28/8/16

Ο αφορεσμένος

ΔΙΗΓΗΜΑ

Ήμασταν φτωχοί άνθρωποι, αδύναμοι. Πού ήταν το μεροκάματο, τρέχαμε. Στο χωριό μάς είχαν για τους πιο δουλευταράδες. Εγώ και ο θείος σου. Αξεχώριστοι. Οποιαδήποτε δουλειά. Ειδικά τις βαριές. Και μόλις παίρναμε τα λεφτά τα πηγαίναμε στη μάνα μας. Πάρτα μάνα. Αυτή έκανε κουμάντο. Όλα στη μάνα. Κι’ αυτή αργότερα μας πότισε μόνο φαρμάκι. Όλο κατάρες και αφορισμούς. Ποιον, τα παιδιά της. Αλλά αυτά δεν είναι για τώρα.  
Ήμασταν λοιπόν φτωχοί, δεν είχαμε δύναμη. Ο πάππους σου, ο πατέρας μου, είχε δέκα στόματα να θρέψει, τι να σου κάνει κι’ αυτός. Μυαλό για δουλειά δεν είχε. Δος του ούζο και άστον. Έτσι μπήκαμε και μεις από νωρίς στο μεροκάματο. Που σχολεία και τέτοια τότε. Εμένα μου πήρε 10 προβατίνες και έκανα τον τσομπάνο.
Μια φορά πήγα στα Γιάννενα, με το ποδήλατο, για να πιάσω δουλειά σε ένα συνεργείο. Δεν μ’ άρεσε. Μεγάλη πόλη, πολύ αντράλα.[1] Ζαλίστηκα. Γύρισα πάλι στο χωριό, στα σίγουρα, στα δικά μου. Πρέπει να ’τανε το ‘47-‘48.
Το ‘55 παντρευτήκαμε με τη μάνα σου. Αυτή είχε πιο πολλά. Κράταγε από σόι. Μού ’δωσε και χωράφια ο πάππους σου και λίρες και πρόβατα. Τα ‘χω γραμμένα στο καταστίχι. Το φυλάω ακόμα. Δεξιός ο πεθερός. Όπως και οι περισσότεροι στο χωριό. Μην κοιτάς που μετά έβγαινε πρώτο το ΠΑΣΟΚ. Τώρα, πώς έδωσε την κοπέλα του σε μας που ήμασταν Αμίτες[2], ένας Θεός ξέρει. Ήμασταν όμως ήσυχοι και δουλευτάδες.

Στο χωριό δεν ακουγόμασταν. Είχαμε καλό όνομα. Δεν πίναμε, δεν παίζαμε χαρτιά, δεν ξενυχτάγαμε, δεν κοιτάγαμε άλλες γυναίκες, δεν ασχολούμασταν με τα πολιτικά. Αν και όλοι στο χωριό μάς είχαν για αριστερούς.
Σκληρός όμως άνθρωπος ο πάππους σου. Τον είχα μεγάλο άχτι. Μας άφησε το σπίτι λειψό. Όταν το κτίζαμε, το θέλαμε, τρομάρα μας, και διώροφο. Έτσι όμως τα ‘χτιζαν τα σπίτια τότε. Φτιάξαμε λοιπόν τον πρώτο όροφο και θέλαμε ακόμη να ρίξουμε μια πέτρα για να γίνει πιο ψηλό. Τελείωσαν όμως τα λεφτά και ο  μάστορας δεν έκανε πίσω με τίποτα. Πάω και ‘γω στον αφορισμένο και του λέω «δος μου λίγα λεφτά, δανεικά, για να ρίξω μια πέτρα ακόμη. Μη μείνει το σπίτι χαμηλό». «Δεν έχω μου λέει», ο πούστης. «Ό,τι σού ’δωσα σού ’δωσα. Ποιος σου είπε να φτιάξεις τόσο ψηλό σπίτι; Ν’ απλώνεις τα ποδάρια σου μέχρι εκεί που φτάνει το πάπλωμα». Μού ’ρθε να τον πιάσω από το λαιμό και να τον καρυδώσω. Έτσι έγινε το κάτω σπίτι πιο χαμηλό.
Ποτέ δεν είπε, στο καφενείο που με έβρισκε, να με κεράσει ένα ούζο. Έτρωγε τα κοκορέτσια και τα σκωτάκια μόνος του, σε μια γωνιά να μην τον βλέπει κανένας. Έναν γαμπρό είχε στο χωριό, αλλά αυτός τίποτα. Δεν με υπολόγιζε. Το ’παιζε καπετάνιος, αφεντικό. Να, ποιος είμαι εγώ. Εμένα με γέλαγε. Σαν να ’μουνα ρέτζελο.[3] Όταν ήταν να του κάνω καμιά δουλειά με φώναζε. Και σάμπως με πλήρωνε. Τέτοιος άτιμος ήταν.
Πήρα όμως τα χάκια μου.[4]

Πολλά χρόνια, αφού είχε πεθάνει, μου ζήτησε ο κουνιάδος μου, συνταξιούχος αξιωματικός της Αστυνομίας, που ζούσε στην Αθήνα, να τον ξεθάψω για να μπει σε άλλον τάφο, εκεί στο χωριό, αφού το νεκροταφείο θα μεταφέρονταν αλλού. Εγώ τα κατάφερνα σ’ αυτά, δεν φοβόμουνα.
Πήγα, λοιπόν, και κει που έσκαβα ξαφνικά το μπελ’ [5] βρίσκει σε κάτι σκληρό. Λέω, αποκλείεται να είναι πέτρα.
Ο γιος του είχε πάει πιο πέρα, για να μην βλέπει. Ξαναχτυπάω. Το ίδιο γκουπ. Τότε κοιτάω και τι να δω, ο αφορεσμένος δεν είχε λιώσει. Ήταν σχεδόν όπως τον είχαμε βάλει. Μετά από τόσα χρόνια ήταν άθικτος. Έκανα τον σταυρό μου. Τι αμαρτίες, είπα, είχε ο άτιμος.
Τότε, δεν ξέρω πως μου ήρθε και άρχισα να τον βαράω για να τον κόψω κομμάτια, να τον βάλω στις σακούλες. Μία τον χτύπαγα στο σακάκι, μια στο παντελόνι. Μία στον γκριτζιλάγκο[6] μία στην πλάτη, μία στην γκορίζα, [7] μία στα ποδάρια.
Ο κουνιάδος κάτι κατάλαβε, αλλά δεν είπε τίποτα.
Έτσι, κομματιασμένο μέσα στις σακούλες, τον θάψαμε στο καινούργιο νεκροταφείο.

Ποιος ξέρει. Να βρήκε τουλάχιστον εκεί την ησυχία του και να ‘γινε, πια, χωματάκι;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΠΑΣ
 
Γιάννης Γαΐτης, Σύνθεση, 1975 Λάδι και ένθετο ξύλο, 200 x 134 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: