19/6/21

Ιστορία σκληρή

Άποψη της έκθεσης. Έργα του VASKOS (Βασίλης Νούλας & Κώστας Τζημούλης).

Του Κωνσταντίνου Μπούρα

ΠΕΤΕΡ ΧΑΝΤΚΕ, Ανέμελη δυστυχία. Μια αφήγηση, μετάφραση: Σπύρος Μοσκόβου, βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 88

Σκληρή αλλά και νοσταλγική ματιά προς τα πίσω, αναχαράζοντας τα όρια μιας παιδικής ηλικίας, που όσο κι αν δεν μας πληγώνει πια πόρρω απέχει από τον “παράδεισο”. Παρ’ όλα αυτά υπερισχύει η καθημερινή χαρμολύπη, η συνήθεια της μοναξιάς μέσα στον κόλαφο της συνύπαρξης πολλών στο ίδιο κελί ζωολογικού κήπου, για να θυμηθούμε τον Alby. Συνήθως οι δεινοί αφηγητές επανέρχονται στο τέλος της ώριμης ηλικίας τους στην Τέχνη προκειμένου να αναμασήσουν και να αναδομήσουν με αυτοψυχαναλυτικό ή μη τρόπο βιώματα και αναμνήσεις που λειτουργούν ως ακατέργαστο πρωτογενές υλικό, ως πολύτιμη ή περιττή πρώτη ύλη, ως απορρίμματα της κατοπινότερης επιτυχημένης ζωής, που μπορούν όμως κι αυτά να χρησιμέψουν σε κάτι λογοτεχνικό.
Η εγγενής δραματικότητα του όλου εγχειρήματος είναι εξ αρχής προφανής και χαρίζει στο λογοτέχνημα πολλά επίπεδα και πάμπολλες δυνατότητες αυτοσαρκασμού και ειρωνείας. Όπως ποιεί εδώ ο νομπελίστας πλέον Πέτερ Χάντκε, που δραματοποιεί ακόμα και την αφηγηματική αμηχανία του, εκθέτοντας τον εαυτό του με τόσες αυτοαναφορικές μαστιγώσεις που δεν μένει κάτι για τον κακόβουλο επαρκή αναγνώστη να του προσάψει. Αμήχανο πόνημα, θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω, αν δεν είχα διαβάσει και μελετήσει τα αντίστοιχα του Καμύ (“Ο πρώτος άνθρωπος”) και του Αραμπάλ (“Γράμμα αγάπης”). Πώς να μιλήσεις για πράγματα που σε πονάνε; Για ενοχές και συμπεριφορές που έμπηξαν βαθιά το μαχαίρι στην πληγή μας; Για στάσεις ζωής που προκάλεσαν ανεπούλωτες απώλειες. Και ποια μεγαλύτερη αστοχία από την προδομένη αγάπη; Όχι εκείνην που εκδηλώθηκε και αποσύρθηκε, αλλά για την άλλη, που έμενε πάντα κρυφή πίσω από το έρκος των οδόντων, πίσω από πεισματικές – ή επιφυλακτικές, έστω – εκφράσεις και χειρονομίες αυτολύπησης. Και πώς να απαιτήσεις από τα ταλαίπωρα φυλακισμένα ζωάκια να φέρονται σαν άγγελοι στην Εδέμ; Πώς να βιώσεις το “ωκεάνιο συναίσθημα” των ποιητών όταν βουλιάζεις σε μια στυγνή και αποτρόπαιη πραγματικότητα; Εδώ ακριβώς έγκειται η δεξιοτεχνία των μεγάλων τεχνιτών του Λόγου: να μεταβολίζουν διαρκώς το πικρό σε γλυκό και να δικαιολογούν τα ανείπωτα χαρίζοντας σε κάθε τι το συμπληρωματικό του και αναγνωρίζοντας την αξία όλων των βιωμάτων, θετικό και αρνητικό. Η Γη έχει δύο πόλους. Το ίδιο και το ανθρώπινο σώμα: συναισθηματικό, υλικό και νοητικό. Δεν γίνεται να υπάρξει στον υλικό κόσμο των φαινομένων κάτι χωρίς το αντίθετό του. Οι μεγάλοι πνευματικοί άνθρωποι, οι σπουδαίοι μελετητές της ανθρώπινης φύσης το γνωρίζουν αυτό και όσο κι αν στέκονται με τη μεριά του Καλού, αναγνωρίζουν πως δεν ζωγραφίζεται το Φως χωρίς τη Σκιά του.
Μάθημα ζωής και μάθημα γραφής αυτό το πόνημα, γιατί κρατάει τις σωστές αποστάσεις από την εύκολη παγίδα του συναισθηματισμού και της άκριτης νοσταλγίας της ανάμνησης, που ωραιοποιεί τα πάντα, ακόμα κι εκείνα που ήταν απαράδεκτα.
Γραμμένος το 1972 αυτός ο δραματικός μονόλογος, χωρίς καμιά ανάγκη επεξεργασίας. Τα πρόσωπα είναι τέσσερα: ο αφηγητής, ο συγγραφέας, το είδωλο μιας πονεμένης μητέρας που αυτοκτόνησε και η μυστηριώδης, δυσεξιχνίαστη, απρόσιτη μάνα του συγγραφέα. Ο έμπειρος δραματουργός συμπλέκει τις αλήθειες και τις ουσίες τους, κάποτε επιτρέπει στον εαυτό του την πολυτέλεια να μουντζουρώνει, να ακυρώνει, να παρατηρεί τα χρώματα να διαπιδύουν το ένα μέσα στο άλλο δημιουργώντας σαν παζλ μια υδατογραφία κάποιας ακαθόριστης παιδικής ηλικίας, τόσο συνηθισμένης για τους φτωχούς ανθρώπους εκείνης της εποχής που δεν αντέχει τον μελοδραματικό χαρακτηρισμό “τραυματική”.
Η σκληρότητα είναι αυτό που κόμισε στην λογοτεχνική γραφή του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα ο Πέτερ Χάντκε. Από το “Βρίζοντας το κοινό” (1966) και μετά δεν απέφυγε στο ελάχιστο να βυθίζει το νυστέρι του στις ανοικτές ή δήθεν επουλωμένες πληγές του Συλλογικού Ασυνείδητου και να βγάζει όλα τα θραύσματα χειροβομβίδων, τις σκουριασμένες σφαίρες, τα αγκίστρια από δολώματα που καταπίναμε αμάσητα.
Είναι τολμηρός, όταν μπαίνει μέσα στον θρυμματισμένο κόσμο των ηρώων του και “εξηγεί” κοινωνιολογικά το μεθύσι των αφιονισμένων μαζών με τον ναζισμό και τον κάθε είδους φασισμό. Η ματαιωμένη μητέρα θυμάται την νεανική της ηλικία και τον πρώτο της έρωτα, έναν “συνάδελφο” εθνικοσοσιαλιστή, με την ίδια νοσταλγία που θυμόμαστε εμείς οι παλαιότεροι ανάλογες ιστορικές στιγμές: τα δοξασμένα νιάτα μας στον αντιχουντικό αγώνα των φοιτητών στο Πολυτεχνείο, στον Μάη του 1968, στις αντιφασιστικές μας πορείες, συμπλέοντας με τα “παιδιά των λουλουδιών” και λοιπά. Διαβάζουμε στη σελίδα 25: “Για πρώτη φορά επίσης κι ένα αίσθημα οικογένειας… Κι έτσι η πρώτη αγάπη: με έναν Γερμανό σύντροφο στο κόμμα, που ήταν κανονικά υπάλληλος ταμιευτηρίου και τώρα ως λογιστής στο στράτευμα ήταν κάτι το ελαφρώς ιδιαίτερο – κι ύστερα από λίγο την άφησε έγκυο. Ήταν παντρεμένος κι αυτή τον αγαπούσε, πολύ, την έκανε ό,τι ήθελε. Τον παρουσίασε στους γονείς της, πήγαινε μαζί του εκδρομές στα περίχωρα, μέσα στη μοναξιά του φαντάρου αυτή του έκανε συντροφιά”. Ποιος θα τολμούσε να γράψει κάτι τέτοιο για τους γονείς του χωρίς να υποστεί τις όποιες συνέπειες; Όμως ο Πέτερ Χάντκε είναι φιλαλήθης και συνεπής με τον εαυτό του, δεν παραχαράζει την Ιστορία κι αυτό τον ανυψώνει στη συνείδηση του επαρκούς αναγνώστη, γιατί δεν ωραιοποίησε την βαριόμοιρη μανούλα του ζωγραφίζοντάς την με φανταχτερά χρώματα που δεν της ταίριαζαν. Αντιθέτως, ψηλαφεί με επιστημονική ακρίβεια τις ατομικές και συλλογικές επιπτώσεις του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στις ψυχές των αδυνάμων, που ενίοτε ήταν και συνένοχοι του αφανισμού και της εξόντωσης αθώων συνανθρώπων τους. Θέλει θάρρος να πεις την αλήθεια. Ειδικά όταν πρόκειται για τη μάννα σου.
Διαβάζεται με κομμένη ανάσα, ακόμα και στις ομολογημένες στιγμές της αφηγηματικής δυσχέρειας. Υπόδειγμα δραματικής αυτοψυχαναλυτικής γραφής. Ο Πέτερ Χάντκε αξιοποιεί όλες τις τεχνικές που επιτρέπουν να πούμε την δική μας ιστορία χωρίς –εν τέλει– να έχει “τίποτα το προσωπικό”, όπως ήταν τα έσχατα λόγια του Αύγουστου Στρίντμπεργκ στο νεκροκρέβατό του. Αξιομνημόνευτο επίτευγμα, εγχείρημα τολμηρό, από τα λίγα.

Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι επισκέπτης καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: