21/9/13

Τεχνική και κοινωνία

ΤΟΥ ΤΕΛΗ ΤΥΜΠΑ


Το βιβλίο του Ζακ Ελλύλ εκδόθηκε το 1976, λίγο πριν η μελέτη της σχέσης τεχνικής και κοινωνίας αρχίσει να εξελίσσεται  σε ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πεδίο ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας, το οποίο υπηρετείται από ειδικούς ιστορικούς, κοινωνιολόγους, ανθρωπολόγους και φιλοσόφους της τεχνολογίας και από έναν αξιόλογο αριθμό ειδικών του διεπιστημονικού πεδίου «Επιστήμη, Τεχνολογία, Κοινωνία» (γνωστό και ως «Σπουδές Επιστήμης και Τεχνολογίας»). Δύσκολα θα βρεις μεταξύ τους κάποιον που να υποθέτει ότι η τεχνολογία προοδεύει ουδέτερα ως προς την κοινωνία. Το τεχνικό, ισχυρίζονται, είναι εγγενώς κοινωνικό, το κοινωνικό συνδιαμορφώνεται με το τεχνικό, η τεχνική είναι επομένως ένας τρόπος για να κάνεις πολιτική με άλλα μέσα.
Τα παραπάνω δεν είναι αυτομάτως ριζοσπαστικά, δεν είναι δηλαδή δεδομένα ανατρεπτικά ως προς την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συμπαράγονται τεχνική και ταξικότητα-εξουσιαστικότητα. Μπορεί μάλιστα να λειτουργήσουν και απολύτως συντηρητικά. Η ανάγνωση του έργου του Ζακ Ελλύλ, του πιο ριζοσπάστη ίσως στοχαστή της σχέσης που συνδέει την τεχνική με την κοινωνία, μπορεί εκτιμώ να αποδειχθεί πολύτιμη στο να κατανοηθεί ότι η ανάδειξη της εγγενούς κοινωνικότητας της τεχνικής είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη ριζοσπαστισμού.     

Για πολλούς ειδικούς των προαναφερθέντων ακαδημαϊκών πεδίων, τα διάφορα κοινωνικά υποκείμενα επιλέγουν ή τροποποιούν την τεχνολογία ελεύθερα, χωρίς αντικειμενικούς περιορισμούς. Στη φαινομενική αυτή εικόνα ελευθερίας-επιλογής, το έργο του Ελλύλ αντιπαραθέτει έναν καθοριστικό αντικειμενικό περιορισμό. Για να μιλήσει για τον περιορισμό αυτό, ο Ελλύλ εισάγει την έννοια «Τεχνική». Η έννοια αυτή αναφέρεται στην απώλεια ακριβώς της υποκειμενικότητας, της ελευθερίας, της επιλογής.
Ο Ελλύλ επιμένει ότι η ελευθερία-επιλογή ως προς την Τεχνική είναι φαινομενική. «Η επιλογή», γράφει χαρακτηριστικά, «είναι του τύπου ‘αυτοκίνητο ή τηλεόραση’, ποτέ, για παράδειγμα, ‘ή περισσότερο ηλεκτρικό ρεύμα ή μείωση των κινδύνων από την πυρηνική ενέργεια’» (σ. 433). Η επιλογή-ελευθερία έχει δηλαδή ακυρωθεί από τον τρόπο με τον οποίο έχει επιβληθεί μια συγκεκριμένη διατύπωση του ερωτήματος.
Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε την αμφισημία πεδίων όπως, για παράδειγμα, η Φιλοσοφία της Τεχνολογίας και το «Επιστήμη, Τεχνολογία, Κοινωνία» ως προς τον Ελλύλ, στο βαθμό που αυτά υιοθέτησαν γενικά μια φιλελεύθερη (και για την ακρίβεια νεοφιλελεύθερη) αντίληψη ως προς την κοινωνικότητα που εμπλέκεται στην συνδιαμόρφωση τεχνικής και κοινωνίας. Από τη μια, αναγνωρίζουν στον Ελλύλ ότι συνέβαλε καθοριστικά στην ίδρυσή τους, μέσω της καταλυτικής του κριτικής στην υπόθεση περί ουδετερότητας της τεχνολογίας. Από την άλλη, δεν τον παρακολουθούν στη θέση του περί ακύρωσης της ελευθερίας-επιλογής από την Τεχνική.
Αγωνιστής της αντίστασης στο ναζισμό, αναρχικός θεωρητικά ως προς την τεχνολογία (μάλλον με έναν τρόπο αντίστοιχο της τοποθέτησης του Paul Feyerabend ως προς την επιστήμη), ο Ελλύλ μπορεί νομίζω να κατανοηθεί καλύτερα από μαρξιστές αν η θέση του περί υποβάθμισης της κοινωνικής επιλογής έναντι της Τεχνικής συσχετισθεί με αυτή του μαρξιστή μελετητή της σχέσης εργασίας-τεχνικής Harry Braverman, o οποίος διατύπωσε την ίδια περίπου εποχή τη διάσημη θέση περί υποβάθμισης της εργασίας στον εικοστό αιώνα.     
Άνθρωπος ανήσυχος και ανοιχτός σε διάφορες επιρροές, πριν γίνει θρησκευόμενος, ο Ελλύλ ήταν μαρξιστής. Από την παρέμβαση του Αλτουσέρ γνωρίζουμε τα όρια στην ανάγνωση του Μαρξ της γενιάς του Ελλύλ. Αυτά τα όρια γίνονται ευκρινέστερα σε προβληματικά αποσπάσματα στα οποία ο Ελλύλ αναφέρεται στην επιστημονική εφεύρεση και την τεχνική καινοτομία ως τους παραγωγούς της αξίας που αντικατέστησαν την ανθρώπινη εργασία (σ. 23) ή στην διάλυση των τάξεων από αυτό που αποκαλεί «Τεχνικό Σύστημα» (σ. 35). Κατά τη γνώμη μου, ο αναγνώστης θα επωφεληθεί πολύ περισσότερο αν εστιαστεί στην συνάφεια της έννοιας «Τεχνικής» με την έννοια «Κεφάλαιο». Ο τρόπος με τον οποίο ο Ελλύλ προσδιορίζει την δική του έννοια («Τεχνική»), συνδέοντάς την με την σχέση τεχνικής-κοινωνίας στον εικοστό αιώνα, εμπλουτίζει με μια σειρά από αυθεντικές παρατηρήσεις την κατανόηση της έννοιας «Κεφάλαιο».
Όπως και οι Μάμφορντ, Μαρκούζε, Ίλιτς και Σουμάχερ, ο Ελλύλ διαβάστηκε πάρα πολύ την ανήσυχη δεκαετία του εξήντα (και στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα) αλλά πολύ λιγότερο (και υπό παραμορφωτικό φακό) μετά το τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα. Ο Ελλύλ δεν ταίριαζε με τις δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας που ακολούθησαν. Γι αυτό και οι αναφορές στο έργο του έγιναν ολοένα και πιο σύντομες, ολοένα και πιο παραμορφωτικές.  Αν ισχύουν όσα ισχυρίζομαι παραπάνω, η ανάγνωση του Ελλύλ παραμένει απόλυτη προτεραιότητα για όποιον ενδιαφέρεται για μια κριτική κατανόηση της σχέσης τεχνικής και κοινωνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: