάλουν κάποιο άλλο αντικείμενο στη θέση του. Όμως το κασκέτο το απέρριψαν, για να μη θυμίζει τα αγάλματα του Λένιν, την εφημερίδα επίσης, για λόγους κατανοητούς μόνο στους κατοίκους της πρώην ΕΣΣΔ, που επί δεκαετίες είχαν έλλειψη χαρτιού υγείας. Σκέφθηκαν λοιπόν να βάλουν στο χέρι του συγγραφέα ένα βιβλίο.

Ποιο βιβλίο, λέτε να είναι αυτό; Εγώ θα πρότεινα, Ο Ήρεμος Ντον.




Οι πολλαπλοί χρόνοι της ιστορίας

Της Λίζυς Τσιριμώκου


Eίμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας

Aνδρέας Eμπειρίκος, Yψικάμινος


Γνωρίζουμε προ πολλού τη διάκριση ανάμεσα στη συμβαντολογική, συγκυριακή ιστορία και στην ιστορία που αυτοπροσδιορίζεται ως “πρόβλημα”, που αναστοχάζεται δηλαδή τις γενικές προϋποθέσεις της, τείνει μάλλον προς τη διερεύνηση της μακράς διάρκειας και επιχειρεί τον ιδιόμορφο συγκερασμό του συγχρονικού και του διαχρονικού. Στη δεύτερη περίπτωση η ιστορία δεν είναι επιστήμη αποκλειστικά του παρελθόντος, απλή χρονολόγηση και ταξιθέτηση των γεγονότων, αλλά διερωτώντας τις ιστορικές αλλαγές, και κυρίως την επανάληψη μέσα στην αλλαγή, μπορεί να ενσωματώνει το παρελθόν στο μέλλον∙ τούτο σημαίνει ότι μπορεί να διατυπώνει προγνώσεις εξελέγχοντας τις διαγνώσεις, να αναπροσανατολίζει τον ορίζοντα προσδοκιών, χωρίς καμιά σωτηριολογική είτε προφητική διάσταση ή προσφυγή σε μια ατέρμονη κυκλικότητα. H φιλοσοφία της ιστορίας προικίζει τους Nεότερους Xρόνους, στους οποίους ακόμη ανήκουμε, με ένα νέο μέλλον, με μια συνείδηση του χρόνου που επενδύει πολλά τόσο στην έννοια της προόδου όσο και στη δυναμική του παρελθόντος με το οποίο μπορεί κανείς να “πειραματίζεται”, να το διαχειρίζεται ή και να το αναθεωρεί, ακριβώς επειδή αυτό εμπεριέχει ένα στοιχείο ελευσόμενο, μη πραγματοποιημένο, αστάθμητο και μη υπολογίσιμο παρά εκ των υστέρων. Προβαίνω σε πρόγνωση σημαίνει ότι δυνητικά αλλάζω ήδη την κατάσταση, άρα η πρόγνωση, αναφερόμενη σε συμβάντα των οποίων προοικονομεί και επικαιροποιεί τη νεοτερικότητα, γίνεται συνειδητός παράγοντας της πολιτικής πράξης. Mε αυτή την έννοια, είναι ίσως σημαντικότερο να στοχάζομαι το μέλλον παρά το παρόν. O διαρκώς επιταχυνόμενος ρυθμός της ζωής, ιδίως στην τεχνοκρατική εποχή μας, συρρικνώνει υπέρμετρα το παρόν σε βαθμό που αυτό δύσκολα συμπίπτει με τη ζώσα εμπειρία: το τώρα αποτελεί τάχιστα το χθες της αύριον. Aμφισβητείται λοιπόν ευθέως η μοναδική και ευθύγραμμη πορεία του ιστορικού χρόνου, αν αυτή η έννοια σημαίνει κάτι: οι χρόνοι της ιστορίας (των κοινωνικών και πολιτικών συνόλων, των θεσμών, των νοοτροπιών, των συγκεκριμένων ανθρώπων) είναι πολλαπλοί και αλληλοϋπερκείμενοι, ακολουθούν προσίδιους ρυθμούς, άλλοτε επιτάχυνσης, άλλοτε επιβράδυνσης. Kάθε φορά προκύπτει το ερώτημα πώς, σε μια συγκεκριμένη περίσταση, υλοποιήθηκαν οι εμπειρίες του παρελθόντος, πώς προσδοκίες, ελπίδες, προγνώσεις που παρέπεμπαν σε ένα μέλλον, βρήκαν τρόπους έκφρασης. Πώς δηλαδή, σε κάθε παρόν, συνδυάστηκαν οι χρονικές διαστάσεις του παρελθόντος και του μέλλοντος. Eκεί, σε ένα παρελθόν μέλλον, ή για να μιλήσουμε με όρους ανθρωπολογικούς, ανάμεσα στην (ιστορική) εμπειρία και στην (ιστορική) προσδοκία, διακυβεύεται η υπόσταση αυτού που θα αποκαλούσαμε “ιστορικός χρόνος”.. Eκεί κάπου θα πρέπει να εντάξουμε και το σημαδιακό 1989, νομοτελειακά αναμενόμενο για ορισμένους, εντελώς απρόβλεπτο, αστάθμητο και συγκυριακό για άλλους. Πριν προχωρήσουμε όμως στη σχέση αυτού του χρονικού σταθμού με τα της λογοτεχνίας, ας υπενθυμήσουμε ότι “μετά το 1989” ακολουθεί και άλλη κοσμοϊστορική χρονία, η 11. 9. 2001, που στην ήδη ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα εισάγει θεαματικά και τον κατεξοχήν παράγοντα του απρόβλεπτου, την τρομοκρατία.

Tο ζήτημα της διαπλοκής ιστορίας/λογοτεχνίας έχει επίσης παλαιόθεν τεθεί και επανατίθεται συνεχώς με άλλους όρους. Aς πούμε χονδρικά ότι απαιτούμε ή αναμένουμε την αληθοέπεια από την ιστορία και την αληθοφάνεια από τη λογοτεχνία, την τεκμηριωμένη βεβαιότητα της πρώτης, την έντεχνη επινόηση, την ποιητική της δεύτερης. Res factae και res fictae: η χωροθέτηση των δύο επικρατειών μοιάζει σαφής και συναινετική. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι τα δεδομένα αυτά έχουν επίσης αλλάξει, με διεργασίες και σύντονες έρευνες τόσο στο χώρο της (θεωρίας της) ιστορίας και της (θεωρίας της) λογοτεχνίας όσο και στο χώρο της γλωσσολογίας που λειτουργεί επικαθοριστικά για αμφότερες τις προηγούμενες, δεδομένου ότι γίνεται λόγος για αφηγήσεις, ιστορικές ή λογοτεχνικές, υποκείμενες σε κοινούς γραμματικούς χρόνους, την άλληλουχία των οποίων οφείλουν να σέβονται ή και, ενίοτε, να ανατρέπουν. Aποτελεί η “ασέβεια του ιστορικού” μεγαλύτερο παράπτωμα από την ασέβεια του λογοτέχνη; Eνδεχομένως το ιδιότροπο, το απρόβλεπτο, η ξενότητα, να είναι αναγκαία συνθήκη για το λογοτεχνικό αφήγημα –αυτό πρεσβεύουν οι παντοειδείς θεωρίες της λογοτεχνίας∙ γνωρίζουμε, πάντως, και ιστοριογραφικά δείγματα εξίσου τολμηρά και ανατρεπτικά, που ανανέωσαν ριζοσπαστικά την εκφορά του ιστορικού λόγου. Mπορούμε, λοιπόν, να μιλάμε για “ιστορικότροπη λογοτεχνία” και, ούτως ειπείν, “λογοτεχνίζουσα ιστορία”; Θεωρώ ότι ο όρος “ιστορική ποιητική” καλύπτει επαρκώς το θέμα, μολονότι χρειάζεται αρκετές περαιτέρω διευκρινήσεις που δεν είναι της παρούσης.

Tο ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει ανοικτό: το '89 επηρέασε την ιστορική ποιητική; Έτσι διατυπωμένο το ερώτημα φαίνεται να προϋποθέτει την υπεροχή του ιστορικού συμβάντος έναντι της λογοτεχνικής γραφής. Τα κείμενα όμως ενέχουν μια προσίδια έγχρονη διάσταση, μια ιστορική λογοτεχνικότητα που δεν συναρτάται ευθέως με τον ημερολογιακό χρόνο. Δεν διακρίνω λοιπόν, προσώρας, καμιά πρωτότυπη στροφή στη λογοτεχνία της τελευταίας δεκαπενταετίας, μετά το 1989: εννοώ κείμενα αυθεντικά καινοτόμα, που να πείθουν ότι η γενετική αρχή τους, η λογική τους ακολουθία ερείδονται σε αυτό το ιστορικό συμβάν. Πιστεύω όμως ότι “μετά το '89” νομιμοποιούμαστε πλέον εντελώς να επανεκτιμήσουμε κείμενα που μας έδωσαν μια πρόγευση των συνεπειών άλλων σημαδιακών χρονολογιών, όπως του 1956 (Βουδαπέστη) ή του 1968 (Πράγα). Kαι, για πολλοστή φορά, θα αναφερθώ στο Kιβώτιο του Aλεξάνδρου, το οποίο ακόμη και ο Φίλιππος Hλιού εν έτει 1998 (σε εκδήλωση του Γαλλικού Iνστιτούτου για τα 20χρονα από τον θάνατο του συγγραφέα) δεν δίστασε να το αποκαλέσει «βιβλίο αντιδραστικό» (δεν ήταν, άλλωστε, ο μόνος), αν και σήμερα πλέον ομολογείται ανοικτά και ανεπιφύλακτα ότι «το κιβώτιο ήταν άδειο πριν γκρεμιστεί το τείχος του Bερολίνου». Σπάνια συμπίπτει σε κείμενο αυτός ο συγκερασμός παρελθόντος/μέλλοντος, τον οποίο ακροθιγώς αναφέραμε, αυτή η διαπλοκή της βιωμένης εμπειρίας με την (προ)βιωμένη αναμονή. Aν, λοιπόν, “μετά το '89” έχουμε ένα κεκτημένο, αυτό είναι η νέα ματιά, διαμορφωμένη από τις νέες ιστορικές συνθήκες, με την οποία οφείλουμε να προσεγγίσουμε εκ των υστέρων, να επανακρίνουμε μείζονα κείμενα φορτωμένα με στρατευμένη ιστορικότητα, όπως η «τριλογία» του Tσίρκα, λόγου χάριν, η πρόζα του Xατζή, η ποίηση του Pίτσου, για να μείνουμε στα καθ' ημάς.

Όσο για το ίδιο το '89, την τραγωδία ή τη φάρσα του (εξαρτάται από την οπτική γωνία που το βλέπει κανείς), νομίζω ότι αποτυπώθηκε καλά σε μια κινηματογραφική γερμανική ταινία του 2003, το Good bye Lenin: εδώ, φαίνεται ακριβώς το αδιέξοδο που προκαλεί η σύγχυση των ρυθμών και των χρόνων, η αγκίστρωση στο παρελθόν εν μέσω ενός κόσμου που αλλάζει ραγδαία και με αστρικές ταχύτητες. Kάτι ανάλογο, τηρουμένων των αναλογιών, και με λιγότερο ιλαροτραγικό τρόπο, είχε επιχειρήσει και ο Xατζής με Tο τέλος της μικρής μας πόλης (1953) στη δική μας παράδοση. Aυτή την παράδοση κειμένων (ιστορικών και λογοτεχνικών) επείγει να επανεξετάσουμε, προκειμένου να σταθμίσουμε το γλίσχρο παρόν και να προετοιμάσουμε, κατά το δυνατόν, το άδηλο μέλλον.































Το ύψος, ύφος και το τείχος

Του Αλέξανδρου Αργυρίου


Εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίεργο, πώς ήταν δυνατόν η πτώση ενός τείχους, οποιουδήποτε πλάτους, ύψους και χιλιομέτρων, μικρότερου πάντως της Ιεριχούς, να συνεπιφέρει την πτώση μιας αυτοκρατορίας, η οποία εκόμιζε «τόσα οράματα σωμού» που θα έλεγε ο Βάρναλης. Εκ δευτέρας, η εύλογη απορία δεν ανέχεται πρόχειρες, αβασάνιστες και χολερικές απαντήσεις. Πρέπει να τεθεί ως πρόβλημα σε εμβριθή πανεπιστημιακά σεμινάρια, όσο η άκρη του νήματος θα παραμένει ζητούμενη. Αυτής άλλωστε της γνώμης είναι και η κυρία Άρτεμις, όπως θα έλεγε και ο Νικόλαος Εγγονόπουλος.

Επίσης το να «χαίρεσαι δια την πτώσιν» είναι κι αυτό μια στάση, νιώθεται, που θα έλεγε και ο Καβάφης. Αλλά το να θεωρείς “αυτονόητο” –όρος προσφιλής στους μαθητές του Στάλιν, δημοφιλής πάντως και σε αντισταλινικούς, άρα: διαταξικός– ότι, ως λογικώς εξάγεται, σταματά ο βίος της ιστορίας – της οποίας, όπως λένε ότι υποστήριζε ο Μαρξ, “η βία ήταν η μαμή της”– είναι σαν να φτάσαμε στα χρόνια που εφευρέθηκε η κατάργηση της επιστημοφανούς λογιστικής. Ο Σεφέρης θα το έλεγε με την επαγγελματική του εμπειρία σε διπλωματική γλώσσα: «υπέρογκο».

Αλλά τι άραγε συμβόλιζε το 1889 το τείχος και τι επισημοποιούσε η κατασκευή του το 1961; Ιδού το μέγα ερώτημα. Ισχυρίζομαι, με μόλις αποκρυπτόμενη εμπάθεια, ότι, άμα τη εμφανίσει της ιδέας (κατά Πλάτωνα) του φαινομένου, το είχε κατονομάσει, με τη γνωστή του βραχυλογία, ο αείμνηστος Τσώρτσιλ, μιλώντας σε αμερικανικό πανεπιστήμιου περί: «σιδηρού παραπετάσματος», και μη προς κακοφανισμό μας. Η αφηρημένη, στο 1945, αυτή έννοια, εκφρασμένη μετά τη Συνδιάσκεψη του Πότσδαμ (καλοκαίρι του 1945), λειτουργούσε έκτοτε με αγαθή σύμπνοια εν τη πράξει, εξ αμφοτέρων των πλευρών, επαληθεύοντάς την.

Το όραμα –αν αυτό είναι το ζητούμενο που πάση θυσία οι εξ ευωνύμων συμπορευόμενοι ήθελαν να διασωθεί– έμπαζε νερά εκ του πολυυμνηθέντος υδατοφράκτου του Δνειπέρου από το 1930 περίπου, όπως (εκτός των άλλων) διαπίστωνε στο δεύτερο ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση ο γάλλος προτεστάντης Αντρέ Ζιντ ή ο κατακαημένος ελληνορουμάνος Παναΐτ Ιστράτι, που είχε ανακαλύψει ο Ρομαίν Ρολλάν σε νοσοκομείο των Παρισίων. Και αν δεν επενέβαινε ο Χίτλερ, που η επεκτατική του βούληση (τύπου ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) κατατρόμαξε και τους αστούς, το τραυματισμένο ήδη ”όραμα“ συρράφτηκε προχείρως και μεταλλαγμένο σε πατριωτικές συνδηλώσεις στον ανελέητο πόλεμο, υπό τις ευλογίες του Πατριάρχη της Μόσχας, όστις ευλόγησε τα «ρωσικά» –τονίζω– όπλα, επιζούσε μεταπολεμικώς προ ενός “δύσμορφου καπιταλισμού”, ο οποίος πάντως απεδείχθη ευφυέστερος από τους μετά Χριστόν προφήτες που κάθε τόσο ανάγγελλαν την πτώση του από οικονομική κρίση. Ο θάνατος του Στάλιν, που θρήνησαν ο Ρίτσος και ο Λειβαδίτης, στα καθ’ ημάς –χωρίς κανείς ημέτερος να ενοχληθεί, διότι εξέφραζαν το κοινό αίσθημα– δεν έφερε το κενό (που γενικώς μισεί η φύσις), αλλά καλλιέργησε δυσανάγνωστα αινίγματα. Όταν ο επικρατήσας των διαδόχων Κρούστσεφ ετάραξε τα λιμνάζοντα χωρικά ύδατα στο Εικοστό Συνέδριο με καταγγελίες επί τέσσερις ώρες των πράξεων του Στάλιν, ο Ζαν Πωλ Σάρτρ, με δυσκόλως αποκρυπτομένη αισιοδοξία, ήλπιζε ότι «η αποσταλινοποίηση θα αποσταλινοποιήσει τους αποσταλινοποιούς». Η κίβδηλη όμως αυτή “αναθεώρηση” και η προσωποποίηση του “κακού” –που αθώωνε τους συνυπεύθυνους–, όπως και τα περί “συνύπαρξης” φληναφήματα, δεν κράτησαν παρά όσον η ζωή ενός ρόδου. Και ο υπέρβαρος Κρούστσεφ, μετ’ ολίγον, ούτε γάτος ούτε ζημιά, συνταξιοδοτήθηκε ως κοινός πολίτης, για να περάσει ως λήμμα πέντε αράδων στην επόμενη έκδοση της Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας. Εν τούτοις ο θάνατος του Μπάυρον στο Μεσολόγγι, που έλεγε ο ποιητής Ιάσων Δεπούντης, χρονολογείται από τότε που απονεμήθηκε στον διάδοχο Μπρέσνιεφ το «Βραβείο Λένιν» για το λογοτεχνικό του έργο. Το δράμα μετατράπηκε σε μπουφόνικη κωμωδία και το καθεστώς σάπιζε με ακαταμάχητη νομοτέλεια.

Ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, ή μόνον έτσι, αν μάλιστα το μεταφέρομε στο μερικώς (δι’ αυτών) φωτιζόμενο «εποικοδόμημα», δεν το αμφισβητώ. Είναι καταφανώς η καρικατούρα τους. Όμως, όπως και να τα περιγράψεις και να τα περιφέρεις, τα πολύ γενικά, και μάλιστα επιλεκτικώς υπογραμμιζόμενα, δεν είναι αρκούντως πειστικά. Το δάσος κρύβει ακόμη και ένα κυπαρίσσι. Να το δούμε, αφού εγκυμονεί τις δικές του αλήθειες που έχουν τη δική τους αξιοπιστία. Πάμε λοιπόν στα καθ’ ημάς που έχομε προσλάβει, τουλάχιστον οι έχοντες ποιάν τινά ηλικίαν.

Ο Μιχάλης Κατσαρός (που για τυχαίους λόγους βρισκόταν στο απυρόβλητο, όχι οικονομικώς) το 1947, μετά την πρώτη ήττα, θρηνούσε τον Γιώργη Σιάντο, και το 1953, μετά τη δεύτερη ήττα, ξεσπάθωνε «κατά Σαδδουκαίων, Ρωμαίων υπαλλήλων» που διεκπεραίωναν το πλαστογραφημένο όραμα, οι οποίοι, απτόητοι, κατηγορούσαν τους φορμαλιστές και παρακμίες: “επί λιποταξία”, καθ’ ην στιγμήν η (επική) εποχή απαιτούσε θούρια, αυτός (ο Κατσαρός θυμίζω:) αναλάμβανε να μαζέψει τους σκόρπιους σπόρους «για μια καινούρια μακρινή» του «ανάσταση», μιλώντας επί κενών καθισμάτων.

Ο Άρης Αλέξάνδρου, έχοντας πληρώσει αρκετό μέρος του τιμήματος μιας υποταγής στο όραμα, και συγχρόνως εισπράξει τη λογική της παραεξουσίας που ασκούσαν οι εκλεκτοί και μη εκλεγμένοι στρατοπεδάρχες των στρατοπέδων –ως πιστά αντίγραφα μιας νοοτροπίας που αλληθώριζε με συγκινητική αφοσίωση προς το επιβλητικό και μακιαβελικό κέντρο– αυτός (ο Αλεξάνδρου θυμίζω) υποστήριζε ότι «από διαλεχτική το μάθαμε καλά. Όλα είναι περιβάλλον». Σοβαροφανής και περιστασιακός κριτικός της (νομιμόφρονης, επί του εδάφους της) Αριστεράς, επιφύλαξε εις εαυτόν το ρόλο του ερμηνευτή των γραφών, διαφωτίζοντας τον ποιητή ότι (διάβολε) η διαλεκτική δεν είναι μόνο αυτό, ανίκανος να αναγνωρίσει την ειρωνεία που διέτρεχε όλο το ποίημα, καθώς, μεταξύ άλλων, ο Αλεξάνδρου πληροφορούσε τον Μαγιακόφσκυ να μην ανησυχεί διότι: «Μάθε πως είμαστε καλά κ’ είσαι μεγάλος ποιητής […] Το είπε κι ο Στάλιν». Ελεγχόταν ήδη τι το περιεχόμενο του Κιβωτίου.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, χωρίς προκλητικά σχήματα, και πριν από την “περιπέτειά του” –για να το πω κομψά– σε διάκριση με τον Αλέξάνδρου και τον Κατσαρό, όταν τότε ακόμη εκείνοι –υπάκουοι ανιδιοτελώς στο γενικό ψυχοσωτήριο συναίσθημα– έγραφαν άσματα κατά τες “συνταγές της Αντίστασης” για να πάρουν κουράγιο οι νικημένοι στρατιώτες, αν τους υποθέσομε αναγνώστες ποιημάτων, αυτός (Αναγνωστάκης θυμίζω) με το σκουλήκι της αμφιβολίας, ως λαθραναγνώστης των φαινομένων, κατέφευγε σε ένα λόγο “παρακμιακό” –όπως ορθά ερμήνευε ο Κώστας Κουλουφάκος– με τη γνώση φτασμένη υποδορίως στην απόγνωση –καλή ώρα σαν τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, βάλε και τον Βάρναλη του 1928, το αναγνώριζε κριτικός τις–, ενώ κουβαλούσε αγόγγυστα τα βάρη μιας αφοσίωσης στην περί ής ο λόγος αναλφάβητης –επί τω ευλαβές– πολιτικής.

Είχαν βουλιάξει πολλά καράβια, όταν σταμάτησαν οι υμνητικοί τόνοι στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου (περιοριζόμενοι στα Επικαιρικά για να διασκευαστεί το υπονοούμενο της παράκαμψης των τετριμμένων αξιωμάτων), όπως και των νεοτέρων Τάσου Λειβαδίτη και Τίτου Πατρίκιου –απαλλαγμένων από τη (βιωματικά εισπραγμένη) παράδοση των δογματικών αρχετύπων (στα χρόνια της Αντίστασης ο ορίζοντας είχε χρωματιστεί πράσινος)–, όταν, πέραν της εμπειρίας των στρατοπέδων, ήρθε ο καιρός που ενώ διέγνωσαν «ότι κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα», η ποίηση είναι αποτελεσματική εκεί που εκπληρώνει εαυτήν, λέγοντας με χαμηλή φωνή: «Σύντροφε, δεν φέρνω κανένα μήνυμα. Απλώς τον ανθρώπινο πόνο υπενθυμίζω».

Αρχής γενομένης από ένα άρθρο του Βύρωνα Λεοντάρη με τίτλο “Η ποίηση της ήττας”, που ερχόταν ως διαπίστωση της ως άνω συνθήκης, άνοιξε μια συζήτηση στην Επιθεώρηση Τέχνης (1963), όπου ελέχθησαν πολλά και ως τελευταίος, αλλά όχι έσχατος, τη σφράγισε ο Τάσος Λειβαδίτης (1966) που ζητούσε απροκάλυπτα «να διερευνηθούν τα αίτια, […] να ξεκαθαρίσομε μ’ άλλα λόγια, πρώτα αν η ήττα είναι πολιτική, στρατιωτική, ή ιδεολογική, κοσμοθεωρητική». Ήγουν, φωτιά στα τόπια μας.

Κορυφαίο ωστόσο γεγονός ευπρεπούς απεξάρτησης από το ιερό και απαραβίαστο κέντρο των αποφάσεων, υπήρξε η υπογραφή από εικοσιπέντε συγγραφείς της ελληνικής (ευρείας) Αριστεράς, πρώτη στην Ευρώπη, μιας διαμαρτυρίας για την καταδίκη εις φυλάκισιν των συγγραφέων Σινιάφσκυ και Ντάνιελ, επειδή παρέβησαν τα όρια τής ανοχής. Τους σιωπήσαντες από τη διαμαρτυρία (Αυγέρη, Ρίτσο, Βουρνά) ήρθε να καλύψει ένα άρθρο του φιλόσοφου Γιάννη Ιμβριώτη, ίσως διότι κρίθηκε ότι η σιωπή δεν αποτελούσε πράξη και όφειλε να διατυπωθεί μια θέση περισσότερο ευπρεπής απέναντι μιας κραυγαλέας καταπάτησης της ελευθερίας σε ένα έδαφος ακίνδυνο, τη λογοτεχνία που ούτως ή άλλως δεν γκρεμίζει καθεστώτα.

Χρειάζεται πόρισμα; Αν –και όση– έχει σημασία η κατεδάφιση του Τείχους για τη διάταξη των δυνάμεων, και τον συσχετισμό τους, δεν είναι δική μου δουλειά να εκτιμήσω. Όσο μου αναλογεί, στα δικά μας χωράφια, του εποικοδομήματος που λέμε, με ή χωρίς μαρξιστική εμβρίθεια, η ανάγνωση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, δείχνει –όσο μπορώ να διαβάζω– ότι πλείστα όσα είχαν συντρέξει, επί τεσσαράκοντα και πλέον έτη, αφυπνίζοντας τις συνειδήσεις και εμψυχώνοντας τους συγγραφείς. Τώρα μοιάζει απίθανο να συνέβη ότι ο νήδυμος ύπνος κάποιων, που ολιγωρούσαν μακαρίως, διεκόπη αιφνιδίως το 1989 και μάλιστα εξ αυτού αποκλειστικώς.

























“1989”
Η ιστορία στην καμπή του αιώνα


Του Αντώνη Λιάκου

Πού είμαστε;

Η τριετία 1989-1991, στην οποία κατέρρευσαν το ένα μετά το άλλο τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης και τελικά η Σοβιετική Ένωση, είναι μια ημερομηνία η οποία αναμφίβολα θα μπει στον «κανόνα» των χρονολογιών της παγκόσμιας ιστορίας, δίπλα στο δεύτερο και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, δίπλα στη Ρώσικη και στη Γαλλική Επανάσταση, στους Ναπολεόντειους πολέμους. Αλλά οι ιστορικές καμπές δεν έχουν, ή δεν έχουν αμέσως, ή δεν αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι έχουν την ίδια σημασία σε όλα τα πεδία. Ως εσωτερική χρονολογία στη δυτική ιστοριογραφία, το «1989» δεν αποτελεί μια ιδιαίτερη στροφή, γιατί οι κύριες θεωρητικές και παραδειγματικές αναφορές, με τις οποίες και σήμερα συζητούμε, οι ιστοριογραφικές τάσεις και σχολές που και σήμερα υπάρχουν, είχαν λίγο-πολύ σχηματιστεί.

Αντίθετα, η περίοδος αυτή υπήρξε τομή στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, και πρώτα απ’ όλα γιατί άνοιξαν αρχεία τα οποία ήταν προηγουμένως επτασφράγιστα, και πρώτα απ’ όλα τα κρατικά και κομματικά αρχεία της Σοβιετικής Ένωσης, του ΚΚΣΕ, της Κομιντέρν, της Στάζυ κλπ. Άνοιξε δηλαδή στην έρευνα μια ήπειρος πληροφορίας. Επίσης, άνθισαν οι έρευνες για την προφορική μνήμη των καταδιώξεων, των στρατοπέδων και των φυλακών. Η μνήμη των ανθρώπων δεν είναι περισσότερο έωλη από τα αρχεία των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η προφορική ιστορία έχει αναπτύξει ένα εκλεπτυσμένο θεωρητικό εξοπλισμό, και η μετα-1989 εποχή ήταν μια εποχή έκρηξης μνήμης στις χώρες αυτές. Είναι κρίμα που στην Ελλάδα δεν έγιναν περισσότερο γνωστά αυτά, εξαιτίας της δυσπιστίας προς ό,τι δεν χωράει στο σχήμα των ποικίλλων ορθοδοξιών μας.

Εκτός από τα Αρχεία και τη μνήμη, βέβαια, στις μετα-κομμουνιστικές χώρες, μια παράλληλη έκρηξη έγινε στην εθνικιστική ιστοριογραφία. Ο εθνικισμός όμως δεν γεννήθηκε ξαφνικά. Όπως παρατηρεί η Κάθριν Βέρντερι, στο βιβλίο της Τι ήταν ο σοσιαλισμός και τι επακολουθεί, ο εθνικισμός ήταν η μόνη ιδεολογία που υπήρχε κάτω από την επίσημη κομμουνιστική. Ήδη μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε διαμορφωθεί ένα είδος εθνοκομμουνιστικού λόγου. Το καινούργιο στοιχείο μετά το 1989 ήταν μια διάθεση να αποκατασταθούν οι εθνοθρησκευτικές παραδόσεις με ταυτοτικούς όρους, καθώς επίσης και τα φασιστικά-δοσιλογικά καθεστώτα και κινήματα του Μεσοπολέμου και του πολέμου. Υπήρχαν όμως και αντίστροφες τάσεις. Ο ακαδημαϊκός κόσμος της Ανατολικής Ευρώπης άνοιξε στον δυτικό, και κυρίως νέοι ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες, σε αναζήτηση τύχης εξαιτίας της εξαιρετικής δυσπραγίας στις χώρες αυτές, απέκτησαν στενότερες και οργανικότερες σχέσεις με τα δυτικά επιστημονικά κέντρα. Στην δεκαπενταετία μετά το 1989, για πρώτη φορά στον ιστοριογραφικό χώρο της Ανατολικής Ευρώπης έγινε μια τεράστια εξαγωγή θεωρίας από το δυτικό κόσμο. Ξεκινώντας από μνημειώδεις αμοιβαίες παρεξηγήσεις τα πρώτα χρόνια, σήμερα μπορεί να βρει κανείς πολύ ενδιαφέρουσες νησίδες θεωρητικής και ριζοσπαστικής συζήτησης σε ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες και σε αγγλόγλωσσες εκδόσεις. Οι ευρωπαϊκές θεωρητικές τάσεις βρήκαν ευνοϊκό περιβάλλον, και ότι καλύτερο γράφεται στην ανατολικότερη Ευρώπη είναι από αυτή την πλευρά.

Τι χάσαμε;

Είναι ενδιαφέρουσα η αντιμετώπιση του «1989» από αριστερούς ιστορικούς και λογοτέχνες που πήραν μέρος στην παρούσα έρευνα. Οι περισσότεροι είπαν ότι δεν μας ενδιέφερε, εμείς γνωρίζαμε τι είδους καθεστώτα ήταν αυτά, δεν ταυτιστήκαμε μαζί τους, και πολύ περισσότερο δεν κλάψαμε την πτώση τους. Αλλά, αναρωτιέμαι, αυτό είναι το πρόβλημα για την Αριστερά και τους αριστερούς; Η μη ταύτιση; Η διαβεβαίωση ότι εμάς δεν μας αγγίζει η πτώση;

Το ζήτημα είναι ότι η Αριστερά και οι αριστεροί (η μη σταλινική αριστερά βέβαια) περίμεναν ότι τα καθεστώτα αυτά θα μπορούσαν να μεταρρυθμιστούν, να αλλάξουν, να δημιουργηθεί ένας σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο. Για το λόγο αυτό είχαν υποστηρίξει την Περεστρόικα, τον Ευρωκομμουνισμό, την Άνοιξη της Πράγας, για το λόγο αυτό είχαν ονομάσει το εγχείρημά τους ανανεωτικό. Κανείς δεν περίμενε, και κανείς δεν ευχόταν, ότι θα επανακάμψει ένας νικηφόρος καπιταλισμός. Οι θεωρητικοί της αριστεράς μιλούσαν για μετάβαση και μεταβατικές κοινωνίες, αλλά θεωρούσαν την μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Κανείς δεν είχε γράψει για τη μετάβαση από το σοσιαλισμό στον καπιταλισμό. Κι όμως τώρα, ο όρος μετάβαση και μεταβατισμός (transitology) σημαίνει τις θεωρίες και τα προβλήματα αυτής της μετάβασης. Πώς δηλαδή η κρατική οικονομία θα γίνει οικονομία της αγοράς, όχι το αντίστροφο όπως πιστευόταν πριν από το 1989. Επομένως μας αφήνει αδιάφορους το τι συνέβη το 1989;

Αυτό νομίζω ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι αριστεροί, και κατ’ επέκταση οι αριστεροί ιστορικοί. Εκείνο που χάθηκε το 1989 δεν ήταν τόσο ο υπαρκτός σοσιαλισμός, όσο η ελπίδα ότι υπήρχε η δυνατότητα να μεταρρυθμιστεί και να αναγεννηθεί αυτός ο σοσιαλισμός, να γίνει ένας ελκυστικός σοσιαλισμός για Δύση και Ανατολή. Χάθηκε δηλαδή η προοπτική ότι το μέλλον θα είναι σοσιαλιστικό, ότι θα διαφέρει ριζικά από το παρόν. Έκτοτε δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς θα είναι ένα επιθυμητό μέλλον. Το σκεφτόμαστε περισσότερο με όρους πανικού (η αμερικάνικη κυριαρχία και ο πόλεμος χωρίς κανόνες, η οικολογική καταστροφή και το φαινόμενο θερμοκηπίου, η επέμβαση στο γενετικό κώδικα και οι βιοπολιτικές της εφαρμογές), παρά με όρους ελπίδας. Και καθώς χάθηκε η δυνατότητα να σκεπτόμαστε με ελπίδα το μέλλον, χάθηκε μαζί και ένα σχήμα σκέψης, ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο σκεπτόμασταν την ιστορία αλλά και τον κόσμο μας και τον εαυτό μας μέσα τους.

Οι γενιές που το 1989 ανήκαν ήδη στον κόσμο των ενηλίκων, σκέφτονταν τον κόσμο και την ιστορία σε ένα πλαίσιο που οριζόταν από μια σειρά επαναστάσεις και από μια φορά εξέλιξης, στην οποία η έννοια της προόδου δεν αμφισβητούνταν. Παρόμοια σχήματα όριζαν τη σκέψη, ακόμη και όσων δεν ήταν καθόλου αριστεροί. Ας θυμηθούμε τις μεγάλες συζητήσεις για την “επανάσταση των διευθυντών”, για την “γραφειοκρατικοποίηση του κόσμου”, για τη σύγκλιση των δύο συστημάτων, καπιταλισμού και σοσιαλισμού, σε ένα τρίτο που θα διαχειριζόταν απαλλαγμένο από ιδεολογίες την κοινωνία, το τέλος των ιδεολογιών. Όλα αυτά έδειχναν ότι στο βάθος, παρά τις διαφορές, υπήρχε μια κοινή δομή χρονικότητας. Μια κοινή δομή βάθους που συνείχε τη σκέψη, όπως και σε άλλες προηγούμενες εποχές. Μια δομή σκέψης, η οποία είχε διάρκεια ζωής πάνω από έναν αιώνα. Από τα τέλη του 19ου αιώνα οπότε ο σοσιαλισμός εμφανίστηκε ως διάδοχος του αστισμού. Ε! λοιπόν αυτή η βαθιά δομή της χρονικότητας ανατράπηκε το 1989. Είναι αυτό λίγο; Μπορεί να είναι αδιάφορο το 1989;

Τι ελπίζουμε;

Αν δεν μπορούμε να φανταστούμε το μέλλον, δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε το παρελθόν, έγραφε το 1938 ο Καρλ Μανχάιμ, στο Ιδεολογία και Ουτοπία. Μόνο ιστορικοί που μοιάζουν με γραφειοκράτες που απλώς διεκπεραιώνουν πληροφορίες δεν μπορούν να καταλάβουν τη φράση αυτή. Αν δεν μπορούμε να φανταστούμε το μέλλον, δεν μπορούμε να φανταστούμε το παρελθόν. Γιατί βεβαίως δεν φτάνει να βάλουμε στη σειρά τα δελτία μας για να γράψουμε ιστορία. Και αυτό συνέβη με το 1989. Περισσότερο και από την πραγματική κατάρρευση, είναι η κατάρρευση του φαντασιακού που μετράει. Η απουσία ενός τρόπου να σκεφτούμε το μέλλον. Το τέλος της ιστορίας, του Φουκογιάμα ήταν μια παρόμοια απόπειρα, να φανταστούμε ένα μέλλον φιλελεύθερης δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς, η οποία δεν δημιουργεί μεγάλες και δραματικές αλλαγές. Τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν έτσι ειδυλλιακά, όχι μόνο εξαιτίας των πολέμων της δεκαετίας του ‘90 όσο εξαιτίας των εξελίξεων στη γενετική. Για το λόγο αυτό άλλωστε ο ίδιος συγγραφέας επέστρεψε με την Μετα-ανθρώπινη κατάσταση, στην οποία δηλώνει ότι το βιολογικό ον άνθρωπος, όπως το γνωρίζαμε, τελειώνει, αρχίζει κάτι άλλο, το οποίο όμως δεν θα έχει την ίδια ανθρώπινη ιστορία. Μια άλλη απόπειρα να σκεφτούμε το μέλλον ήταν το εφιαλτικό σενάριο του Χάντινγκτον για τη σύγκρουση των πολιτισμών. Αλλά είτε με το ένα σενάριο, είτε με το άλλο, έχουμε μπει στη διαδικασία να φανταζόμαστε το μέλλον, όχι ως ελπίδα αλλά ως απελπισία. Αυτή είναι η θεμελιώδης διαφορά με το πριν το 1989.

Κι όμως, παρ΄ όλα αυτά γράφεται ιστορία, και διαβάζεται ιστορία, και βλέπεται ιστορία, πάντως πολύ περισσότερο από ότι παλιότερα. Πώς εξηγείται αυτό; Αν “όχι ελπίδα – όχι ιστορία”, πώς συμβαίνει να μην έχουμε ελπίδα αλλά να γράφεται ιστορία; Σκέφτομαι δυο από τις δυνατές απαντήσεις, οι οποίες βεβαίως και δεν εξαντλούν το πρόβλημα:

Η πρώτη έχει να κάνει με την αντίληψη της ιστορίας ως χάρτη πλοήγησης, που αντικαθιστά τους χάρτες της ιδεολογίας. Όταν θεωρούμε ότι τα πράγματα δεν πήγαν όπως προβλέπονταν από τις ιδεολογικές βεβαιότητές μας, τότε ψάχνουμε τι πήγε στραβά, και το ψάχνουμε αναψηλαφώντας στο παρελθόν. Η ιστορία μας φαίνεται σταθερότερο έδαφος από άλλους τρόπους σκέψης. Ίσως εκεί μπορούμε να δούμε, πως όταν διαπιστώνουμε ότι κλείνουν μερικά πεδία ελευθερίας αντιλαμβανόμαστε την επομένη ότι ανοίγουν άλλα, σε διαφορετικά επίπεδα. Εκεί που κλείνουν δυνατότητες, ανοίγουν άλλες αλλού. Ο αντι-νομοτελειακός χαρακτήρας της ιστορικής γνώσης αποθαρρύνει βέβαια από την περισσή αισιοδοξία, γι αυτό και δεν πολυχρειάζεται σε στιγμές επαναστατικής έξαρσης, αλλά ενθαρρύνει από την υπερβολική απαισιοδοξία, για αυτό και καταφεύγουμε εκεί σε στιγμές ήττας και περισυλλογής. Συχνά, ο όρος «ιστορία των ηττημένων» χρησιμοποιείται περιφρονητικά ή αποδίδεται ως μομφή. Αλλά η ιστορία που ξεκινά από τη διερεύνηση των αιτιών της ήττας, του τραύματος, της αυταπάτης είναι πάντα πιο πλούσια από εκείνη που αναζητά τις αιτίες της νίκης και της βεβαιότητας.

Η δεύτερη απάντηση έχει να κάνει με τη λειτουργία της ιστορίας, σε ευρύτατα στρώματα, ως ενός “τόπου” διπλασιασμού της πραγματικότητας. Όσοι έχουν σοβαρές αντιρρήσεις, ας παρηγορηθούν διαβάζοντας Όμηρο. Μήπως οι Φαίακες, για να ξεχάσει ο Οδυσσέας τα δικά του βάσανα δεν του διηγούνταν την ιστορία του; Αν καταλάβουμε τη σχέση αυτή στον νοηματικό της πυρήνα και αν την προβάλουμε στη σημερινή γιγαντοοθόνη των πολιτισμικών πρακτικών, τότε θα καταλάβουμε το νόημα του ιστορικού διπλασιασμού της πραγματικότητας. Θα καταλάβουμε επίσης και τη στροφή του μυθιστορήματος στην ιστορία, όπως και της ιστορίας στο μυθιστόρημα ως πηγή, και κάπου-κάπου ως τρόπος ή πλοκή γραφής.

Τα Τείχη μετά το Τείχος

Του Γιάννη Παπαθεοδώρου

Η πτώση του Τείχους, το 1989, σφράγισε τον "αιώνα των κομμουνισμών" κληροδοτώντας στις σύγχρονες κοινωνίες μια σειρά ερωτημάτων και στοχασμών, γύρω από την πολιτική πράξη και θεωρία της νεωτερικότητας. Το ιστορικό σχέδιο που επέτρεψε τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού πεδίου πολιτικής, διάφορου ως προς την δυτική αστική δημοκρατία και τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, -αυτό είναι πάντως το κεντρικό συγκριτικό παράδειγμα και όχι το αφελές σχήμα των δύο ολοκληρωτισμών (φασισμός, κομμουνισμός)- κατέρρευσε τη στιγμή ακριβώς που κλήθηκε να παίξει το στοίχημα της μετάβασης. Έτσι, η έφοδος των επαναστατικών και επαναστατημένων μαζών στο προσκήνιο της πολιτικής άνοιξε με τολστοϊκό ενθουσιασμό και έκλεισε με καβαφική ειρωνεία: «κι ολόγυρα απ' τα τείχη τρέχουμε / ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή. / Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία». Το Τείχος δεν ήταν ούτε το τελευταίο "ιστορικό ατύχημα" της νεωτερικότητας ούτε ο τελευταίος "σισύφειος μύθος" της επανάστασης∙ ήταν ένα πολιτικό γεγονός που υπενθύμιζε, με εμφατικό και τραυματικό τρόπο, τις ρήξεις που γεννάνε οι "δομές καταστροφής" μέσα στην ιστορία, καθώς και τις κοινωνικές συνέπειες που συνοδεύουν την απορύθμιση ιδεολογικοπολιτικών συστημάτων με παγκόσμια εμβέλεια. Κι αυτή "η στιγμή της κρίσης" είναι κάτι που προφανώς δεν αφορά μόνο τις χώρες του πρώην "υπαρκτού" αλλά ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα. Από αυτή την άποψη ίσως είναι χρήσιμο να διερωτηθούμε μήπως μετά το Τείχος εξακολουθούμε να ζούμε με άλλα Τείχη, τα οποία ανεπαισθήτως κτίζονται γύρω μας, εμποδίζοντας όχι μόνο την ιστορική κατανόηση του κομμουνιστικού φαινομένου αλλά και την οργάνωση μιας πολιτικής δράσης που, σε τελευταία ανάλυση, θα αφορά αποτελεσματικά τους κολασμένους της γης.

Στις κύριες διανοητικές συζητήσεις που διεξάγονται γύρω από την εμπειρία ("μνήμη του κομμουνισμού", "οι δύο ολοκληρωτισμοί", "το τέλος της ιδεολογίας"), ανεξάρτητα από την αφετηρία και τις απολήξεις τους, εντοπίζονται συχνά μια σειρά στερεοτύπων και μανιχαϊστικών λογικών που δείχνουν καθαρά πως το Τείχος δεν χώριζε μόνο δύο οικονομικές σφαίρες αλλά δύο διαφορετικές πολιτικές και πολιτισμικές λογικές. Κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το πρόβλημα της ετερότητας και της πολιτικής ετερολογίας που έθετε το κομμουνιστικό φαινόμενο αντιμετωπίστηκε, από τη δυτική μαζική κουλτούρα μέχρι τις διανοούμενες ελίτ, σαν ένας εορταστικός αποχαιρετισμός σε έναν κόσμο που φεύγει, και αφήνει πίσω του ένα μελαγχολικό αρχιπέλαγος από γκουλάγκ και μπουφονικές φαρσοκωμωδίες του τύπου Goodbye Lenin. Από την άλλη μεριά, ακόμη και η νοσταλγική αναδρομική αφήγηση για τον κομμουνισμό καθώς και οι συχνοί απολογητικοί τόνοι του δυτικού μαρξισμού ("εμείς το ξέραμε") αποτελούν και αυτοί μέρος του προβλήματος, και όχι ένα στέρεο ερμηνευτικό σχήμα για την εξήγησή του. Ωστόσο, η αλληλοαναγνώριση-αναμέτρηση των δύο κόσμων δεν λύθηκε ούτε με την ειρωνική αντικατάσταση του σφυροδρέπανου από την Coca Cola ούτε με την ηθική διερώτηση των φιλοσόφων της δυτικής όχθης του Σηκουάνα για το αν ο κομμουνισμός ήταν έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας. Η ιστορική εμπειρία του κομμουνισμού εξακολουθεί να παραμένει ένα διακύβευμα που ζητάει νέα διανοητικά εργαλεία, αρκετά εκλεπτυσμένα για να ξεφύγουν από τα Τείχη των στερεοτύπων. Για την ιστορία και τη λογοτεχνία, τουλάχιστον, η αναζήτηση νέων μεθόδων κατανόησης για να συλλάβει τον κοινωνικό κόσμο, δεν είναι ζήτημα δεοντολογίας∙ είναι ζήτημα ουσίας.

Λένε συχνά πως η λογοτεχνία είναι ένα προνομιακό πεδίο για να αφουγκραστεί κανείς τις σύγχρονες και παλαιότερες ιστορικές εμπειρίες, αφού, στην ουσία, αυτή αναλαμβάνει πρώτη να επεξεργαστεί μια "ιστορία του παρόντος". Αν ρίχναμε λοιπόν μια "αεροπορική" ματιά για να δούμε πως περνάει -όχι αντανακλαστικά, βέβαια, αλλά διαθλαστικά- η εμπειρία του Τείχους στη λογοτεχνία, θα βλέπαμε πως, συμβατικά πάντα, διακρίνονται δύο βασικές τάσεις: η μία τάση καλλιεργεί εντατικά τη φιλελεύθερη φαντασίωση για την "απελευθέρωση" του έγκλειστου "κόκκινου κόσμου" και η άλλη παραμένει προσκολλημένη σε μια διεργασία πένθους αναζητώντας τα ερείπια από τα οράματα που χάθηκαν. Τίποτε το πρωτότυπο κι εδώ: Ανάμεσα στις καπιταλιστικές απολαύσεις και στα προδομένα οράματα, η κοινοτυπία ακυρώνει την παραγωγή νέων ιδεών και κυρίως την παραγωγή νέων αφηγηματικών τρόπων. Οι έμμεσες ή άμεσες αναγωγές στο "άδειο κιβώτιο" αδυνατούν να συλλάβουν την πολυπλοκότητα του θέματος, πετώντας μαζί με την κούνια και το μωρό. Φοβάμαι πως ο Μαγιακόφκι και ο Μπρεχτ ήξεραν περισσότερα από τους σημερινούς ποιητές, και το Αστείο του Κούντερα παραμένει πιο ουσιαστική αφηγηματική κατάθεση σε σχέση με την επανανακάλυψη και την επικαιροποίηση του μάλλον πληκτικού Σολτζενίτσιν. Μια κάποια διαφοροποίηση του λογοτεχνικού κανόνα, ωστόσο, αρχίζει να διαφαίνεται από τη στιγμή που οι συγγραφείς αρχίζουν και καταπιάνονται με θέματα που προέκυψαν κατά τη στιγμή της μετάβασης στον μετα-κομμουνιστικό κόσμο: η επινόηση των "ανατολικών" ως νέων βαρβάρων στο εσωτερικό μιας παγκοσμιοποιημένης επικράτειας καθώς και ο αναστοχασμός γύρω από την έννοια της ουτοπίας ως άλλοτε ευφορικού και άλλοτε δυσφορικού συστήματος σκέψης έχει εγκαινιάσει μια διεθνή λογοτεχνική παραγωγή με αρκετά ενδιαφέρουσες παρουσίες, όχι μόνο από δυτικούς συγγραφείς αλλά και από ανατολικούς. Ακόμη και -ή μάλλον κυρίως- από συγγραφείς που βρίσκονται έξω από τα σύνορα της Ευρώπης.

Φτάνει άραγε αυτό για να αντιμετωπίσουμε το "89" ως καμπή στην λογοτεχνική παραγωγή; Θα έλεγα ναι και όχι. Ναι, με την έννοια ότι από το ‘89 και μετά η λογοτεχνία καλείται να διαχειριστεί σε μεγάλο βαθμό τα Τείχη (και την τύχη) μιας πολιτισμικής λογικής, που διάβαζε τον κομμουνισμό μέσα από την ασφάλεια των διαχωριστικών γραμμών ενός "εξωτικού κόσμου". Όχι, με την έννοια ότι το Τείχος δεν έφερε καμία δραστική αλλαγή στην ίδια την αφηγηματική συνείδηση της λογοτεχνικής γραφής, δεν οδήγησε σε μια νέα τροπικότητα της γραφής. Μια τέτοια άμεση αναγωγή θα ήταν άλλωστε όχι απλώς ιστορικά αδύνατη αλλά και θεωρητικά λανθασμένη. Οι χρονικότητες που σφραγίζουν τις παραγωγές λόγου και τα συστήματα αποφάνσεων δεν ακολουθούν τους ίδιους νόμους με την κοινωνική ιστορία. Παρ' όλα αυτά, σήμερα η ίδια η λογοτεχνία αναδεικνύεται σε κεντρικό αγωγό για τη συγκρότηση μιας πολιτισμικής εικονολογίας που εμπεριέχει όχι μόνο τη μνήμη της κομμουνιστικής εμπειρίας αλλά και τη διερεύνηση νέων δρόμων για μια πιθανή φαντασία που θα επανασυνδεθεί με προτάγματα πολιτικής χειραφέτησης. Το πεδίο της κουλτούρας είναι η κρίσιμη κοινωνική αρένα διαπραγμάτευσης γύρω από τα παλιά και νέα Τείχη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου