Steven C. Harvey, Seed Drill, 2019, μολύβι σε χαρτί, 15 Χ 21 εκ. |
ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Πώς θα μπορούσαμε να ορίσουμε την
ιστορικοκριτική αντιμετώπιση των λογοτεχνικών κειμένων, ιδίως σε μια περίοδο
που η ιστορική τους «γείωση» καταγράφεται με πολλαπλή αδυναμία; Επομένως, να
μην υποστέλλεται η μέριμνα για την ιστορική τους ανάδυση («υπόβαθρο»).
Διαφορετικά, μοιάζουμε με δημιουργούς τοιχογραφιών που όσο πιο αδέξιοι
αποδεικνυόμαστε τόσο χάνονται από τον ερευνητικό μας ορίζοντα οι καίριες
μετατοπίσεις της λογοτεχνίας που μελετούμε. Η ιστορικοκριτική πράξη αναγνώρισης
ενός κειμένου, ανάμεσα στα άλλα, καθιστά το αφανές προφανές, δίδει στο άμορφο
μορφή και «ταυτότητα», μεταπίπτει από την κυριολεξία στα πολλαπλά επίπεδα των
σημασιών, ανάγεται στον τρόπο άρθρωσης του όλου, επαναφέρει την ιστορική πνοή
στο στατικό γραπτό λόγο, ανασυνθέτει τον αιτιώδη ειρμό που τον συνέχει και
ανασυγκροτεί – μέσα από τα «τοπία αλήθειας» που συνεισφέρει – τον τρόπο
πνευματικής οικείωσης της πραγματικότητας.
Ας
υποθέσουμε ότι έχουμε μπροστά μας το βιβλίο του Γιάννη Η. Παππά Θαμπές ζωές. Ο τρόπος «συμπλοκής»
σημαίνοντος και σημαινομένου, μορφής και περιεχομένου, του παρόντος βιβλίου θα
μπορούσε να κατανοηθεί μέσα από τις εξής «παραμέτρους».
1) διαρκής η εστίαση του ενδιαφέροντος όλων μας
στη διεθνή, ευρωπαϊκή και ελληνική «συγκυρία» ̇ 2) με υπόδειξη ότι σήμερα, η 3η
Δεκεμβρίου, έχει αναγορευθεί σε «παγκόσμια ημέρα των ΑΜΕΑ» ̇ 3) δεν είναι
αμελητέα η πρόθεση του τρόπου οργάνωσης της αποψινής μας εκδήλωσης, τόσο ως
προς τη σύνθεση των βιβλιοπαρουσιαστών
όσο και ως προς τις θεατρικές και μουσικές παρεμβολές/διεμβολές, τις οποίες και
εγκάρδια αναμένω ̇ 4) το οπισθόφυλλο ως κείμενο έλξης και επαρκούς «προϊδέασης»
για ό,τι έχει προηγηθεί στις σχεδόν διακόσες σελίδες ̇ 5) η σύνθεση του
εξωφύλλου, με φωτογραφία του Alexandre
Riendeau, ως
παρωθητικό υπόβαθρο από τον συγγραφέα στον αναγνώστη και στην αναγνώστρια ̇ 6) ο
τίτλος του βιβλίου ως συνοπτική του απόδοση, με δυο λέξεις: Θαμπές ζωές: πληθυντικός όχι γενίκευσης
«βίων», αλλά διακριτών βιοαφηγήσεων που μπορεί να μη «γυαλίζουν» αλλά να
αιφνιδιάζουν (στον Όμηρο= «θάμβος» ή στο
ίδιο κείμενο: «Λίγο πριν απ’ την αυγή [131]: η μέρα «θαμποχαράζει») ̇ 7) ο
πίνακας περιεχομένων, ήδη στην αρχή του βιβλίου, προσφέρει πλήρη κατόπτευση του
«τοπίου» ̇ 8) ο υπότιτλος: «Πεζογραφήματα» συνάδει με την τιτλοφόρησή τους
(«Λεμονιά η …ποιήτρια», «Δύο απ’ όλα», «Λίγο πριν απ’ την αυγή», «Μια νύχτα μ’
έναν τραμπούκο»)… 9) ο τρόπος γραφής του κειμένου, δηλαδή των επιμέρους
κειμένων: ολιγόλεκτες φράσεις, κάποτε και μονόλεκτες («Αξεχώριστοι») ̇ 10) η
καταχώριση, σε σειρά υποσημειώσεων, επεξηγήσεων γλωσσικής και ιστορικής υφής ̇
11) η συντομία των «πεζογραφημάτων» - κάποτε δεν υπερβαίνουν τις 4 σελίδες, με
εξαίρεση το «Χιτώνιο ή ‘ποιος θα μου δώσει πίσω τα παιδικά μου χρόνια;’»
(165-177) ̇ 12) η χωρο – χρονική ένταξη των αφηγήσεων: «Γύρω στο ’50 θα ’ταν»
(13), «Δεκαετία του ’60» (55), «τον γνώρισα το 1964 στην Πάτρα» (79),
«γεννήθηκα το 1959» (85), «Πρέπει να ήτανε καλοκαίρι του 1983» (123)… 13) η
επίκληση κάποτε της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (Αριστοφάνης [44], Αρχίλοχος
[45]) ή της ευρωπαϊκής (Λαμαρτίνος, 135), με ειδική αναφορά στον Δημήτρη Χατζή
(με κατακλείδα: «μονάχα η Ιστορία», 177) ̇ 14) η αναφορά σε
«παρανόμια»/«παρατσούκλια» - δυο απ’ αυτά που είχαν
κολλήσει κι εμένα στη δεκαετία του ’50: «Κορεάτης», «Σπανομαρίας» (67), χωρίς
να «πορευτώ» μ’ αυτά «σ’ όλη μου τη ζωή» (69) ̇ 15) η πολιτική ως «αιματηρό και
σκοτεινό κεφάλαιο» της ιστορίας μιας πόλης («Μια νύχτα μ’ έναν τραμπούκο»,
75-78) ̇ 16) η «καθημερινότητα» ως «καβαλοκαλάμι» (149) κάποτε και ως
«εξαίρεση».
Ως προς την κατόπτευση
της κύριας δόμησης της αφήγησης θα επικαλεσθώ μια παροιμιακή φράση από την Κω: «Η
ρίζα σέρνει το κλαρί και το κλαρί τη ρίζα». Ειδικότερα: Στα τριάντα τέσσερα «πεζογραφήματα»
ο Γιάννης Παππάς ενδιαφέρεται να επιδοθεί στα εξής εγχειρήματα: α) να μην
αναλωθεί σε «συμβαντολογική» αφήγηση, εφόσον επιλέγει με διακριτικό τρόπο τη
διαρκή προβληματοθεσία και τη σκιαγράφηση των σύστοιχων απαντήσεων ̇ β) μια
τέτοια πρακτική γραφής, όσο σύντομα κι αν είναι τα «πεζογραφήματα», δεν
εξυπονοεί ότι εξουδετερώνεται ο σφυγμός του εφήμερου, δηλαδή ό,τι
καθημερινοποιεί τη διαφορετικότητα και την καθιστά μη αναγώγιμη ̇ γ) η μέριμνα
για την ανάδραση «μέρους» και «όλου» διαφαίνεται στο σύνολο των αφηγήσεων ̇ δ) ο
χρόνος του αφηγητή είναι ό,τι μπορεί να διασωθεί από το παρελθόν, τόσο το δικό
του όσο και των τόπων διαμονής του (από το χωριό του ώς τη Θεσσαλονίκη και την
Πάτρα) ̇ ε) δηλαδή, ο συγγραφέας «φέρνει στην επιφάνεια παιγνίδια της Ιστορίας
σε βάρος», όπως σημείωνε ο ίδιος, «αδύναμων και μοναχικών» που «αναμετριούνται
με την απώλεια, τον έρωτα, την τρέλα και τον θάνατο»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου