20/9/14

Γλώσσα, ιστορία, διαλογικότητα

Προδημοσίευση


ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΑΧΤΙΝ, Το πρόβλημα των ειδών του λόγου,  (εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Βασίλης Αλεξίου – Μανόλης Δαφέρμος), εκδ. futura

Στο κείμενο του Μπαχτίν (παρά τον σχετικά σχηματικό τρόπο ανάπτυξής του, αφού στην ουσία πρόκειται για προσχέδιο μιας ευρύτερης μελέτης που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε) αναδύεται ανάγλυφα η ρωμαλέα μπαχτινική φιλοσοφία της γλώσσας. Κεντρικός πυλώνας αυτής της φιλοσοφίας είναι η άποψη πως η γλώσσα, ως ενσάρκωση του ανθρώπινου λόγου, θα πρέπει να «συλλαμβάνεται ακριβώς στην υλική της υπόσταση, στην εκφραστικότητα της γλωσσικής της επιτέλεσης (performance) που είναι αναπόσπαστη από στοιχεία συμπαραδηλωτικά και, σε τελευταία ανάλυση, σωματικά»[1]. Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιμέρους (κατά κύριο λόγο θετικιστικές) προσεγγίσεις που δεν παίρνουν υπόψη αυτή τη διάσταση και, στην ουσία, τον πραξιακό χαρακτήρα ύπαρξης του γλωσσικού «είναι και γίγνεσθαι», όχι μόνο αδυνατούν να συλλάβουν αυτόν το δυναμικό τρόπο ύπαρξης της γλώσσας αλλά πραγμοποιούν τις επιμέρους μελετώμενες περιοχές εφευρίσκοντας, στην κυριολεξία, «χάρτινα» υποκείμενα, και προσεγγίζοντάς τες ως αδρανή, στατικά αντικείμενα «νομοταγή» και υπάκουα στις πολυποίκιλες εργαστηριακές ή μη αφαιρέσεις.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, υπάρχουν οι διάφορες ιδεαλιστικές προσεγγίσεις (από τον Τζιαμπατίστα Βίκο και τον Χέρντερ μέχρι τον Κρότσε φτάνοντας, στις μέρες μας, σε κάποιες συγκεκριμένες εκδοχές της αποδόμησης) οι οποίες υπενθυμίζουν και υπογραμμίζουν αυτά τα δικαιώματα της υποκειμενικότητας στη «δρώσα της διάσταση». Αυτό όμως που αυτές οι προσεγγίσεις λησμονούν είναι ότι αυτή η δρώσα διάσταση δεν συγκροτείται αυθαίρετα ή αισθητιστικά, αλλά κάτω από τις πιέσεις, τους εξαναγκασμούς, τους συμβιβασμούς, τις αντιστάσεις μιας αντικειμενικά ήδη διαμορφωμένης και διαμορφούμενης πραγματικότητας, αυτού ακριβώς που ο Ουμπέρτο Έκο θα ονόμαζε, αργότερα, «γραμμές αντίστασης» και ο Ζακ Λακάν point de capiton (σημείο διαρραφής ή σημείο πρόσδεσης). Σε αυτό το πλαίσιο τα είδη του λόγου έρχονται ως ιμάντες μεταβίβασης, όπως γράφει ο Μπαχτίν, ως «μεντεσέδες» θα λέγαμε, που μπορούν να διασυνδέσουν το υποκειμενικό με το αντικειμενικό, τη μορφή με το περιεχόμενο, τη γλώσσα με την κοινωνία, την ιστορία του λόγου με τον λόγο της ιστορίας.

Εκ πρώτης όψεως, η δομή του κειμένου είναι απλή. Όμως, μια βαθύτερη ανάλυση φανερώνει τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα αυτής της μελέτης του Μπαχτίν, μια μελέτη η οποία βρισκόταν σε ανοικτό και συνεχή διάλογο με ρεύματα και τάσεις, που υπήρχαν στο πεδίο της γλωσσολογίας στην Σοβιετική Ένωση (και όχι μόνο) κατά τη συγκεκριμένη συγκυρία. Ακόμα και όταν ο Μπαχτίν αρθρώνει με κατηγορηματικότητα τα δικά του επιχειρήματα είναι σαφές ότι σ’ αυτά ενυπάρχει ένας διάλογος με τις «φωνές» των άλλων. Συν τοις άλλοις, σ’ αυτήν τη μελέτη διαφαίνεται ο απόηχος της συζήτησης και της πολεμικής που αναπτύχθηκε σε σχέση με τις θεωρίες του Νικολάι Μαρ, συχνές αναφορές (μάλλον θετικά διακείμενες) στο έργο τού οποίου υπάρχουν και στο Μαρξισμός και Φιλοσοφία της Γλώσσας. Έτσι, αντιπαρατιθέμενες σε κάποιες από τις πιο ακραία κοινωνιολογιστικές θέσεις του Μαρ οι νέες γλωσσολογικές κατευθύνσεις στη Σοβιετική Ένωση, προς στα τέλη της δεκαετίας του 1940, καταλήγουν στην απόρριψη μιας μονόπλευρα ταξικής και ιδεολογικής προσέγγισης της γλώσσας, τονίζοντας την ενότητά της και υπογραμμίζοντας τη σημασία της συγκριτικής ιστορικής γλωσσολογίας.
Βέβαια, όχι λίγες φορές, αυτή η κριτική μιας αγοραία κοινωνιολογιστικής προσέγγισης της γλώσσας, κατέληγε στο άλλο άκρο δηλαδή στην υποτίμηση της κοινωνικής λειτουργίας της, στην τάση αποϊδεολογικοποίησής της και στον μονοδιάστατο προσανατολισμό στη μελέτη των φορμαλιστικών γλωσσικών νόμων. Σε αυτό το ιστορικό και θεωρητικό πλαίσιο ο στρουκτουραλισμός και, γενικότερα, οι σημειολογικές/σημειωτικές προσεγγίσεις, που αρδεύονταν από τα νερά της στέρεα συγκροτημένης γλωσσολογικής σκέψης του Φερντινάντ ντε Σωσσύρ παρουσιάστηκαν για πολλούς γλωσσολόγους ως εναλλακτική προοπτική σε σχέση με τον αγοραίο κοινωνιολογισμό, δίνοντας, στη σοβιετική επικράτεια, τους καλύτερους καρπούς στο έργο της «Σχολής του Ταρτού» με κεντρική φιγούρα αυτήν του Γιούρι Λότμαν.
Για την μπαχτινική σκέψη ο στρουκτουραλισμός, όπως ακριβώς και ο ρωσικός φορμαλισμός στη δεκαετία του 1920, ήταν σίγουρα οι κρίσιμοι διαλογικοί της άλλοι, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την τεράστια απόσταση που χωρίζει αυτή τη σκέψη από τη θετικιστική, αλγεβρική και τυποποιητική σύλληψη της γλώσσας (που, όχι λίγες φορές, εμφανιζόταν με την επιστημολογική αλαζονεία μιας mathesis universalis, δηλαδή μιας «καθολικής, τελεσίδικης γνώσης» παντελώς ξένης προς τον ανοιχτό χαρακτήρα της μπαχτινικής σκέψης) και των δύο αυτών σημαντικών ρευμάτων. Η μπαχτινική προσέγγιση βρίσκεται στον αντίποδα αυτών των θετικιστικών εκδοχών της γλωσσολογίας και της φιλοσοφίας της γλώσσας, οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο τον Μπαχτίν, δεν κατορθώνουν να συλλάβουν τον διαλογικό χαρακτήρα του εκφωνήματος και τον ενεργητικό ρόλο του άλλου στη γλωσσική επικοινωνία.
Από αυτές τις απόψεις ο Μπαχτίν θα κρατήσει κυρίως τη σημασία που δίνεται στις μορφές (στη συγκεκριμένη περίπτωση στα είδη του λόγου) όχι όμως ως στατικά, απολιθωμένα στοιχεία στο πλαίσιο περίκλειστων τυποποιημένων συστημάτων, αλλά σε μια ποικιλοτρόπως διαμεσολαβημένη συνάρτηση με την κοινωνία και την ιστορία. Κατά τον ίδιο τρόπο, από τον ιδεαλιστικό υποκειμενισμό (που, σε κάποια σημεία, η μπαχτινική σκέψη μοιάζει να είναι περισσότερο κοντινή σε σύγκριση με τις παραπάνω θετικιστικές συλλήψεις) θα κρατήσει (σε μια γόνιμη επανάγνωση της μαρξικής 1ης θέσης για τον Φόυερμπαχ) τη σημασία που αυτός δίνει στη «δρώσα πλευρά», στην πραξιακή διάσταση της «συγκεκριμένης ανθρώπινης δράσης», μια διάσταση υποτιμημένη όχι μόνο από τα διάφορα θετικιστικά φιλοσοφικά ρεύματα αλλά και από τις ποικίλες εκδοχές του οικονομικισμού, του παραγωγισμού ή της απόλυτης προτεραιότητας των «αντικειμενικών συνθηκών». Η προσέγγιση του Μπαχτίν διέφερε επίσης από τις αντιλήψεις του V. Vinogradov, τότε διευθυντή του Ινστιτούτου Γλωσσολογίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, που υποστήριζε τη θέση περί «ενότητας» της γλώσσας. Μια θέση που, σύμφωνα με τον Μπαχτίν, παρέβλεπε τη σημασία των ποικίλων φυγόκεντρων, ετερολογικών δυναμικών της γλώσσας οδηγώντας έτσι σε μια οιονεί μονολογικοποίησή της. Ο Μπαχτίν θεωρούσε ότι τόσο η κατεύθυνση του V. Vinogradov όσο και ο στρουκτουραλισμός αποτελούσαν εκφάνσεις της συνεχώς επεκτεινόμενης «μονολογικοποίησης» των ανθρωπιστικών επιστημών, στο πλαίσιο της οποίας ο ανθρώπινος λόγος και τα προϊόντα του αντιμετωπίζονταν ως «πράγματα» ή ως νεκρά και αδρανή «epistemικά» (καταπώς θα το ’λεγε, αργότερα, ο Μισέλ Φουκώ) αντικείμενα χωρίς τη ζώσα πνοή της δρώσας διάστασής των.
Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη μελέτη παραμένει κεντρική (με την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου) για το σύνολο του μπαχτινικού έργου. Αφού η ίδια εμφανίζεται ως ο «γεωμετρικός τόπος» στον οποίο συναντιούνται πρότεροι και μεταγενέστεροι προβληματισμοί, ποικίλες προβολές ενός πλήθους επιμέρους επιστημονικών πειθαρχιών και, το σημαντικότερο, ζωντανές «φωνές» για τον ανθρώπινο λόγο παρακινημένες όχι από ένα amor sui ή ένα amor fati, αλλά από την προσπάθεια σύλληψης της ζωντανής αλήθειας αυτού του λόγου, «αλήθεια που είναι αιώνια μονάχα ως μια αιωνίως εξελισσόμενη αλήθεια».

[Από την εισαγωγή των μεταφραστών]


[1] Φ. Τερζάκης, Τροχιές του αισθητικού, Αθήνα 2007, εκδ. futura, σ. 361.

Δεν υπάρχουν σχόλια: