22/9/24

Αγγέλα: Μία από ενάμισι εκατομμύριο

Του Σπύρου Κακουριώτη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, Αναζητώντας την Αγγέλα: Σμύρνη, Χίος, Αθήνα, Βύρωνας, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, σελ. 150

 
Η βιογραφία αποτελούσε ανέκαθεν ένα απαιτητικό είδος ιστορικής γραφής· αφιερωμένη, άλλοτε, σχεδόν αποκλειστικά στην εξιστόρηση του βίου «μεγάλων ανδρών» (και πολύ σπανιότερα γυναικών), στην αφήγηση των επιτευγμάτων τους και του ρόλου που διαδραμάτισαν στην προώθηση του μεγαλείου του έθνους (τους), δύσκολα υπερέβαινε τα όρια μιας φρονηματιστικής αντίληψης για την ιστορία. Γι’ αυτό και τη δεκαετία του 1960, όταν στον χώρο των ιστορικών σπουδών κυριάρχησε η «νέα ιστορία» ή, αλλιώς, η κοινωνική ιστορία, το είδος πέρασε στο περιθώριο της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, παραμένοντας πάντοτε προσφιλές στον χώρο της δημόσιας ιστορίας
Μέσα, όμως, στις αλλεπάλληλες «στροφές» που χαρακτήρισαν την ιστοριογραφία από τη δεκαετία του 1980 (γλωσσική, πολιτισμική, χωρική κ.λπ.), στον ακαδημαϊκό χώρο σημειώνεται μια επανεκτίμηση του «περιφρονημένου» αυτού ιστοριογραφικού είδους, τέτοια που να δώσει το όνομά του σε μία ακόμη «στροφή», τη «βιογραφική» αυτή τη φορά.
Υιοθετώντας μια οπτική από τα κάτω προς τα επάνω, η νέα αυτή προσέγγιση αναδεικνύει την εμπρόθετη δράση των ατόμων και την επίδραση που αυτή μπορεί να έχει στην πορεία της ιστορίας, θεωρώντας πως οι ζωές των απλών ανθρώπων, αυτών που καταχρηστικά αποκαλούμε «ανώνυμους», μπορούν να είναι εξίσου σημαντικές για την ιστορική αφήγηση με τις βιογραφίες βασιλιάδων ή πρωθυπουργών.
Μια τέτοια προσέγγιση, που επιδιώκει να αποδώσει όνομα στους «ανώνυμους», να ανασυστήσει ζωές χαμένες μέσα στον ορυμαγδό των μεγάλων γεγονότων, αποτελεί πρόκληση για τον ιστορικό αλλά και για κάθε ερευνητή γενικότερα, καθώς απαιτεί τη χρήση εργαλείων από πεδία όπως  η μικροϊστορία, η κοινωνιολογία, η οικονομία ή η πολιτική, αλλά και λεπτομερή αρχειακή έρευνα, όπου ίχνη μονάχα της παρουσίας τους μπορεί να ελπίζει κανείς να επισημάνει.
Μια τέτοια έρευνα καταγράφει η ανά χείρας μελέτη του Γιώργου Στασινόπουλου, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η προγιαγιά του, Αγγέλα Βαϊνδηρλή, γεννημένη το 1889 στα Άδανα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παντρεμένη στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα στη Σμύρνη, απ’ όπου, μετά την Καταστροφή, θα βρεθεί στη Χίο με την οικογένειά της. Εκεί, ο σύζυγός της, ένας εύπορος βαμβακέμπορος, θα πεθάνει από τέτανο, αφήνοντάς την χήρα με έξι παιδιά να παλέψει με κάθε τρόπο για την επιβίωσή τους στην Αθήνα.
Η αστική προέλευση της τριαντάχρονης Σμυρνιάς θα της επιτρέψει να εκμεταλλευτεί γνωριμίες ώστε να ενταχθεί σε ένα δίκτυο κοινωνικότητας που θα της επιτρέψει να αντιμετωπίσει την εγκατάστασή της στον νέο τόπο κάπως ευκολότερα απ’ όσο άλλοι πρόσφυγες – μολονότι αρχικά εγκαταστάθηκε σε ένα θεωρείο του Δημοτικού Θεάτρου Αθήνας, αναγκάστηκε να παραδώσει για υιοθεσία το μικρότερο παιδί της, που ήταν βρέφος ακόμη, επέλεξε να αφήσει για κάποια χρόνια δύο από τα άλλα της κορίτσια στο ορφανοτροφείο ώστε να εξασφαλίσουν στέγη και τροφή κ.λπ. Το «ευκολότερα», λοιπόν, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση «εύκολα», αποτελώντας μάλλον ευφημισμό στην περίπτωση αυτή...
Ο συγγραφέας παρακολουθεί την ηρωίδα του μέχρι την οριστική εγκατάστασή της σε μια προσφυγική κατοικία στον Βύρωνα, την ενασχόλησή της με την κατασκευή χειροτεχνημάτων που απορροφούσαν τα αμερικανικά φιλανθρωπικά δίκτυα, την επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών της κ.λπ. Πρωταρχική πηγή για την ενασχόλησή του με μια «μυθική» πρόγονο που ο ίδιος δεν γνώρισε υπήρξε μια πολύωρη μαγνητοφωνημένη «κατάθεση» της γιαγιάς του για την ιστορία της μητέρας και των αδελφών της. Πηγή διαμεσολαβημένη, αναμφίβολα, τόσο από τον χρόνο (περισσότερες από έξι δεκαετίες χωρίζουν την αφήγηση από τα αφηγούμενα) όσο και από τις μαιανδρικές διαδρομές της μνήμης και την ύστερη γνώση.
Έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, ο συγγραφέας καταφεύγει σε κάθε άλλη διαθέσιμη πηγή, αρχειακή ή βιβλιογραφική, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, το Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τραπέζης, έως το Αρχείο της Κοινωνίας των Εθνών και τα Σουηδικά Κρατικά Αρχεία, ενώ δεν έλειψε και η επιτόπια έρευνα στη Μικρά Ασία, προκειμένου να ανακαλύψει ίχνη της προγιαγιάς του, αλλά και το εκάστοτε πλαίσιο που όριζε τη ζωή της.
Η ειδίκευσή του στο πεδίο της οικονομίας τον οδήγησε να αφιερώσει μεγάλο μέρος της παρούσας έρευνάς του στην αποκατάσταση των προσφύγων, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο έγινε η διάθεση των οικημάτων στους προσφυγικούς συνοικισμούς και η εξόφλησή τους από τους δικαιούχους, έτσι όπως αναδεικνύεται μέσα από το παράδειγμα της οικογένειας της Αγγέλας. Παράλληλα, παρουσιάζει με εύληπτο τρόπο τις διαδικασίες μέσω  των οποίων έγινε ο υπολογισμός και η καταβολή της αποζημίωσης στους αστούς πρόσφυγες  για τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους, προσφέροντας στον αναγνώστη του μια αντιπροσωπευτική εικόνα των δραματικών αλλαγών που μεταμόρφωσαν την ελληνική κοινωνία στα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Χρύσα Ρωμανού, Luna Park International, 1965, κολάζ σε καμβά, 200 x 200 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου