2/6/19

Ένας κατεργίτης...

ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΟΥΜΑΣ, Ο κόμης του Μόντε-Χρίστο, δίτομη έκδοση, μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, εισαγωγή-σημειώσεις-επίμετρο: Θόδωρος Κατσίκαρος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 1180

Ο Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ), όπως τον λέγαμε παλιά, επέτυχε στα 68 χρόνια ζωής του να είναι ο πολυγραφότερος συγγραφέας του 19ου αιώνα. Γιος ενός στρατηγού του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, εγγονός ενός Μαρκήσιου και μιας μαύρης σκλάβας από τον Άγιο Δομήνικο, κατάφερε μέσα από αυτό το πολιτισμικό αμάλγαμα να ενσωματώσει στα έργα του τα ρομαντικά ιδανικά του καιρού του, να υπηρετήσει εμπράκτως τον Διαφωτισμό, να μιμηθεί τα φιλελληνικά πρότυπα του Λόρδου Βύρωνα και να εντάξει τον εξωτισμό-οριενταλισμό στα μυθοπλάσματά του. Έφτασε βέβαια να θεωρείται ταυτόσημος με τον Κόμη Μόντε-Χρίστο, τυπική περίπτωση θύματος της απλοποιητικής προσληπτικής διαδικασίας των αφελών αναγνωστών που νομίζουν πως ο πεζογράφος μπορεί να μιλάει μόνο για τη δική του ιστορία με τόσο ζωντανό, συναρπαστικό κι αληθοφανή τρόπο.
Θεωρώντας όμως πως η πραγματική ζωή είναι απείρως πιο εφευρετική από την φαντασία των μυθιστοριογράφων, κάθε αφηγούμενη ιστορία δεν μπορεί παρά να είναι μια παραμορφωτική εκδοχή των όποιων εμπειριών (σε αυτές συγκαταλέγονται κι οι διαμεσολαβημένες). «Λευκό ψέμα» η λογοτεχνία, στο βαθμό που λειτουργεί σαν ασίγαστη μηχανή αναπαραγωγής των φαντασμάτων που ο Καβάφης ονόμασε συμβολικά «Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες». Από αυτή την άποψη, ακόμα κι αυτή η λαοφιλής ιστορία του ανύπαρκτου Κόμη Μόντε-Χρίστο λαμβάνει γιγαντιαίες διαστάσεις στο βαθμό που καταγράφεται και απορροφάται από το Συλλογικό Ασυνείδητο. Το δραματικό πρόσωπο παύει να είναι λογοτεχνικό αποκύημα και γίνεται «πραγματικό», περισσότερο «απτό» από τα αληθινά πρόσωπα που έζησαν στην ίδια εποχή ή σε ανάλογα χωροχρονικά πλαίσια και δεν άφησαν πίσω τους κανένα μετείκασμα, μηδένα ίχνος, εκτός από την τυφλή αναπαραγωγή του γονιδιώματος, εάν κι εφ’ όσον συνέβη αυτό.

Σύγχρονος με τον φίλο του Ουγκώ συγγράφει σχεδόν ταυτόχρονα φιλελληνικά λογοτεχνήματα και ιστορικά θεατρικά έργα ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα χαρακτηρίζεται από την αρχετυπική διαμάχη του παλαιού με το νέο κι ως αντίπαλος του αιώνιου κλασικισμού έρχεται ο ρομαντισμός που δίνει προβάδισμα στις φαντασιωτικές και συναισθηματικές επιτεύξεις του ανθρώπου σε συνδυασμό με την ανάδυση των εθνικών συνειδήσεων μέσα από το παγκοσμιοποιημένο συνονθύλευμα αυτοκρατοριών που παρακμάζουν (όπως η Οθωμανική). Όπως κι ο Ουγκώ έμεινε στην Ιστορία κυρίως ως μυθιστοριογράφος παρά ως θεατρικός συγγραφέας, αφού το ευρωπαϊκό θέατρο της εποχής τους είναι κυρίως αριστοκρατικό και δεν έχει λαϊκό πρόσημο. Τα κόκκαλα και των δύο βρίσκονται τώρα στο Παρισινό Πάνθεον κυρίως χάρη στα πολυδιαβασμένα και πολυμεταφερμένα στο θέατρο και στον κινηματογράφο μυθιστορήματά τους. Τα μυθιστορήματα σε συνέχειες στο κάτω μισό της πρώτης σελίδας των εφημερίδων στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα έδωσαν στους δύο μάστορες του λόγου την ευκαιρία να απευθυνθούν σε πλατιά λαϊκά στρώματα, κάτι που καμία θεατρική επιτυχία δεν θα καθιστούσε εφικτό.
Στην άκρως κατατοπιστική εισαγωγή αυτής της έκδοσης που υπογράφει ο εμβριθέστατος Θόδωρος Κατσίκαρος αναφέρεται ότι «πρώτος ο Γκράμσι αναγνώρισε στον Rodolphe [του Μυστηρίου των Παρισίων δια χειρός Ευγενίου Σύη] και στον Monte-Cristo εκλαϊκευτές προδρόμους του Νίτσε αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι “ένα μεγάλο μέρος του νιτσεϊκού υπεράνθρωπου μοντέλου, όχι μόνο συναντάται, αλλά και πηγάζει ως θεωρητικό πρότυπο όχι από τον Ζαρατούστρα, αλλά από το μυθιστόρημα Ο κόμης του Μόντε-Χρίστο” (σσ. 12-13). Είναι άκρως ενδιαφέρουσα αυτή η αμοιβαία διαπίδυση λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, απόδειξη ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση μήτε στην Τέχνη μήτε στη Σκέψη. Ο Ευγένιος Σύη (Eugène Sue) «χωρίς να το επιδιώξει, κατάφερε να τεθεί επικεφαλής της ιδιότυπης σχολής του “λαϊκού μυθιστορήματος”», κάτι δηλαδή μεταξύ σοβαρής λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας. Ακόμα και σήμερα τα όρια είναι δυσδιάκριτα, τουλάχιστον όσον αφορά τα ευπώλητα βιβλία.
Σημαντική η μετάφραση που φιλοτέχνησε η Σοφία Αυγερινού ακροβατεί ανάμεσα στην καθημερινή απλοποιημένη γλώσσα και σε ένα λιγότερο εκλαϊκευμένο ιδίωμα παλαιοτέρων εποχών, όπου ο πληθυντικός είχε ακόμα θέση στην ανθρώπινη επικοινωνία. Λέξεις κι εκφράσεις όπως «ένας παλιός κατεργίτης» (σελ. 969) επιτείνουν την όποια λογοτεχνικότητα συναπαρτίζοντας μια ιδιόλεκτο πολυπρισματική που διαφοροποιείται ανάλογα με το ομιλούν πρόσωπο. Λεπτεπίλεπτη αναδημιουργική δουλειά που αναμένεται να αντέξει στον Χρόνο χάρη στο υπερτονισμένο δραματικό στοιχείο. 

Steven C. Harvey, Film Poster No.1, 2019, μολύβι σε χαρτί, 15 Χ 21 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: