24/7/17

Το χώμα που ευλογεί τις λέξεις

ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΛΥΜΠΕΡΗ

Maret Ánne Sara, Pile o’ Sápmi, 2017, διάφορα υλικά, άποψη εγκατάστασης, Neue Neue Galerie (Neue Hauptpost), Κάσελ, documenta 14, φωτ.: Mathias Völzke


ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Έκτακτο δελτίο καιρού, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 66
                                          
Το καινούριο βιβλίο του Κ. Παπαγεωργίου αποτελεί ένα κείμενο αφαιρετικού χαρακτήρα με το οποίο συνεχίζει τη σταθερή, γόνιμη και καταξιωμένη πορεία του μέσα στην ελληνική γραμματεία και με το οποίο μας επιτρέπει μια περιδιάβαση μέσα στον προσωπικό του χωροχρόνο, αν και -όπως αναφέρει στην αρχή της συλλογής- δεν είναι καιρός για “σημάδια επαφής και διασταυρώσεις βλεμμάτων”.
Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση, της οποίας τα μέρη (που καταδείχνουν ένα όλον), δεν φέρουν καθόλου τίτλους, αλλά μόνον αρίθμηση με λατινικούς χαρακτήρες. Η γραφή του είναι κατ' εξοχήν συνειρμική, με χαλαρές συνδέσεις των λεγομένων, χρονικές μετατοπίσεις και απρόσμενες μεταφορές, ώστε παρουσιάζει μεγάλο βαθμό κρυπτικότητας και άρα ερμηνευτικής δυσκολίας. Ωστόσο καθόλου δεν είναι αφημένη στο τυχαίο. Οι αρχικές σκέψεις από τις οποίες ασφαλώς ξεκινά είναι φανερά φροντισμένες και ανακατεργασμένες, ώστε να δίνουν ένα εύηχο, αρμονικό και απολαυστικό αισθητικά τελικό αποτέλεσμα. Η περίτεχνη σύνθεση των φράσεων, το γλίστρημα -θα έλεγε κανείς- των λέξεων στις σελίδες με χάρη, αν και αφορά μια πεζόμορφη γραφή, ωστόσο καταφέρνει να την μετατρέπει σε άκρως ποιητική. Καθόλου φειδώ στα επίθετα που δωρίζουν ένα λυρικό χαρακτήρα στη συλλογή και που εδώ η γραφή ακούγεται -ανεξαρτήτως τoυ πένθιμου χαρακτήρα του προβαλλόμενου θέματος- σαν μουσική και που επίσης αποδεικνύει -εν σχέσει με τον ισχύοντα δήθεν κανόνα του επικρατούντος ρήματος- ότι στην τέχνη αυτή δεν υπάρχουν κανόνες παρά μόνο για να τους ανατρέπομε. Μεγάλες προτάσεις, χωρίς καθόλου σημεία στίξης, που σε τραβούν μέσα στο λαβύρινθο της γοητείας τους και με τον πραγματικά ασθματικό τους χαρακτήρα του λόγου, προσπαθούν να εκφράσουν όλα αυτά που ο ελικοειδής νους στα στριφογυρίσματά του ανασύρει από το υποσυνείδητο, αλλά και από το συνειδητό κομμάτι του εαυτού.
Η κατάτμηση του ενιαίου λόγου και νοήματος δια των αποσπασμάτων επιτελείται ίσως για να τιθασευτεί επιτυχέστερα στην κοίτη του το αρχικό ποτάμι των συνειρμών, να αναδειχθεί μέσω του μέρους καλύτερα η ποιητική στιγμή και να προβληθεί επαναληπτικά η ευαισθησία και οι ανησυχίες του ποιητικού υποκειμένου. Μάλιστα έτσι αποδίδεται και η ρευστότητα ενός κόσμου,  τέτοιου που πράγματι είναι ο δικός μας. Ίσως μάλιστα ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον επικοινωνιακό χαρακτήρα των κειμένων του, αλλά για την μόχλευση και αναμόχλευση συμβάντων του περιεχομένου της συνείδησης και της φαντασίας, με σκοπό την καλύτερη τοποθέτηση των γεγονότων και μη στον υποκειμενικό σημασιολογικό του χώρο, την αναδιατύπωση συμβάντων του βίου στην προσωπική του γλώσσα και εν τέλει ίσως το κειμενικό του αποτέλεσμα αποτελεί μια άσκηση πνευματικής εγρήγορσης ή και αυτοθεραπείας (διότι και τα δυο αυτά έτσι κι αλλιώς αποτελούν κάποιες από τις λειτουργίες της Τέχνης) . “Αν παραμέριζε τα πράγματα ώστε να ιδωθούν στη σωστή τους θέση” διαβάζομε κάπου. Ίσως να ψάχνει λοιπόν ο ποιητής για τη σωστή αυτή θέση των πραγμάτων μέσα από τους συνδυασμούς των λέξεων.

Στα πλαίσια αυτά, θα διέλθουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου πολλά ζητήματα, όπως η αγάπη, το χάδι, η ομορφιά, το όνειρο, ο φόβος, η ματαίωση, η απόσταση, τα δάκρυα, η λύπη, ο θάνατος, το πένθος. Όλα δηλαδή τα ανθρώπινα, που είναι ταυτοχρόνως παλαιά μα και σημάδια των καιρών, αφού το τωρινό δελτίο καιρού -διότι “Έκτακτο δελτίο καιρού” είναι ο τίτλος του βιβλίου- μάλλον θυέλλης και βροχής φαίνεται να είναι. Τόσο, όσον αφορά τα κύρια συμβάντα της αρκετά κρυπτικής διήγησης, όσο και σαν περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Διότι, σε αυτής της με υπαρξιακό προσανατολισμό ποίησης ανάμεσα τις κειμενικές γραμμές, παρελαύνουν συνειρμικές διατυπώσεις που αφορούν και τα καθημερινά άχθη ενός δυστοπικού άστεως. Οι μάντρες μνημεία-νεκροταφεία των υψηλών ταχυτήτων, το “τρέμουλο της αιθάλης και η τέφρα του νέφους”, κυλιόμενες σκάλες (που ωστόσο μετατρέπονται από τη φαντασία σε ουράνιες), “του άστεγου η πρωινή προσευχή”, “η πείνα που γδέρνει το γαλάζιο και ονειρεύεται στρατιές αγγέλων να εφορμούν σε κάδους”, τα χέρια της επαιτείας, η αυτοχειρία, εικόνες δηλαδή της πραγματικής πόλης στους δύσκολους καιρούς της, συνδυασμένες με άλλες που είναι καθαρά της φαντασίας ή προσωπικού βιωματικού χαρακτήρα, συνθέτοντας έτσι την ποιητική υπερπραγματικότητα του Κ. Παπαγεωργίου. Αλλά και εικόνες μιας συμπάσχουσας στη λύπη φύσης παρεμβάλλονται, όπως  “ο καθημερινός διανομέας της λύπης ο ήλιος”, το χιόνι-έγκαυμα, το ανασήκωμα-ανατρίχιασμα του χόρτου τα ψυχοσάββατα, τα δάκρυα του χώματος, το πένθος των λουλουδιών. Ωστόσο -κατά κύριο λόγο- ένα πολύ συγκεκριμένο δράμα αφήνεται να διαφανεί ότι συντελείται εδώ, αφού “από το λευκό των σεντονιών κρέμεται το ύψος αυτοχειρίας”, ομιλεί για “γαλανό ικρίωμα” και “αιμόφυρτο αυχένα”, “ασθενοφόρο ήχο”, νεωκόρους, κεριά, λυγμούς, σφυριές, λάδι αδιαχώριστο από νερό (παραπομπή δηλαδή σε καντήλι), “κόκαλα συλλαβιστά”. “ Ώστε πενθώ” θα μας δηλώσει καθαρά και αυτό το πένθος διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου. Η απώλεια λοιπόν κάποιου προσφιλούς προσώπου αποτελεί μάλλον το έναυσμα για την εκδίπλωση επί της ποιητικής σκηνής των παραστάσεων, βιωμάτων και αισθημάτων του, ντυμένων με τα ενδύματα της Ποίησης. Ο θάνατος είναι πάντα  το γεγονός που εξαντλεί με τη σκέψη του το ανθρώπινο υποκείμενο και οδηγεί σε κρίσεις περί “δικαιοσύνης τυφλής” και “ανελέητου ουρανού”, ή  περί της “ουρανού αυστηρότητας”,  ή ακόμα σε διαχωρισμούς “προδομένης και αδιάβλητης δικαιοσύνης” και σε συνεπαγωγές περί της απουσίας του Θεού. “Τίποτε δεν αρκεί για την εξοικείωση με το άγριο θαύμα του θανάτου”, διαβάζομε. (Η έκφραση αυτή του άγριου-θαύματος σημαίνει όμως, κατά έναν άλλο τρόπο, την παραδοχή της ενότητας των αντιθέτων;) Μάλλον -και αν διακινδυνεύσω την ερμηνεία- πρόκειται για πρόσωπο νεαρό (“ματαιωμένος γάμος”), γένους θηλυκού (“αχτένιστη”).Ίσως μάλιστα και η αφιέρωση της συλλογής σε γυναικείο όνομα να είναι σχετική. Το ποιητικό υποκείμενο είναι φανερό ότι πάσχει και οδύνει. Γι αυτό που έχει συμβεί, αλλά και γι' αυτό που πρόκειται να συμβεί στα όντα χωρίς εξαίρεση και επομένως και τον ίδιο. Και αποτελεί την ευκαιρία για αναστοχασμό προσωπικό επάνω στο θέμα. “Μιλάω για τη στιγμή που κανείς δεν γνωρίζει όπως κι εγώ εξ άλλου αλλά τουλάχιστον το ξέρω ότι θα έρθει και περιμένω”. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, όπως οι ασκητές, που κατά τη διάρκεια της ζωής δοκιμάζουν με τη συνεχή σκέψη και κατάλληλη πράξη τη συμφιλίωση με το αναπόδραστο και όπως οι ποιητές (και μάλιστα οι λεγόμενοι υπαρξιακοί), που τους απασχολεί συνεχώς τόσο η σκέψη περί αυτού, όσο και περισσότερο, η διατύπωσή της. Σ' αυτούς ανήκει φανερά ο Κ. Παπαγεωργίου, αν μάλιστα λάβουμε υπ' όψη τον τίτλο και προγενέστερου βιβλίου του (“Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου”). Μέσα στο κυρίως αυτό θέμα εμπλέκονται από τον ποιητή και άλλες αποφθεγματικού χαρακτήρα εκφράσεις, που από μόνες τους είναι σωρείτες κατά σημεία συμπυκνωμένης νοηματικής ύλης. Διαβάζομε π.χ. “η αγάπη στήνει δόκανα”, ή “ο πόνος κατοικείται από αθώους”, ή “συμμαχίας ανίερης προϊόν είναι το όνειρο και σταμάτημα φόβου στην άκρη ακριβώς μετέωρης εξέδρας”, ή “με λύπη κερδίζεται το ψωμί του ονείρου”, ή “σε όλες τις γλώσσες η σιωπή σημαίνει αγάπη”, ή “ο θάνατος εγκυμονεί κινδύνους πρώιμης αγιότητας”.
Τελικά, μέσα σε αυτό το “ανελέητο σκηνικό θανάτων κι αποχωρισμών” που είναι η ζωή, το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να ισορροπήσει, προβάλλει την έκθεσή του σε έκτακτα καιρικά συμβάντα, αφήνεται στην επίψαυση του πόνου με όλες τις αισθήσεις, στο “χώμα που ευλογεί τις λέξεις”, στο “ηχηρό χαρτί”, στη θεραπεία του πένθους δια της γραφής.

Η Κυριακή Λυμπέρη είναι ποιήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια: